Σάββατο 14 Μαρτίου 2009

Μια μικρή και ασήμαντη ερωτική ιστορία

Του Ανδρέα Φουσκαρίνη


Είναι η δεύτερη φορά που η ιστορία αυτή έρχεται στο προσκήνιο, την πρώτη ως ποίημα με τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Φυγή», που δημοσιεύτηκε μάλιστα στην πρώτη μου και τελευταία ποιητική συλλογή, και τώρα στην πραγματική της διάσταση ως διήγημα. Δεν ξέρω τι με συγκινεί περισσότερο σ’ αυτήν ώστε να την αφηγούμαι για δεύτερη φορά! ΄Ισως το ασήμαντο της πλοκής της, η ανυπαρξία στην πραγματικότητα πλοκής και γεγονότων, η έφεσή μου, ίσως, στην αφήγηση μικρών περιστατικών της καθημερινότητας χωρίς ανούσιες ρητορείες και ανόητους βερμπαλισμούς ή ατελέσφορα ηθικοπλαστικά διδάγματα που, πέραν των παιδαγωγών και των ιερωμένων ή των στρατιωτικών, κανέναν άλλον δεν ενδιαφέρουν.
΄Όλα είναι απλά και διαδραματίζονται πολύ απλά, όπως συνηθίζεται σήμερα στους νέους μας, που επικοινωνούν πολύ ευκολότερα μεταξύ τους από όσο οι μεγαλύτερες γενιές. Βρισκόμαστε στην Αθήνα, πριν από κάμποσα χρόνια. Μήνας Ιανουάριος, στην οδό των Φιλελλήνων, στο δρόμο ακριβώς που αναφέρεται και το ομώνυμο κείμενο του Ανδρέα Εμπειρίκου σε άλλη εποχή και άλλο χρόνο. Είναι νύχτα, πέφτει ψιλό χιονόνερο, το κρύο διαπεραστικό, ο κόσμος λιγοστός, βιαστικός κι αδιάφορος για όσα γίνονται γύρω του. ΄Όλα τόσο διαφορετικά από όσα μας περιγράφει ο Εμπειρίκος στο προαναφερθέν αριστούργημά του.
Εκείνη τη νύχτα, λοιπόν, διάλεξε να βγει το άγνωστό μου κορίτσι στους δρόμους της Αθήνας. Ποτέ δεν έμαθα τ’ όνομά της. Δεν νομίζω όμως ότι χρειάζεται κιόλας. Γιατί τι σημασία θα είχε ένα συγκεκριμένο όνομα στην ολοκλήρωση μιας τέτοιας αφήγησης; Η έλλειψη εξάλλου του ονόματος μπορεί να αναγκάσει τον αναγνώστη να γενικεύσει το γεγονός και να βρει έτσι νοήματα κρυφά που η ίδια η ιστορία από φυσικού της είναι αδύνατο να εμπεριέχει κι ούτε ο συγγραφέας της επιθυμεί να περιέχει.
Η εκλογή της συγκεκριμένης νύχτας για έξοδο από την κοπέλα δεν ήταν τυχαία. Την επομένη θα έφευγε για πάντα από την Ελλάδα, έτσι το είχε αποφασίσει, για κάποια χώρα της Βόρειας Ευρώπης, δεν θυμάμαι ποια πλέον, και δεν θα ξαναγύριζε ποτέ πίσω, προφανώς γιατί έτσι θα επέβαλλαν οι βιοτικές της ανάγκες ή κάποιες πιθανές απογοητεύσεις. Δεν είχε τίποτα να την κρατάει εδώ και τώρα ήταν πολύ αργά για να βρεθεί κάτι τόσο ισχυρό ώστε να αλλάξει τις αποφάσεις της. Βγήκε, λοιπόν, για τελευταία φορά να διασκεδάσει στη χειμωνιάτικη Αθήνα, να την δει ακόμα μια φορά, να πάρει μαζί της ό,τι μπορεί περισσότερο απ’ αυτήν, γιατί, κακά τα ψέματα, την αγαπούσε πολύ κι ας την εγκατέλειπε.
Τη στιγμή, που μας ενδιαφέρει, βρίσκεται ολομόναχη στην οδό των Φιλελλήνων, γράφοντας με το κορμί της τεράστια οχτάρια στον παγωμένο δρόμο. Τα είχε πιει για τα καλά με την επίσκεψή της σε τέσσερα μικρά μπαρ της περιοχής, φτιαγμένα ειδικά για μοναχικούς ανθρώπους και άμαθη, καθώς ήταν, από ποτό, βρέθηκε σε λίγο ζαλισμένη στο δρόμο, βυθισμένη όμως ταυτόχρονα μέσα σ’ ένα σύννεφο γλυκειάς χαύνωσης.
Εκεί την συνάντησε το αγόρι, φίλος καλός από τα χρόνια του στρατού, φτασμένος και διάσημος ζωγράφος σήμερα από τον οποίο πληροφορήθηκα τα όσα αφηγούμαι σήμερα. ΄Εκανε, λοιπόν, κι αυτός τα δικά του οχτάρια στο δρόμο, είχε την ίδια ψυχική διάθεση κι εκείνος, έφευγε για την αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση απ’ την κοπέλα, μια κοντινή μας χώρα της Νότιας Ευρώπης, για να συνεχίσει τις σπουδές του στη ζωγραφική.
Εκεί συναντήθηκαν, έξω από την Ρωσική εκκλησία, κοιτάχτηκαν, δεν γνωρίζονταν, αυτό δεν τους εμπόδισε σε τίποτα όμως να περάσουν μαζί ολόκληρη τη νύχτα και ν’ αποχωριστούν την επομένη απλά, έτσι όπως απλά γνωρίστηκαν και να τραβήξει ο καθένας στον προορισμό του, κουβαλώντας, ενδεχομένως μια γλυκειά ανάμνηση μαζί του.
Δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ, κανείς τους δεν έμαθε ποτέ τι απόγινε ο άλλος, δεν σκέφτηκαν ούτε τ’ όνομά τους να ρωτήσουν, η νύχτα εκείνη η παγερή τους άσκησε μια τέτοια μαγεία που ξέχασαν ακόμα και τα πιο απλά, όπως το όνομα ενός ανθρώπου με τον οποίο πέρασαν τόσες ώρες μαζί.
Δεν ξέρω, τελικά, για το κορίτσι, για το αγόρι, όμως, που επέστρεψε αργότερα στην πατρίδα του, ζωγράφος σήμερα από όλους αναγνωρισμένος, τα πράγματα δεν φάνηκαν να είναι τόσο απλά. «Δεν ξέρω τι μου συνέβη», μου είπε μια μέρα που είμαστε οι δυο μας σε μια παραλία της Αθήνας, «την σκέπτομαι συνέχεια, την έχω πάντα στην καρδιά μου, η εικόνα της δεν λέει να σβηστεί απ’ το μυαλό μου. Δεν ξέρω τι μπορώ να κάνω πια, νομίζω ότι την αγάπησα πολύ».
΄Ισως γι’ αυτό γράφω κι εγώ σήμερα αυτή την ιστορία για να τον βοηθήσω. Πού ξέρεις! Μπορεί να πέσει στα χέρια της και να την διαβάσει, μπορεί να βρίσκεται κι αυτή εδώ απογοητευμένη από το κρύο του Βορρά και να αισθάνεται τα ίδια! Ευχής έργο θα ήταν και την παρακαλώ θερμά γι’ αυτό, να επικοινωνήσει μαζί μου.
Πού ξέρεις! Μπορεί ο φίλος μου να έβρισκε και πάλι τον εαυτό του μαζί με τη γυναίκα. ΄Αλλωστε, η ζωή δεν είναι μόνο ζωγραφική, ακόμα και για τον πιο μονόχνοτο ζωγράφο, κι οι αναμνήσεις ή ζωντανεύουν ή σε πεθαίνουν και ο άνθρωπος κάποιες φορές ξαναγεννιέται απ’ την αρχή ελεύθερος και ωραίος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου