Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

Απρόβλεπτη συνεύρεση


 

Του Ανδρέα Φουσκαρίνη

 

   Οι περιγραφές του  παιδικού του φίλου, του Γαβρίλη, του είχαν κεντρίσει το ενδιαφέρον. Του είχαν διεγείρει, θα έλεγα χωρίς καμία επιφύλαξη, τα εγκεφαλικά του κύτταρα στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Ήταν έτοιμος να υποκύψει αμέσως στην πιο δελεαστική, ερωτική πρόταση που θα του έκανε.

   - Δεν μπορείς να φανταστείς τι έζησα μ’ αυτό το κορίτσι! Του είπε στο τέλος κι έτρεμε σύγκορμος από αγαλλίαση στη θύμηση των στιγμών που πέρασε μαζί της. ΄Ηταν καταπληκτική! Σου κάνει τα πάντα, συνέχισε με το ίδιο πάθος, ό,τι της ζητήσεις κι όποτε της το ζητήσεις. Δεν έχει κανέναν απολύτως ενδοιασμό. Φτάνει το τίμημα να είναι ικανοποιητικό.

   Σταμάτησε για λίγο να μιλάει, για να αναπολήσει, ίσως, μερικές από τις στιγμές εκείνες τις γεμάτες από απόλαυση και ηδονή και συνέχισε αμέσως μετά.

   _ Μου τη σύστησε ένας φίλος, όταν έμαθε ότι θα διανυχτέρευα στην Πάτρα. «Θα σου μείνει αξέχαστη η εμπειρία», μου είπε. Και δεν είχε άδικο, βέβαια! Σκέφτομαι μάλιστα να κάνω μία στάση αύριο κιόλας που θα ταξιδεύω για την Αθήνα.

   Ο Πέτρος τον κοίταγε με θαυμασμό και ζήλεια και περίμενε  με αδημονία τη συνέχεια. Είχαν χρόνια να ιδωθούν, οι δρόμοι τους είχαν χωρίσει από τότε που αποφοίτησαν από το Λύκειο της πόλης τους, ο ένας έζησε για χρόνια στο εξωτερικό, στη Γενεύη κι είχε γυρίσει τον τελευταίο καιρό στην πατρίδα, ως στέλεχος μιας πολυεθνικής που άνοιξε παράρτημα στην Ελλάδα και ζούσε από τότε στην Αθήνα κι ο άλλος παρέμεινε όλο τον καιρό στη γενέτειρα πόλη, όπου είχε δημιουργήσει οικογένεια και περιουσία αξιοσέβαστη.

   - Λοιπόν; Δεν θα μου πεις τίποτ’ άλλο; Ρώτησε τον φίλο του.

   - Τι άλλο θες να μάθεις; Τον ρώτησε εκείνος. Σου είπα ότι κάνει τα πάντα, ό,τι της ζητήσεις. Τι άλλο θέλεις; Και μετά από μια μικρή διακοπή, είναι μόλις είκοσι χρόνων, φοιτήτρια της αρχιτεκτονικής, μορφωμένη γυναίκα, που ξέρει να κάνει σχέδια, του είπε.

   Την τελευταία φράση την τόνισε κάπως ιδιαίτερα, σαν να ήθελε να της δώσει κάποιο ξεχωριστό νόημα.

   «Στην ηλικία της κόρης μου», σκέφτηκε στη στιγμή ο Πέτρος, «και μάλιστα φοιτήτρια κι αυτή της αρχιτεκτονικής. Θα γνωρίζονται ίσως». Απόδιωξε αμέσως τη σκέψη από το μυαλό του, γιατί του ήταν ιδιαίτερα ενοχλητική.

   - Θα σου δώσω το τηλέφωνο, συνέχισε απτόητος ο άλλος που δεν είχε καταλάβει τίποτα από τις σκέψεις που διαπερνούσαν το μυαλό του παλιού του φίλου και συμμαθητή, με το οποίο θα έρθεις ο ίδιος σε επαφή για να κανονίσεις τα πάντα σύμφωνα με τις επιθυμίες σου.

   ΄Ετσι κι έγινε και χωρίστηκαν, με την υπόσχεση να τον γνωρίσει με την οικογένειά του, τη γυναίκα του και τη μοναχοκόρη του, την επόμενη φορά που θα συναντιόνταν.

 

************

   Μετά από λίγες ημέρες τηλεφώνησε, όλος χαρά, στον αριθμό που του είχε δώσει ο Γαβρίλης. Του αποκρίθηκε μια αντρική φωνή, όλο ευγένεια και νάζι. Κανόνισαν μαζί τα πάντα, όλες τις λεπτομέρειες, όπως τις ζήτησε ο Πέτρος.

   - Θέλω να με περιμένει γυμνή, ολόγυμνη, του είπε, στο κρεβάτι, με μία μάσκα στο πρόσωπο κι εγώ να μπω, μασκοφορεμένος επίσης, από τη μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου και να γδυθώ, χωρίς να χρειαστεί να χτυπάω κουδούνια και τέτοια. Τα υπόλοιπα θα τα συζητήσω με την ίδια.

   Βρέθηκαν σύμφωνοι σε όλα, για το ποσόν της αμοιβής, τον τρόπο της πληρωμής, τη μέρα και την ώρα και φυσικά το ξενοδοχείο και τον αριθμό του δωματίου.

   - Δωμάτιο 302, του είπε η άγνωστη φωνή, μην το ξεχάσετε κι έκλεισε αμέσως το τηλέφωνο.

 

**********

   Τις επόμενες ημέρες, μέχρι να έρθει η στιγμή που είχε κανονίσει, ζούσε, όπως μέσα σ’ ένα όνειρο. Στην πραγματικότητα ζούσε μόνο για την ημέρα, την ώρα και τη στιγμή για την οποία άκουσε τόσα από τον παλιό του φίλο. Όλα τα υπόλοιπα του ήταν αδιάφορα, ακόμη και η δουλειά του.

   Πλύθηκε, ξυρίστηκε, αρωματίστηκε, στολίστηκε και ξεκίνησε για τη μεγάλη στιγμή. ΄Εφτασε στο ξενοδοχείο, μπήκε στο ασανσέρ και ανέβηκε στον τρίτο όροφο. Βγήκε σ’ ένα μακρύ διάδρομο. Δεξιά και αριστερά τα δωμάτια κλειστά. Στο τέλος του διαδρόμου μόνο, από τη δεξιά πλευρά, υπήρχε ένα που η πόρτα του ήταν μισάνοιχτη. «Αυτό θα είναι», σκέφτηκε και κατευθύνθηκε προς τα εκεί. ΄Ηταν όντως το 302, ο προορισμός του.

   Σταμάτησε, να πάρει μια ανάσα. Η καρδιά του πετάριζε, όπως τότε που μικρό παιδί διάβηκε για πρώτη φορά στη ζωή του την πόρτα του πορνείου της γειτονιάς του. «Χριστός και Παναγία!», μονολόγησε, «Τι έπαθα στα καλά καθούμενα»;

   ΄Εσπρωξε μαλακά την πόρτα για να τον χωρέσει, ήταν περισσότερο από όσο έπρεπε χοντρός, και φόρεσε αμέσως τη μάσκα του. Μια μαύρη μάσκα Ζορό. Πέταξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε τα ρούχα του και κοίταξε με λαχτάρα το μεγάλο κρεβάτι. Μια νεαρή γυναίκα ήταν ξαπλωμένη εκεί, γυμνή, όπως τη γέννησε η μάνα της με το αιδοίο όμως ξυρισμένο σε σχήμα καρδιάς. «Θα είναι η καινούργια μόδα», σκέφτηκε, «η προσφορά του καταστήματος», και όρμησε αμέσως κατά πάνω της, «ευκαιρία να μπω και στην καρδιά της».

   ΄Εχυσε προτού προλάβει να μπει καλά-καλά μέσα της. Φοβήθηκε μήπως την απογοήτευσε.

   - Θα το κάνουμε και πάλι, της είπε τρυφερά για να την καθησυχάσει.

   Μετά από λίγο την ξαναπήρε. Με μεγαλύτερη ηρεμία τώρα και με συγκρατημένο, ελεγχόμενο  πάθος. ΄Ενιωσε καλύτερα από όσο την πρώτη φορά.

   - Τι απόλαυση, Θεέ μου, συλλογίστηκε, ενώ η ηδονή που του προξενούσε η αντίσταση που συναντούσε το πέος του, καθώς παλινδρομούσε, στον κόλπο της γυναίκας κόντευαν να τον τρελάνουν. «Σχεδόν παρθένα», συλλογίστηκε αλλά δεν μίλησε για να μην χαλάσει την ατμόσφαιρα που νόμιζε ότι είχε δημιουργηθεί.

   Δεν θυμόταν να είχε νιώσει άλλη φορά στο παρελθόν τέτοια ηδονή. Σε αυτό είχε συντελέσει βέβαια και η προσπάθεια της γυναίκας που κατόρθωσε να ανταποκριθεί αμέσως χωρίς να χρειαστεί να προσποιηθεί πάλι οργασμό, όπως την πρώτη φορά. ΄Εχυσαν ταυτόχρονα και οι δύο.

   - Και τώρα, κάτω οι μάσκες, φώναξε ο άντρας έτσι, όπως θα φώναζε ο κατακτητής ενός απόρθητου κάστρου την ώρα της παράδοσής του, κατάκοπος και εξαντλημένος από τη συνεχόμενη προσπάθεια.

   ΄Εβγαλαν και οι δυο τις μάσκες. Σχεδόν την ίδια στιγμή. Ευχαριστημένοι ο ένας από τον άλλο. Και τότε πάγωσαν και οι δυο, βλέποντας ο ένας τη μονάκριβη κόρη του και η άλλη τον πολυαγαπημένο της πατέρα σε ολόκληρο το γυμνό τους μεγαλείο.

   - Ηρώ!

   - Μπαμπά!

   Δεν είπαν τίποτ’ άλλο. Τι να πουν άλλωστε; Ντύθηκαν στα γρήγορα και με το κεφάλι σκυφτό κατευθύνθηκαν στην έξοδο του ξενοδοχείου και στο οικογενειακό αυτοκίνητο για να πάνε, αμίλητοι, περίλυποι και δυστυχισμένοι, στο σπίτι τους. Απελπισμένοι έως θανάτου.

   Κάποια στιγμή γύρισε ο πατέρας της, καθώς το βαρύ αυτοκίνητο κατάπινε ξεκούραστα τα χιλιόμετρα, και την κοίταξε στα μάτια.

  - Από πότε τόχεις ξυρισμένο το μουνί σου, τη ρώτησε, χωρίς να ξέρει και ο ίδιος γιατί, η μάνα σου το ξέρει; Δεν μου είπε τίποτα ποτέ!

 

 

 

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2009

Ο καπνός

Του Ανδρέα Φουσκαρίνη



΄Έξι Αυγούστου 1945. Η μέρα που γεννήθηκα σημαδεύτηκε από ένα εξαιρετικό γεγονός που επέδρασε τα μέγιστα στην παγκόσμια πολιτική σκηνή και ιστορία: στην άλλη άκρη της Ασίας και συγκεκριμένα στην Ιαπωνία φύτρωσε ένα τεράστιο μανιτάρι καπνού που σε κλάσματα δευτερολέπτου μεγάλωσε τόσο που η οσμή του γέμισε ολόκληρη τη Γη με ένα μόνιμο και ορατό ανά πάσα στιγμή φόβο. Το φόβο ενός μελλοντικού παγκόσμιου πολέμου που θα σάρωνε τα πάντα στο πέρασμά του. Τη στιγμή ακριβώς αυτή μου έκοβε τον ομφάλιο λώρο και τον έδενε με προσοχή χαρακτηριστική στην κοιλιακή μου χώρα η πραχτική μαμή που ξεγέννησε με επιτυχία την πρόωρα γερασμένη από τις κακουχίες και τις συχνές επισκέψεις του Χάρου μάνα μου.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι επιστημονικά δεν είναι απόλυτα βεβαιωμένο ότι την πρώτη κιόλας μέρα της ζωής μου ένιωσα κι εγώ πραγματικά τη μυρωδιά ή τη γεύση του καπνού με τις ατελείς αισθήσεις μου. ΄Όμως είναι γεγονός ότι η μυρωδιά αυτή με ακολούθησε κατά πόδας σε ολόκληρη τη μετέπειτα ζωή μου σαν αναπόσπαστο από αυτή στοιχείο της κι απ’ όσα βλέπω και σήμερα είμαι βέβαιος ότι δεν πρόκειται να με εγκαταλείψει ποτέ τουλάχιστον ως τον θάνατό μου. Και θα σας πω το γιατί για να μη νομίσει κανείς ότι υπερβάλλω για λογοτεχνικούς λόγους.
Τρία χρόνια λοιπόν μετά τη γέννησή μου ένιωσα και πάλι όχι μόνο την οσμή ή τη γεύση του καπνού αλλά και την αφή και την όψη του κι αυτό αποτέλεσε μια μοναδική εμπειρία που ζυμώθηκε για πάντα με ολόκληρη την ύπαρξή μου. ΄Ήταν ένας καπνός, μια μαυρίλα που υψώθηκε ως τον ουρανό και σκέπασε τα πάντα γύρω μου για κάποιο διάστημα και δεν είχε φυσικά καμία σχέση με την υπέροχη τσίκνα που διαχεόταν στην ατμόσφαιρα και γαργαλούσε μαυλιστικά τις μύτες των πιστών στις θυσίες με τις οποίες τιμούσαν τους αρχαίους θεούς ή ακόμη και με τη λεπτή γραμμή που αφήνει πίσω του το κάψιμο του μαλακού κεριού στις μισοσκότεινες και άκρως υποβλητικές χριστιανικές εκκλησίες.
Την ημέρα αυτή τη θυμάμαι πάρα πολύ καλά κι ας ήμουν μόνο τριών χρόνων και με αδιαμόρφωτη ακόμη μνήμη κι ας λένε πολλοί πως τάχα από τις πολλές φορές που άκουσα να διηγούνται τα γεγονότα εντυπώθηκαν τόσο βαθιά μέσα μου που πήραν τη μόνιμη θέση ισχυρότατου βιώματος. Εξάλλου δεν είναι μόνο ο καπνός, υπήρξαν κι άλλα πράγματα που θυμάμαι, κάτι άγριες μορφές αδίστακτων δολοφόνων, ξερακιανές και ρουφηγμένες από την ταλαιπωρία και το μίσος που ζωγραφιζόταν στα πρόσωπά τους, που έφερναν, παρόλο που τους χώριζαν τόσα, στα πρόσωπα των αγίων που βλέπουμε ζωγραφισμένα στους τοίχους των εκκλησιών με την αυστηρή και αλύγιστη έκφραση που η Παλαιολόγεια αναγέννηση του 14ου και του 15ου αιώνα δεν μπόρεσε ή δεν πρόλαβε να απαλύνει γιατί άλλοι αγριότεροι λαοί επικράτησαν στη Βαλκανική χερσόνησο, θυμάμαι ακόμη τις φωνές τους λοιπόν, ό,τι κι αν μου πείτε, άγριες και αυταρχικές, που σκορπούσαν από μόνες τους τον τρόμο, που δεν επιδέχονταν αντίρρηση ή παράκληση, αυτά τους εξαγρίωναν περισσότερο και μάλιστα αναρωτιόμουνα τότε πώς μπορούσαν να το κάνουν αυτό, πού βρισκόταν τόση δύναμη και τέτοια αγριάδα σε τόσο αδύναμα κορμιά, από πού αντλούσαν τέλος πάντων τέτοια υπεροχή, θυμάμαι, λες και ήταν χθες, τις απειλές και τις φοβέρες που εξαπέλυαν κατά του πατέρα μου που εκείνη την ημέρα, ευτυχώς γι’ αυτόν αλλά και για την οικογένειά μου, έλειπε στο μικρό του χωράφι όπου έσπερνε λίγο στάρι για το λιγοστό ψωμάκι της χρονιάς τη στιγμή ακριβώς που το σπίτι μας, παλιό αλλά γερό φτάνει να είχε τη φροντίδα μας, το σπίτι μας καιγόταν σαν λαμπάδα κι εγώ, ανήμπορος και αδαής, είχα ζαρώσει μόνος μου σε μια γωνιά, με τα μάτια διάπλατα ανοιγμένα από τον φόβο και κόκκινα από την πύρα της φωτιάς, με το τσούξιμο από τη δράση του καπνού να μη μ’ αφήνει να ησυχάσω, με το βουβό μου κλάμα να μου κατατρώει τα σωθικά και τέλος θυμάμαι ακόμη το φοβερό τριζοβόλημα των ξύλων, τον εκκωφαντικό θόρυβο των τζατουμάδων που σωριάζονταν καταγής και τις απεγνωσμένες, τις γεμάτες απελπισία κραυγές της μάνας μου και ύστερα, όταν όλοι είχαν φύγει και τα πάντα είχαν ηρεμήσει όπως μετά από καταιγίδα, την ηρωική της εγκαρτέρηση και το σιγανό, διακριτικό και γεμάτο αξιοπρέπεια κλάμα της.
Αυτό που είχε ιδιαίτερη σημασία για μένα και εξακολουθεί να είναι κυρίαρχο στη σκέψη μου ακόμη και σήμερα, σαράντα χρόνια μετά, είναι το γεγονός ότι δεν ξεστόμισε ούτε ένα κακό λόγο για τους εμπρηστές κι ας είχε όλα τα δίκαια δικά της για να το κάνει, τη στιγμή που εγώ μάλιστα τους έβριζα και τους απειλούσα εκ του ασφαλούς όταν είχαν φύγει πλέον μακριά παριστάνοντας το παλικάρι, ούτε μια φορά δεν καταράστηκε κανέναν τους, όπως οι αγράμματες γυναίκες της τάξης της κι ούτε πάλι είπε έστω και μια άσχημη κουβέντα για τον πρώτο μου ξάδελφο, τον Τέλη, που είχε φύγει αντάρτης στα βουνά εντελώς ξαφνικά και χωρίς να ρωτήσει κανέναν μεγαλύτερό του και που στο μεταξύ είχε αναδειχθεί σε ηγέτη πρώτου μεγέθους σχεδόν και γι’ αυτό, ίσως, για να τον εκδικηθούν δηλαδή έκαψαν το σπίτι μας κατά πάγια τακτική και συνήθεια της εποχής μαζί με το σπίτι του πρόωρα γερασμένου πατέρα του που μέτραγε μέρες πια απ’ τη ζωή του που σε λίγες μέρες θα την έχανε, όταν θα του μιλούσαν χωρίς υπεκφυγές για το θάνατο του γιου του στα βουνά των Καλαβρύτων.
Αντίθετα, και εδώ βρίσκεται ακριβώς το πραγματικό της μεγαλείο , υπόμεινε τα πάντα με θάρρος και εγκαρτέρηση που κατέπληξαν τους φοβισμένους συγχωριανούς της και, όταν ο πατέρας μου γύρισε από το χωράφι στο τέλος αυτής της ημέρας και είδε με τα ίδια του τα μάτια τα έρμα αποκαΐδια του σπιτιού του και άρχιζε να βυθίζεται σιγά σιγά στη μαύρη απελπισία που κάποτε τον οδήγησε στο θάνατο, ήταν εκείνη που προσπάθησε να του δώσει αμέσως θάρρος και κουράγιο και δύναμη για να ξεπεράσει με επιτυχία την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί λέγοντάς του την κοινότοπη αλλά σοφή κουβέντα ότι δεν κάνουν τα σπίτια τους ανθρώπους αλλά οι άνθρωποι τα σπίτια και γι’ αυτό θα πρέπει να σταθεί όρθιος γιατί έχει μεγάλη οικογένεια και παιδιά που πρέπει να ζήσουν ό,τι κι αν συμβεί στο μέλλον. Στο τέλος, ύστερα από πολλές προσπάθειες, κατάφερε να τον παρηγορήσει, να μαλακώσει λίγο τον πόνο του και να του ελαφρώσει κάπως την καρδιά ενώ μέσα της, είμαι απολύτως βέβαιος γι’ αυτό γιατί σιγά σιγά μεγαλώνοντας την έμαθα καλά, σπάραζε η ίδια από το δικό της πόνο, την απόγνωση και την αγωνία που τη βασάνιζε καθημερινά και της έτρωγε τα σωθικά για το άγνωστο που μας περίμενε.
Ομολογώ ( και δεν το κρύβω καθόλου βέβαια ) ότι από τότε και μέχρι σήμερα που δεν ζει πια τη θαύμαζα και εξακολουθώ να την θαυμάζω όσο κανέναν άλλο από τους ανθρώπους που γνώρισα ως τώρα στη ζωή μου και θα εξακολουθήσω να την θαυμάζω στον αιώνα τον άπαντα για την υπέροχη εκείνη δύναμη που έκρυβε μέσα της ώστε να μπορεί να αποκρύπτει από όλους με αληθοφάνεια πειστική κάθε δυσάρεστη ή σκληρή σκέψη, εικόνα ή πράξη ώστε να μην απογοητευόμαστε από τις δυσκολίες που συναντούσαμε καθημερινά τη σκληρή αυτή εποχή μετά τον εμφύλιο πόλεμο και τους αλληλοσκοτωμούς και να συνεχίσουμε να ζούμε υποφερτά τα χρόνια που ακολούθησαν. Ακόμα και την ύστατη ώρα, όταν ο θάνατος που ερχόταν ακάθεκτος της πάγωνε σιγά σιγά τα μέλη, μας χαμογελούσε γλυκά, με μεγάλη βέβαια προσπάθεια, είναι γεγονός αναμφισβήτητο, όμως μας χαμογελούσε μέχρι την τελευταία της στιγμή για να μας ενισχύσει ψυχικά, να μας δώσει κουράγιο ενώ εκείνη το είχε μεγαλύτερη ανάγκη. Και τελικά έφυγε με περηφάνια αφήνοντάς μας ως ιερή παρακαταθήκη το ελπιδοφόρο της χαμόγελο και μάλιστα την ώρα του πόνου και του σπαραγμού όταν σκεπτόταν πως δεν μπόρεσε να δει, έστω και για τελευταία φορά στη ζωή της τα τρία παιδιά της και τα πολυάριθμα εγγόνια της που έλειπαν χρόνια στην ξενιτιά και που κανένα τους δεν κατάφερε ποτέ να επιστρέψει στην πατρίδα παρά τον διακαή τους πόθο για το νόστο που τους έτρωγε την ψυχή καθημερινά και δεν τους άφηνε ποτέ να ηρεμήσουν
κι έμειναν τελικά στην ξένη Γη για πάντα, ταλαίπωροι και δυστυχείς σε ολόκληρη τη ζωή τους.
Το σκηνικό της φωτιάς και του καπνού δεν είχε τελειώσει όμως εντελώς για μένα, επρόκειτο να στηθεί για μια ακόμα φορά, και ελπίζω να είναι η τελευταία γιατί απόκαμα πια και δεν αντέχω άλλο, επρόκειτο να στηθεί λοιπόν στο μαγαζάκι που με χίλιες στερήσεις και σκληρούς αγώνες και αγωνίες είχε κατορθώσει να φτιάξει ο πατέρας μου. Η μάνα μου δεν ζούσε όταν συνέβη το γεγονός! Πήρε φωτιά, όχι από μόνο του βέβαια, ήταν ολοφάνερο ότι επρόκειτο για εμπρησμό, η αστυνομία είπαν κάποιοι για χάρη του τουρισμού, ποιος ξέρει, έβαλαν κάποιον να το κάνει. Δεν αποκαλύφτηκε βέβαια ποτέ η αλήθεια όμως όλοι έλεγαν το όνομα ενός μακρινού συγγενή μας που μεθυσμένος κάποτε πνίγηκε σε μια κουταλιά νερό στο δρόμο, όπως έπεσε μπρούμυτα στη λακκούβα που είχε σχηματίσει η βροχή κι αδύναμος από το μεθύσι δεν μπόρεσε να αντιδράσει πάει. Τον τιμώρησε η Θεία Δίκη, είπε μια θεία μου, αδελφή του πατέρα μου, το μαγαζί όμως έγινε στάχτη και μαζί του έγινε παρανάλωμα του πυρός και ο πατέρας μου στην απελπισμένη του προσπάθειά να περισώσει κάποια πολύτιμα γι’ αυτόν έγγραφα και ό,τι άλλο του χρειαζόταν που κάηκαν κι αυτά μαζί του.
Θα μου πείτε πώς έγινε και τα θυμήθηκα όλα αυτά σήμερα. Μήπως ξέρω κι εγώ για να σας το πω με βεβαιότητα; Φαίνεται ότι η διαρκής παρουσία του καπνού στη ζωή μου μου άφησε ζωντανές όλες αυτές τις μνήμες μέσα μου, η μυρωδιά που αφήνουν πίσω τους τα αποκαΐδια μιας ολόκληρης ζωής, όταν σκορπίζουν με το πρώτο φύσημα του αέρα και κατακλύζουν την ατμόσφαιρα και την κάνουν δύσοσμη και αποπνικτική, ανυπόφορη για σένα και για τους άλλους, και δεν σου επιτρέπει να ξεχάσεις τίποτα και ποτέ.
Τα αποκαΐδια μιας ζωής λοιπόν διαλυμένης, σκορπισμένης στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, μιας ζωής που τώρα βαδίζει προς το τέλος της, ευτυχώς, θεληματικά και αβίαστα και αγγίζει για τελευταία ίσως φορά τα σύννεφα του καπνού που την σκεπάζουν ολοκληρωτικά, που τώρα νιώθει το κενό που την περιτριγυρίζει και θέλει να αποχωρήσει, και που είναι ταυτόχρονα τα πραγματικά αποκαΐδια της εποχής και του κόσμου μας!
Τούτη τη γεύση του καπνού την έβρισκα πάντα μπροστά μου, ό,τι κι αν έκανα στη ζωή μου, σε κάθε μου βήμα να μου φράζει το δρόμο, όπως τον έφραζε την ίδια στιγμή και σε χιλιάδες άλλους ανθρώπους της γενιάς μου που σέρναμε τα βήματά μας κάτω από το αυστηρό βλέμμα του ίδιου παγωμένου ήλιου, της ίδιας σκοτεινής σελήνης. Βέβαια για ό,τι μου συνέβη ή πρόκειται να μου συμβεί για όσο θα ζω ακόμη έχω ακέραια την ευθύνη και κτήμα μου εσαεί τη γεύση του καπνού στα χείλη, αρχή και τέλος μιας ζωής που δεν έζησα κατά πως θα ήθελα.

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2009

Ποιος ήταν ο φονιάς του δοσίλογου;

Του Ανδρέα Φουσκαρίνη

- Δεν σου έχω πει χιλιάδες φορές μέχρι τώρα να μη μιλάς μπροστά σε άλλους για τέτοια πράγματα, άρχισε πάλι η γιαγιά να μαλώνει τον πατέρα μου, ορίστε τώρα, συνέχισε το ίδιο επιτιμητικά, τα είπες χύμα και σταράτα μπροστά σ’ αυτό το τέρας κι όπου νάναι θάρθουν οι χωροφύλακες να σε συλλάβουν. Αχ, άμυαλα νιάτα! Αναστέναξε.
- Σιώπα, ρε μάνα, προσπάθησε να δικαιολογηθεί ο πατέρας μου, γιατί να με πιάσουν οι χωροφύλακες; Τι έκανα; Τη γνώμη μου είπα μονάχα, πως δεν μπορεί να έχουμε επανάσταση χωρίς την ανατρεπτική και κοχλάζουσα παρουσία του εξεγερμένου λαού κι ό,τι άλλο αποκαλούν μ’ αυτή τη λέξη δεν είναι επανάσταση αλλά πραξικόπημα των στρατιωτικών.
- Τι λες μωρέ βλάκα, ούρλιαξε η γιαγιά που νόμιζε πάντα πως το παιδί της εξακολουθούσε να είναι μικρό και γι’ αυτό έπρεπε να το νταντεύει ακόμα σ’ αυτή την ηλικία, δεν είπες απολύτως τίποτα! Τρομάρα σου!
Ο τόνος της φωνής της έγινε ελαφρά ειρωνικός. Και μετά από μια μικρή σιωπή:
- Πραξικόπημα, ξεπραξικόπημα, συνέχισε ακάθεκτη, εγώ δεν ξέρω τι θέλεις να πεις ακριβώς αλλά τούτο το τομάρι το ξέρω καλά, σε λίγο θα το δεις κι ο ίδιος που θάρθουν οι χωροφύλακες να σε συλλάβουν. Οι άνθρωποι αυτού του είδους έχουν γεννηθεί για να κάνουν μόνο το κακό. Δεν ξέρουν τίποτ’ άλλο, συνέχισε το λόγο της η γιαγιά, εσύ ήσουνα μικρός ακόμη, δεν θυμάσαι, αν ζούσε ο μακαρίτης ο αδελφός σου θα σου έλεγε σήμερα σημεία και τέρατα για τον άνθρωπο αυτό, τόσα είχε κάνει τότε στα χρόνια της Κατοχής. Το ίδιο κι οικογένειά του. Αλλά ποιος ξέρει σε ποιος βουνοκορφές ασπρογαλιάζουν σήμερα τα κόκαλα του λεβέντη μου, μελαγχόλησε η γιαγιά στη θύμηση του μεγαλύτερου γιου της που δεν τον είχε ξεχάσει βέβαια ποτέ. Ούτε μια μέρα δεν πέρασε ποτέ που να μην τον θυμηθεί! Αλλά εσύ, συνέχισε, είσαι πολύ διαφορετικός από τον αδελφό σου, επιπόλαιος και αφελής, στο μόνο που του μοιάζεις είναι ότι και συ δεν κλείνεις το στόμα σου ποτέ όταν πρέπει. Εξάλλου, εσύ έφυγες νωρίς, πήγες στην Αμερική, δεν γνώρισες την κατάσταση εδώ! Ας είναι όμως!
- Τι συμβαίνει ρε μάννα, ρώτησε πάλι ο πατέρας μου, ποιες παλιές ιστορίες θυμήθηκες πάλι και δεν μπορείς να ησυχάσεις;
- Θες να μάθεις, λοιπόν, ρώτησε το γιο της επιτακτικά, κάθισε κάτω ν’ ακούσεις, κοιτάζοντας με νόημα προς το μέρος μας.
- ΄Ασε τα παιδιά ν’ ακούσουν, είπε ο πατέρας μου καταλαβαίνοντας τι ήθελε να του πει η μάννα του, είναι αρκετά μεγάλα για να μάθουν. Και είχε δίκιο βέβαια γιατί εγώ ήμουν ήδη δευτεροετής της Φιλοσοφικής, στο τμήμα της Ιστορίας.
- Καλά, συμφώνησε κι η γιαγιά με τη σειρά της κι άρχισε την αφήγηση της ιστορίας που θ’ ακούσετε και σεις τώρα.

---------
- ΄Ηταν το 1943 στην Αθήνα. Τρομερή χρονιά. Η πείνα που είχε πέσει πάνω στον πληθυσμό είχε πάρει τεράστιες διαστάσεις. Οι άνθρωποι πέθαιναν σαν τα κοτόπουλα μέσα στους δρόμους και τους μάζευαν με τα κάρα οι σκουπιδιάρηδες για να τους θάψουν. Εσείς, ευτυχώς, δε τις ζήσατε αυτές τις στιγμές.
Πολλοί Αθηναίοι πήραν τους δρόμους για τα χωριά για να γλυτώσουν. Το ίδιο κάναμε κι εμείς. ΄Ηρθαμε στο χωριό, τον τόπο της καταγωγής μας, για να ξεφύγουμε από τον άθλιο θάνατο που καραδοκούσε στους δρόμους της Αθήνας για να μας αρπάξει.
Κατεβήκαμε λοιπόν στην Πελοπόννησο, στην Ανδραβίδα, το χωριό της μακαρίτισσας της γιαγιάς σου της Ελπινίκης κι έτσι γλυτώσαμε τα δύσκολα γιατί όλο και κάτι βρίσκαμε για να ζήσουμε στον κήπο και το χωράφι που καλλιεργούσε σχεδόν μοναχή της.
Μαζί με μας ή μάλλον λίγο πριν από εμάς κατέβηκε και μια άλλη γνωστή οικογένεια, για τους ίδιους βέβαια λόγους, πατέρας μάννα κι ένας γιος δυο μέτρα παλικάρι που τον ερωτεύτηκαν αμέσως όλα τα κορίτσια του χωριού. Τόσο όμορφος και δυνατός ήταν, μια ευγενική ψυχή σε λάθος τόπο στη λάθος στιγμή! Τάκη τον έλεγαν και πρόφεραν όλες τα’ όνομά του αναστενάζοντας.
Ο νεαρός, που λέτε, ήταν ένα πολύ ήσυχο παιδί. Τα χρόνια εκείνα τα δύσκολα που άλλοι έπαιρναν τα βουνά και άλλοι πλησίαζαν τους κατακτητές για να επιβιώσουν, ο Τάκης έκατσε στην άκρη του και δεν ανακατεύτηκε σε τίποτα, δεν πήρε ούτε τον ένα ούτε τον άλλο δρόμο, όχι γιατί φοβόταν τους κινδύνους, τις ταλαιπωρίες ή τον θάνατο, όχι, το έλεγε στ’ αλήθεια η καρδιά του, ήταν πραγματικό παλικάρι και το απόδειξε με τις πράξεις του όποτε χρειάστηκε να το κάνει, δεν ανακατεύτηκε λοιπόν παρά για ένα μονάχα λόγο: είχε τον πατέρα του άρρωστο βαριά, ανήμπορο σχεδόν που κόντευε να τον τελειώσει η παλιαρρώστια κι η μάννα του ίσα που έσερνε τα πόδια της και δεν της ήταν εύκολο να φροντίσει την οικογένειά της. ΄Ολα τα είχε αναλάβει ο Τάκης!
Ο λεγάμενος λοιπόν ζούσε την ίδια εποχή κι αυτός στην Ανδραβίδα. Παλικάρι, δεν λέω, πάνω στην ακμή του αλλά άλλης κοψιάς άνθρωπος. Μίζερος, θρασύδειλος και λειψός στο μυαλό, υπηρετούσε με καμάρι τους Ιταλούς κάνοντάς τους το διερμηνέα. ΄Ηξερε τη γλώσσα καλά, η μάννα του άλλωστε η Λουκία ήταν Ιταλίδα και απ’ αυτή είχε μάθει τα Ιταλικά. Στην πραγματικότητα δεν ήταν υπηρέτης αλλά συνεργάτης των Ιταλών, ρουφιάνος του κερατά που κάρφωνε μ’ ευχαρίστηση στους κατά το ήμισυ συμπατριώτες του κάθε τι που υπέπιπτε στην αντίληψή του και ήξερε ότι τους ενδιέφερε ιδιαίτερα.΄Ετσι έκαψε κόσμο και κοσμάκη!
Ο παλιάνθρωπος αυτός που λέτε, που ακόμη και σήμερα δεν θέλω να πω ή ν’ ακούσω τ’ όνομά του, τόσο πολύ τον σιχαίνομαι, είχε βάλει στο μάτι μια όμορφη κοπέλα, να την πιεις στο ποτήρι, τόσο όμορφη ήταν, τη Διαμάντω, ξέρεις, του κυρ-Αργύρη, πρέπει να τον θυμάσαι τον πατέρα της, σε χόρευε στην αγκαλιά του, όταν ήσουνα μικρός και συ του τραβούσες τα μουστάκια και ξεκαρδιζόσουνα στα γέλια, τόσο αστείο σου φαινόταν! Κι εμείς βέβαια γελάγαμε με τη σειρά μας γιατί ήσουνα αστείος πραγματικά.
Ο προδότης την πίεζε φορτικά τη Διαμάντω, χρησιμοποιώντας και τη δύναμη των γνωριμιών του αλλά εκείνη πού να του δώσει σημασία, ήταν ερωτευμένη με τον Τάκη κι όπως μαθεύτηκε αργότερα κι εκείνος την αγαπούσε και την πρόσεχε περισσότερο κι από τον εαυτό του. ΄Ηταν εξάλλου γείτονες και μπορούσαν να μιλάνε χωρίς να τους παρεξηγεί κανείς.
Αυτό το έμαθε κάποια στιγμή ο ρουφιάνος, κανείς δεν ξέρει πώς, και για να τον βγάλει από τη μέση για πάντα είπε ψέματα στους Ιταλούς, πως ο Τάκης δηλαδή ήταν στην αντίσταση και ετοίμαζε κάτι σπουδαίο εναντίον τους με τους ομοϊδεάτες του, τους κομουνιστές και θάπρεπε να κάνουν κάτι για να μη βρεθούν προ απροόπτου. Και στο χωριό, τους είπε, είχε έρθει γι’ αυτό ακριβώς το σκοπό, για να μαζέψει πληροφορίες ώστε την κατάλληλη στιγμή να είναι έτοιμος να τις χρησιμοποιήσει και να τους χτυπήσει. ΄Αλλωστε, τους είπε, γιατί ήρθε εδώ, σ’ αυτό το χωριό που δεν έχει κανέναν συγγενή;
Το τελευταίο επιχείρημα τους φάνηκε πειστικό και χωρίς να καλοεξετάσουν τα πράγματα οι Ιταλοί τον έπιασαν αμέσως και τον εκτέλεσαν μαζί με δυο άλλους πατριώτες που είχαν συλλάβει εκείνη την εποχή σε ενέδρα.
΄Ετσι χάθηκε το παλικάρι, έτσι χάθηκε για λίγο ο κόσμος απ’ τα μάτια μας και το κλάμα δεν έλεγε να σταματήσει για μέρες στο χωριό.
΄Επρεπε να έβλεπες τη λεβεντιά του την ώρα του θανάτου του για να καταλάβεις τι άνθρωπος ήταν! ΄Ανοιξε προκλητικά το πουκάμισό του, γύμνωσε περήφανα το στήθος του και φώναξε με όλη τη δύναμη της ψυχής του και δίχως να φοβηθεί τίποτα και κανέναν: «χτυπάτε, άνανδροι κοκορόφτεροι αντρίκια Ελληνικά κορμιά και συ γελοίε προδότη πού θα κρυφτείς για να γλυτώσεις όταν τελειώσει ο πόλεμος;» Η ομοβροντία τον ξάπλωσε κάτω στο χώμα μαζί με τους δύο άλλους πατριώτες που ήταν μαζί του αλλά ο δολοφόνος, όπως σας είναι πια γνωστό, δεν έπαθε τίποτα μέχρι τώρα γιατί τα πράγματα ήρθαν αλλιώς όταν έφυγαν για πάντα οι κατακτητές.
- Ναι, γιαγιά, τη διέκοψα, μπορεί να ήρθε τώρα η ώρα που προφήτεψε ο Τάκης.
Η γριά με κοίταξε περίεργα, σαν κάτι να περίμενε ν’ ακούσει, εγώ δεν είπα τίποτα όμως κι έτσι συνέχισε σε λίγο την αφήγησή της για τα παιδικά χρόνια του πατέρα μου.
- Η Διαμάντω δεν άντεξε τον πόνο, συνέχισε η γιαγιά, το χτύπημα ήταν βαρύ, πήρε τους δρόμους γυμνή και απροστάτευτη, τρελάθηκε και πέθανε πριν από λίγα χρόνια. Πάει, ησύχασε η καημένη, πήγε να βρει και πάλι το μεγάλο έρωτά της. Ο πατέρας της είχε πάει λίγο πιο πριν από το μεγάλο μαράζι, δε μπορούσε ν’ αντέξει την κατάντια του μονάκριβου παιδιού του.
Αυτές είναι λοιπόν οι παλιές ιστορίες που θυμήθηκα και σ’ ενόχλησαν τόσο, είπε η γιαγιά, έτσι έφυγε ο κυρ-Αργύρης, έτσι έφυγαν τόσοι και τόσοι, έτσι έφυγε κι ο πατέρας του Τάκη και η μάννα του, πώς ν’ αντέξουν τόσο πόνο και τόση δυστυχία κι αυτά βέβαια είναι λίγα από τα πολλά κακά που προκάλεσε ο παλιάνθρωπος αυτός. Πού να σας εξιστορήσω και πόσα άλλα έκανε και κάνει ακόμη, αφού οι όμοιοί του ήταν μέχρι τώρα στην εξουσία και δεν τιμώρησαν ποτέ κανέναν για τα εγκλήματά του. Εγκληματίες είναι όλοι τους.
Αυτή η ιστορία μας έκανε τρομερή εντύπωση και μετανιώσαμε πικρά για όσα είχαμε κάνει της Διαμάντως στο παρελθόν από άγνοια και παιδική κακία, όταν ερχόμαστε στο χωριό για διακοπές. Τώρα καταλαβαίναμε και το νόημα ενός σπαρακτικού τραγουδιού που την ακούγαμε να το τραγουδάει κάποιες νύχτες με φεγγαρόφωτο και την περιγελούσαμε κι έτσι καταλάβαμε γιατί οι συγχωριανοί της την σέβονταν τόσο και μας μάλωναν όταν την πειράζαμε.
- Καλά ρε μάννα, ρώτησε ο πατέρας μου, πώς και δεν τιμωρήθηκε ποτέ ο άνθρωπος αυτός, αφού όλα είναι γνωστά και τίποτα κρυφό;
Η γιαγιά μου γέλασε σαρκαστικά και με μια ελαφριά δόση κακίας, θα έλεγα.
- Ποιος να τον τιμωρήσει παιδάκι μου, είπε, εσύ έλειψες πολλά χρόνια στο εξωτερικό και δεν τα γνώρισες τα πράγματα αυτά. Κοίτα να τα μπαλώσεις τώρα με τη βλακεία που έκανες γιατί δεν σε βλέπω να γλυτώνεις με τίποτα, οι άνθρωποι αυτοί δεν ξεχνούν ποτέ, τόσο μνησίκακοι είναι!
Πραγματικά, μετά από λίγα λεπτά της ώρας χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας κι η μικρή μου αδελφή έτρεξε κι άνοιξε αμέσως την πόρτα χωρίς να προλάβει κανείς να πει τίποτα. Στο άνοιγμά της φάνηκαν οι σκοτεινές σιλουέτες δύο άγνωστων αντρών που ερευνούσαν αδιάκριτα το χώρο. Μαζί τους ήταν κι ένας γνωστός μας χωροφύλακας.
- Είναι ο κύριος Γιώργος εδώ, ρώτησε το γνωστό μας όργανο διστακτικά, ο κύριος διοικητής λέει ότι πρέπει να τον πάμε αμέσως στο τμήμα για υπόθεσή του.
Ο πατέρας μου είχε παγώσει από το φόβο του και κοιτούσε με απόγνωση τη γιαγιά μου σα να ήθελε να πάρει τη γνώμη της για το τι έπρεπε να κάνει.
- Τα βλέπεις, του είπε απτόητη αυτή και με μια μικρή δόση χαιρεκακίας. Στάλεγα, δεν στάλεγα; Πήγαινε τώρα, μη φοβάσαι. Δε μπορείς να κάνεις τίποτα άλλωστε τούτη τη στιγμή. Και σεις, γύρισε απότομα σ’ εμάς λες και είμαστε εμείς υπεύθυνοι για την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί και σαν να έπαιρνε από μόνη της την ηγεσία της οικογένειας από εδώ και πέρα, τσιμουδιά μέχρι να γυρίσει πίσω ο πατέρας σας. Δεν είδατε και δεν ακούσατε τίποτα!
Ο πατέρας φυσικά δεν γύρισε αμέσως στο σπίτι του αλλά ταλαιπωρήθηκε αρκετά, όσο δεν είχε ταλαιπωρηθεί ποτέ μέχρι τότε στη ζωή του. ΄Εμεινε για κάμποσο στη φυλακή, μετά στην εξορία σ’ ένα γνωστό ξερονήσι, κάποτε γύρισε και σ’ εμάς, αγνώριστος από όσα είχε τραβήξει. ΄Ηταν αμίλητος και σκοτεινός, ένας άλλος άνθρωπος.
΄Ένα μήνα μετά τη σύλληψη του πατέρα μου ο λεγάμενος βρέθηκε νεκρός, με το κεφάλι του θρύψαλα από το χτύπημα μιας μεγάλης πέτρας που βρέθηκε στο πλευρό του. Κανείς δεν έμαθε ποτέ ποιος ήταν ο φονιάς παρόλο που η αστυνομία λύσσαξε απ’ το κακό της που δε μπορούσε να τον βρει.
Ακούστηκαν πολλά τότε μα τίποτα με σιγουριά. Κάτι είπαν για τον αδελφό ενός εκτελεσμένου στα χρόνια της Κατοχής που έλλειπε χρόνια στο εξωτερικό και είχε επιστρέψει πρόσφατα στην πατρίδα. Τον κάλεσε κι αυτόν η αστυνομία, όπως και πολλούς άλλους, τον ανέκρινε με επιμονή, δεν βρήκε όμως τίποτα επιλήψιμο στη συμπεριφορά του. ΄Αλλωστε, ήταν σα να έψαχνες ψύλλο στ’ άχυρα, όπως είπε προσφυώς κάποιος, αφού όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του χωριού και πολλοί των γειτονικών είχαν κάποιο λόγο σοβαρό για να τον δολοφονήσουν.
- ΄Οποιος και να τον σκότωσε καλά έκανε, είπε η γιαγιά μόλις το έμαθε, γιατί δεν πρόκειται ο τρισκατάρατος να ταλαιπωρήσει κανέναν άλλο ανθρωπάκο, όπως έκανε πάντα. Εμείς όμως πες μου τι κάνουμε μέχρι να βγει ο πατέρας σου από τη φυλακή.
Ο πατέρας μου δεν βγήκε βέβαια από τη φυλακή αλλά δυο τρία χρόνια ακόμη τράβηξε των παθών του τον τάραχο. Η γιαγιά όμως ήταν μια δυναμική γυναίκα που τα πήρε όλα πάνω της και μας έδινε και σ’ εμάς το κουράγιο που χρειαζόταν για να τα βγάλουμε πέρα με τις δύσκολες καταστάσεις που ακολούθησαν μια και η μάνα μας δε μπορούσε να παίξει αυτό το ρόλο εκείνο τον καιρό έτσι αδύναμη που ήταν. Η υγεία της εξάλλου είχε επιδεινωθεί μετά τη σύλληψη του πατέρα και δεν άντεξε στο τέλος, μετά από λίγο καιρό μας άφησε για πάντα.
Εγώ όμως ήμουν εκεί, ο πιο ψύχραιμος από ολόκληρη την οικογένεια κι ο πιο σκληρός μετά τη γιαγιά. ΄Ισως γιατί ήξερα κάτι που δεν ήξερε κανένας άλλος και δεν θα το μάθει ποτέ κανείς! Ούτε κι η γιαγιά! Στην πραγματικότητα ήμουν ο μόνος που γνώριζε το δολοφόνο του δοσίλογου κι αυτό γιατί με την πέτρα τον χτύπησα εγώ θανάσιμα στο κεφάλι και κανένας άλλος.

Δευτέρα 6 Ιουλίου 2009

29ο συμπόσιο ποίησης

29ο Συμπόσιο Ποίησης

Ξεκίνησε από την Πέμπτη, 2 Ιουλίου το 29ο Συμπόσιο Ποίησης στο Συνεδριακό Κέντρο του Πανεπιστημίου της Πάτρας. Η πρώτη μέρα, όπως είχε προαναγγελθεί, ήταν αφιερωμένη στους Ηλείους ποιητές μετά το 1950.
Η συνεδρίαση άρχισε με εισήγηση του Ανδρέα Φουσκαρίνη για τους Ηλείους ποιητές που δημοσίευσαν έργα τους μετά το 1950. Η εισήγηση ξεκίνησε με το ρητορικό ερώτημα αν νομιμοποιούμαστε να μιλάμε για ποίηση της Ηλείας απολύτως ξεκομμένα από την υπόλοιπη Ελληνική Ποίηση. Η απάντηση ήταν βέβαια αρνητική και μόνο για λόγους έρευνας, μελέτης και μεθοδολογίας μπορούμε να μιλάμε μόνο για την Ηλεία.
Στη συνέχεια ο ομιλητές αναφέρθηκε με λίγα λόγια στο ποιους θεωρούμε Ηλείους ποιητές και σε τι διαφοροποιούνται από τους υπόλοιπους Έλληνες ποιητές. Ακολούθως έγινε μια πλήρης σχεδόν αναφορά σε όλους τους Ηλείους ποιητές με ιδιαίτερο βάρος στον Τάκη Δόξα, το Φώτο Πασχαλινό, στους ποιητές που εμφανίστηκαν στη δεκαετία του 1940 γύρω από το περιοδικό «Οδυσσέας» και τον «Πυργιώτικο Παρνασσό», σ’ εκείνους που χάθηκαν πρόωρα χωρίς να μπορέσουν να ξεδιπλώσουν πλήρως το μεγάλο ταλέντο τους, όπως ο Νίκος Καχτίτσης, ο Δημήτρης Μορτόγιας και ο Κώστας Οικονόμου, στην ξεχωριστή περίπτωση του Χρίστου Λάσκαρη από το Χάβαρι, στον Ηλία Γκρη, το Στάθη Κουτσούνη, το Διονύση Κράγκαρη και την ομάδα των περιοδικών «Διάλογος» και «Εκ Παραδρομής» των Λεχαινών, και σε πολλούς άλλους όπως ο Ιωσήφ Αργυρίου, ο Γιώργος Γώτης, ο Θανάσης Τσίρος, ο Βαγγέλης Αποστολόπουλος, ο Π.Α.Σινόπουλος,κ.λπ.
Ιδιαίτερο βάρος δόθηκε στον Τάκη Σινόπουλο και το Γιώργη Παυλόπουλο που το έργο τους αποτελεί ό,τι πιο σημαντικό δημιουργήθηκε στην Ηλεία στο χώρο της Ποίησης κατά τον 20ο αιώνα.
Στη συνέχεια ο Κώστας Καπέλας και ο Σωκράτης Σκαρτσής διάβασαν ποιήματα του Τάκη Σινόπουλου, του Γιώργη Παυλόπουλου, του Χρίστου Λάσκαρη και του Γιώργου Παναγουλόπουλου ενώ ο Ηλίας Γκρης αναφέρθηκε δια μακρών στο έργο του Σινόπουλου και ο Στάθης Κουτσούνης στο έργο του Παυλόπουλου και του Λάσκαρη.
Στο δεύτερο μέρος της συνεδρίασης διάβασαν ποιήματά τους οι Ηλείοι ποιητές που παρακολουθούσαν τις εργασίες του Συμποσίου, ο Ηλίας Γκρης δηλαδή, ο Τάσος Γαλάτης που κατάγεται από τη Νέα Φιγαλεία, ο Θανάσης Τσίρος από το Νησί της Βάρδας, ο Στάθης Κουτσούνης και ο Ανδρέας Φουσκαρίνης. Τις συνεδριάσεις και τις αναγνώσεις των ποιημάτων παρακολούθησε πλήθος κόσμου. Τις επόμενες ημέρες το Συμπόσιο θα ασχοληθεί με το μοντερνισμό στην Ποίηση και θα διαβάσουν ποιήματά τους πολλοί ακόμη ποιητές από άλλα μέρη της Ελλάδας.

( Ολόκληρο το κείμενο της εισήγησης του Φουσκαρίνη στο: afouskarinis.blogspot.com)

Η Ομήγυρη

Η Ομήγυρις
Του Ανδρέα Φουσκαρίνη


Μακρυμαλλούσα κοπελιά το βυζί σου καρτερώ για να πέσει στο νερό. Τα λόγια αυτά τα έλεγε συχνά ο παιδικός μου φίλος, ο Σταύρος, όταν συναναστρεφόταν συνεχώς και αδιαλείπτως τις τρυφερές κορασίδες με τα δόκανα στα μάτια και το σφάχτη στα νεφρά, προσπαθώντας αυθαδέστατα να τις εντυπωσιάσει. Και πάντοτε, όπως ήταν αναμενόμενο άλλωστε, προκαλούσε τη γενική θυμηδία και το γέλιο των παρευρισκομένων, σε πείσμα του κοινού μας φίλου, του Βασίλη, τεταρτοετούς της Νομικής τότε, ο οποίος, αφού ανάλωσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη λατρεία γλυκυφθόγγων ήχων της ασπαιρούσης από τρυφερότητα και ξιπασιά κιθάρας του, ανέμενε με αγωνία και μετά την τοιαύτη έκφραση του Σταύρου λυγμούς σκληρής απελπισίας.
Η χάρη όμως δεν του γινόταν ποτέ. ΄Έτσι, τις στιγμές αυτές της απόρριψης, μη ανεχόμενος άλλες προσβολές έσκυβε το κεφάλι και βωμολοχούσε με θυμό, όπως ακριβώς ο χαμαιλέων τις στιγμές της σπερμογόνου εκρήξεώς του βρωμίζει τα πάντα ενώ η ομήγυρη, περιχαρακωμένη κι αυτή με τη σειρά της στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα του σκοτεινού δωματίου και ούσα κατ’ αυτόν τον τρόπο χωρίς δυνάμεις ενδελεχούς αντιστάσεως, ξεσπούσε σε κραυγές επιδοκιμασίας και χαιρόταν από καρδιάς τη λαμπρότητα και τη μεγαλαυχία του Σταύρου και των λόγων που εκστόμιζε συχνά.
Αυτές τις στιγμές παραφύλαγε κρυμμένος στη γωνία του δωματίου και έμπαινε στη μέση ο Ντέμος Καντέμος, μακρινός απόγονος του δρυοκολάπτη της νύχτας Θωμά του Ακυινάτη και κουνώντας τελετουργικά τους όρχεις του, δίκην μεγάλου αυνανιστή τη στιγμή της εκτόξευσης του υπερκαλύπτοντος το χώρο σπέρματός του ουρούσε καθέτως και οριζοντίως μέσα σε δύο μεγάλα μπουκάλια κοκακόλας, τα οποία στη συνέχεια και με χέρι που έτρεμε από τη συγκίνηση και το πάθος που τον διακατείχε σ’ αυτές τις περιστάσεις τα έδινε, τα προσέφερε καλύτερα, με μεγάλη ευγένεια ομολογουμένως, στις λυγερές κορασίδες που παρευρίσκονταν πάντα στις συγκεντρώσεις μας για να δροσιστούν από τον πνιγηρό καύσωνα της ημέρας και καμιά φορά της νύχτας και από τις αλλεπάλληλες εκκενώσεις γέλωτος βαρέος και λιγυφθόγγου.
΄Έτσι τελείωνε κάθε φορά η ομήγυρη και το γεγονός, ίδιο και απαράλλακτο, επαναλαμβανόταν σε τακτά διαστήματα έως ότου ο Σταύρος αναχώρησε για τη θαλασσόβρεκτη πατρίδα του και από τότε δεν τον ξαναείδαμε ποτέ. Κι ακόμη και σήμερα παραμένει εκεί, πιστός στην απόφαση που πήρε την ημέρα που εξαφανίστηκε για πάντα.
Είναι γεγονός ότι μετά την αναχώρηση του Σταύρου κανείς δεν σκέφτηκε ποτέ να ξανασυνδέση τη διεσπασμένη συντροφιά παρόλο που η θέση του δεν έμεινε για πολύ κενή γιατί την πήρε ο άρτι αφιχθείς εκ των Αθηναϊκών περιχώρων Τάμης ο μισθοσυντήρητος. Τα πράγματα είχαν αλλάξει πολύ και σιγά σιγά το καταλάβαμε όλοι. Βοήθησε σ’ αυτό και η πτώση της τρισκατάρατης χούντας.
΄Έτσι έκλεισε οριστικά και αμετάκλητα μία πλευρά της εν Λυσιατρείω διαμονής μου και άπειρες φορές αναλογίζομαι, όταν βρίσκομαι μόνος με τον εαυτό μου, πόσο άδοξα έφυγε ο μπαγάσας από τη μέση και μετέβη δια παντός στην ξεχασμένη χώρα των Λωτοφάγων, αφού γλίτωσε πρώτα τη σφαγή των τρομερών Κυκλώπων, ως άλλος Οδυσσέας στη μέση της θάλασσας, κορυβαντιών και ηδονιζόμενος σε αλλόκοτες στιγμές διαυγούς εκλάμψεως.

Τρίτη 30 Ιουνίου 2009

Βιογραφικό Ανδρέα Φουσκαρίνη

Ο Ανδρέας Φουσκαρίνης γεννήθηκε στην Ανδραβίδα τον Σεπτέμβριο του 1948, όπου εξακολουθεί να ζει και να εργάζεται στη μέση εκπαίδευση. Σήμερα είναι διευθυντής του Γενικού Λυκείου Ανδραβίδας. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας ενώ το σχολικό έτος 1985-1986 φοίτησε στη Σχολή Επιμόρφωσης Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης της Πάτρας. Παράλληλα δίδαξε για κάμποσα χρόνια σε Κ.Ε.Κ. του Πύργου και σε θέματα πολιτισμού, Ιστορίας Λαογραφίας και διαχείρισης ανθρώπινων πόρων.
Ασχολείται με την Λογοτεχνία από τα μαθητικά του χρόνια ενώ έχει δημοσιεύσει κείμενά του από την εποχή που ήταν ακόμη φοιτητής σε διάφορα έντυπα του κέντρου και της περιφέρειας.
΄Εχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: «Πρελούντιο», 1980. «Συμπληγάδες Πέτρες και άλλα συναφή», 1982. «Περικαλλείς διηγήσεις Χριστοφόρου του Πατζινακίτου», 1983. Επίσης, την «Ανθολογία Ηλείων Λογοτεχνών», 1981 με την συνεργασία των : Γιώργου Γώτη και Διονύση Κράγκαρη, τη μελέτη : «Η ανολοκλήρωτη κοινωνία του Μεσοπολέμου στο βιβλίο του Δημήτρη Χατζή: Το Τέλος της Μικρής μας Πόλης», 1990 και τον τόμο: «΄Ανθη της Εσπερίας»,1994 που περιλαμβάνει μεταφράσεις ποιημάτων του ΄Ελλιοτ, του Πάουντ, του Πρεβέ, του Απολλιναίρ, της Πλαθ, του Λήβι, του Αρχίλοχου του Πάριου και άλλων.
΄Εχει συνεργαστεί στην έκδοση των περιοδικών εντύπων: «Ανδρέας Καρκαβίτσας» και «Διάλογος» της Μορφωτικής ΄Ενωσης Λεχαινών, «Εκ Παραδρομής» της Πολιτιστικής Εταιρίας «Φράγμα» και «Δροσελή» της Κίνησης των Πολιτών για την Οικολογία και το Περιβάλλον των Λεχαινών.
Κείμενά του βρίσκονται δημοσιευμένα στα περιοδικά: «Διαβάζω», «Ανδρέας Καρκαβίτσας», «Διάλογος», «Εκ Παραδρομής», «Δροσελή», «Αλφειός» Πύργου, «Υδρία» Πατρών, «Ηπειρωτική Εστία» Ιωαννίνων, «Οροπέδιο» καθώς και σε άλλα έντυπα και εφημερίδες του Εσωτερικού και Εξωτερικού. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά.
΄Εχει για έκδοση ακόμη μια συλλογή διηγημάτων και συνάμα μια συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Φρυκτωρίες», καθώς και μια νέα ανέκδοτη ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Νύχτες»» και τα μυθιστορήματα «Τη νύχτα που σκοτώσαν το Μιχάλη» και «Ο ΄Εγκλειστος της Απάμειας». ΄Εχει χρησιμοποιήσει κατά καιρούς διάφορα ψευδώνυμα, μεταξύ των οποίων και τα: «Αρχίλοχος Ναβίδης», «Σεβαστοκράτωρ Σεβαστιανός Δοριάλωτος» και άλλα.
Για χρόνια κρατούσε τη στήλη του χρονογραφήματος στην εφημερίδα «Πρωινή» ενώ παράλληλα δημοσίευε και άλλου είδους κείμενά του στην εν λόγω εφημερίδα. ΄Εχει διατελέσει και διευθυντής πολιτισμού και αθλητισμού στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ηλείας.

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2009

Ημιτελές σχέδιο τηλεοπτικού σεναρίου

Του Ανδρέα Φουσκαρίνη


Αυτή με κόκκινα μαλλιά και πράσινες κάλτσες μπελ επόκ.
Αυτός πάσχων εκ πριαπισμού, ατημέλητος και κακεντρεχής. Κατάσταση θλιβερή και αθεράπευτη, κατάλληλη μόνο για μελό παρωχημένης εποχής.
Συναντώνται εσκεμμένως και εν κρυπτώ στα διάκενα που αφήνει ο χρόνος ανάμεσα σε δύο εκσπερματώσεις και τέσσερα αναφιλητά.
Αποτέλεσμα κανένα. Αναμενόμενο άλλωστε. Απόφαση καμιά. Οι υλακές της νύχτας δεν επιτρέπουν τελικά την τελεσφόρηση των πόθων και την αυτόματη υγροποίηση των οδυρμών και του πάθους.
Με μεγάλα καλλιτεχνικά γράμματα το τέλος. Δεν αναγράφονται πουθενά ονόματα ηθοποιών, σκηνοθέτη, σκηνογράφων, τεχνικών κ.λπ. Προς τι άλλωστε, αφού την ιστορία τη γράφει η ίδια η ζωή και όχι ένας χαρισματικός σεναριογράφος.
Εν τέλει τα γεγονότα διεξήχθησαν αλλιώς. Ο παραγωγός που θα αναλάμβανε την εκτέλεση του ανωτέρω σχεδίου τόριξε στην προαγωγή και προστασία ωραίων και εύκολα ερωτεύσιμων γυναικών, δημιουργώντας προς τούτο κέντρα ηδονής σε ολόκληρη την επικράτεια προς μεγάλη ευχαρίστηση εμένα και των οικείων μου που τώρα είναι απολύτως σίγουροι ότι δεν πρόκειται να στερηθούν ποτέ την αναγκαία σε αυτούς αλλά και αναντικατάστατη παρουσία μου.
Αυτά για τους άλλους. Προσωπικά ελπίζω όμως να ευοδωθούν κάποτε οι σκοποί μου και οι στόχοι μου για να αντιληφθούν όλοι τέλος πάντων ότι κάτι αξίζουμε κι εμείς που δεν βγήκαμε ακόμη στο κουρμπέτι γιατί δε βρήκαμε εκδότη ή παραγωγό.