Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2009

Ερωτες χωρικού ήτοι βίος και πολιτεία του Στάθη

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, όπως θα θυμούνται οι παλαιότεροι, τα ήθη στην Ελληνική επαρχία ήταν ιδιαζόντως σκληρά. Η κοινωνία εκείνη, για όσους το αγνοούν, προερχόταν από έναν καταστροφικότατο εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος έστρεψε τους μισούς ΄Έλληνες εναντίον των άλλων μισών, τον αδελφό εναντίον του αδελφού, τον πατέρα εναντίον του γιου και αντιστρόφως, και η νίκη της μιας παράταξης, με τη βοήθεια ξένων δυνάμεων, μετέτρεψε τη χώρα σε ένα απέραντο στρατόπεδο, από το οποίο όλοι ήθελαν να δραπετεύσουν. ΄Έτσι, ακολούθησε η μεγάλη εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση, ώστε στην επαρχία να παραμείνουν τελικά, κυρίαρχοι του χώρου και διαχειριστές των πραγμάτων, τα πιο οπισθοδρομικά στοιχεία του λαού.
Η κοινωνία αυτή, λοιπόν, είχε καθορίσει αυστηρούς κανόνες στις ανθρώπινες σχέσεις και συμπεριφορές, καταπιεστικούς και απαραβίαστους, για όσους ήθελαν να ζήσουν ήσυχοι, χωρίς προβλήματα και αγωνίες. Ιδιαίτερα αυστηροί ήταν οι κανόνες, που καθόριζαν τις κινήσεις και τις σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα, οι οποίες ήταν αυστηρά περιχαρακωμένες, με όρια διακριτά και απαραβίαστα. ΄Όπως ήταν φυσικό, η παράβαση αυτών των κανόνων μετέτρεπε το άτομο σε αποσυνάγωγο και, κάποτε, και σε αποδιοπομπαίο τράγο. Συνεπώς, η μόνη αποδεκτή σχέση ανάμεσα σε άντρα και γυναίκα, εκτός, βέβαια, από την στενά συγγενική, ο μόνος αποδεκτός έρωτας, για να μπούμε επιτέλους και στο θέμα μας, ήταν ο ευλογημένος από την Ορθόδοξη Εκκλησία στα πλαίσια πάντα ενός καλά συμφωνηθέντος γάμου. Εννοείται ότι τα ίδια ίσχυαν και για τα μέλη άλλων θρησκευμάτων. Θα έλεγα μάλιστα ότι εδώ τα ήθη ήταν περισσότερο αυστηρά, γιατί έτσι, ίσως, οι μειονότητες κατορθώνουν να συντηρηθούν και να αναπαραχθούν.
Αυτή η αυστηρότητα των ηθών, βέβαια, δεν σημαίνει ότι εξάλειψε από το πρόσωπο της γης κάθε διάθεση για παραβίαση. Πάντα μέσα στις κοινωνίες, όσο κλειστές, σκληρές ή αυστηρά ελεγχόμενες κι αν είναι, θα υπάρχουν τα άτομα εκείνα, που ο τράχηλός τους δεν σηκώνει κανενός είδους καταπίεση, που αρνούνται να υποταχτούν και ένα πρωί τα βροντάνε όλα και παραβαίνουν προκλητικά τους κανόνες ή αναχωρούν για άλλους τόπους, όπου οι άνθρωποι είναι πιο διακριτικοί και η κοινωνία πιο ανεκτική και ελεύθερη. Πάντα, όμως, κάθε παρέκκλιση, είτε ο παραβάτης συνέχιζε να παραμένει στον τόπο του εγκλήματος,, αν μπορούσε, είτε έφευγε μακριά, θα έδινε λαβή, για μεγάλα χρονικά διαστήματα, για συζητήσεις και επιτιμήσεις κάθε είδους, στα δε μεγαλύτερα ατοπήματα για αποκλεισμούς και για διωγμούς, ακόμα και στην ίδια την οικογένεια. Μιλάμε για δράματα, που δεν είναι πάντα γνωστά στο ευρύτερο κοινό.
Είναι απορίας άξιο, που τα θυμήθηκα όλ’ αυτά σήμερα. ΄Έτσι, ίσως να νόμιζε κάποιος, που δεν γνωρίζει τα πράγματα σε βάθος. Το πρωί όμως κάποιος με ρώτησε για τον Στάθη, ένα φίλο των παιδικών και των εφηβικών μου χρόνων. Μαζί στο δημοτικό, μαζί στο γυμνάσιο. Μέχρι εκεί, όμως. Από κει και πέρα χάνει ο ένας τα ίχνη του άλλου. Αυτά πρόκειται να αναζητήσω τώρα, ύστερα από την παράκληση του άλλου.
Ασταθής ως χαρακτήρας ο Στάθης, παρά την περί του αντιθέτου διαβεβαίωση του ονόματός του, λούμπεν ως προς την καταγωγή και την συμπεριφορά, στην πραγματικότητα όμως ένα πραγματικά αγαθό στοιχείο στα χρόνια εκείνα, ήταν ταυτόχρονα και ένας σχετικά υπάκουος και καλός μαθητής. Του άρεσε το διάβασμα και η γνώση. Αυτά την ώρα που λειτουργούσε το σχολείο, γιατί τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας και, πολλές φορές, της νύχτας θα τον έβρισκες, όπου σκανταλιά κι όπου αταξία. Και φυσικά, όπου δημόσιο ή ιδιωτικό θέαμα ή ακρόαμα (σε λίγο θα καταλάβετε τι εννοώ) πάντα πρώτος και καλύτερος. Και πάντα πληροφορημένος.
Είναι πολύ δύσκολο να ξεκινάς να γράψεις τη βιογραφία κάποιου και να σου λείπουν τα στοιχεία! ΄Όμως για τον Στάθη θα προσπαθήσω να το κάνω, γιατί ήταν μια περίπτωση μοναδική, που αξίζει να μην ξεχαστεί, τουλάχιστον από εκείνους που σε κάποια στιγμή της ζωής τους, τον γνώρισαν λίγο ή πολύ, δεν έχει σημασία το πόσο. Εξάλλου και οι νεώτεροι θα πρέπει να μάθουν κάτι γι’ αυτόν, αφού το όνομά του ακούγεται συχνά σε συζητήσεις, αλλά κανείς ποτέ δεν ξέρει κάτι περισσότερο για να προσθέσει στα όσα είναι ήδη γνωστά από το παρελθόν.
Προερχόταν από οικογένεια αγροτική, για την ακρίβεια ακτημόνων εργατών της γης, σύμφωνα με την μαρξιστική ορολογία, της οποίας ήταν πραγματικός θαυμαστής και θιασώτης, που δύσκολα τα έβγαζε πέρα, απ’ τη στιγμή μάλιστα που είχε να θρέψει πέντε κορίτσια και δύο αγόρια ακόμη, όλα μικρότερα από τον Στάθη. ΄Ήταν φυσικό, λοιπόν, να περάσουν τα παιδικά τους χρόνια μέσα στη μαύρη δυστυχία. Σ’ αυτό συνέτεινε, βέβαια, και το γεγονός ότι ο πατέρας του, σέμπρος στα χτήματα της εκκλησίας του χωριού, με πολύ μικρό εισόδημα από τις υποτυπώδεις καλλιέργειες των χτημάτων αυτών, μετά την ολοήμερη εργασία του, πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, πάντα στην ταβέρνα του Σκορδάκη, όπου έπινε ξεροσφύρι το κρασί του, μοναχικός και σιωπηλός, αμίλητος καλύτερα, μέχρι να ‘ρθει η ώρα να γυρίσει σπίτι του, εξαντλημένος από το ποτό, τη δουλειά και τη νηστεία. Πέθανε από κίρρωση του ήπατος, όταν ο Στάθης φοιτούσε ακόμη στην τελευταία τάξη του γυμνασίου, την οποία, φυσικά, δεν ολοκλήρωσε εκείνη τη χρονιά. Αποφοίτησε έναν χρόνο μετά.
Δεν ξέρω πώς να συνεχίσω. Η αφήγηση δεν είναι συνεχής αλλά αποσπασματική, αφού μου λείπουν πολλά κομμάτια αυτού του μεγάλου αινίγματος, που είναι για όλους μας η εξιστόρηση της ζωής, ή, καλύτερα, κάποιων στιγμών της ζωής του Στάθη. Να, τούτη τη στιγμή μου έρχονται στο νου δυο περιστατικά από τη ζωή του έφηβου Στάθη, για να συνδέσουμε και την αφήγηση με τις πρώτες προτάσεις αυτού του κειμένου και τη σκληρή δεκαετία του 1960.
Θα πήγαινε στην τρίτη γυμνασίου τότε, όταν μαθεύτηκε σ’ ολόκληρο το χωριό –πώς θα ήταν δυνατόν, άλλωστε, να μείνει κρυφό σ’ έναν τέτοιο τόπο, όπου η ζωή του καθενός βρισκόταν υπό τον συνεχή και ανελέητο έλεγχο του άλλου;- ότι μια γνωστή γυναίκα τροφαντή, σύμφωνα με το ιδεώδες της εποχής και του τόπου, που πρόσφατα είχε χηρέψει, ούσα ακόμη πάνω στον ανθό της ηλικίας της, τα έφτιαξε με τον νεαρό ταχυδρόμο του χωριού και μέρα παρά μέρα, ή, καλύτερα, νύχτα παρά νύχτα, συναντιόνταν για τις ερωτικές τους συνευρέσεις σε παρακείμενο, σκοτεινό ελαιώνα, όπου δύσκολα μπορούσε να τους δει κανείς την ώρα της πράξης, εκτός κι αν στεκόταν κάπου γύρω κρυμμένος.
΄Όταν κάποιος έπαιρνε είδηση το γεγονός, ειδοποιούσε όλους τους πιτσιρικάδες της γειτονιάς και τρέχαμε όλοι αλλόφρονες, χωρίς πραγματικά να ξέρουμε το γιατί, και με φωνές και πετροβολητά τους αναγκάζαμε να διακόψουν αυτομάτως κάθε ενέργεια, πολλές φορές, φαντάζομαι τώρα που μεγάλωσα πια, πάνω στην πιο γλυκιά στιγμή, την πιο ηδονική της όλης πράξης. ΄Έτσι είχαμε δει να κάνουν και οι μεγαλύτεροι σε άλλες περιπτώσεις και τους μιμούμαστε με ακρίβεια. Εννοείται ότι, συγχρόνως, το βάζαμε στα πόδια γιατί, έλεγαν, όσοι το είχαν νιώσει, ότι ήταν πολύ βαρύ το χέρι του ταχυδρόμου.
Ο Στάθης φαίνεται ότι ήταν ή πιο πονηρός από τους υπόλοιπους συνομηλίκους του, ή γνώριζε βαθύτερα αυτά τα θέματα, που εμείς μόλις που υποψιαζόμαστε τη σπουδαιότητά τους. Ανακάλυψε έναν τρόπο να απολαμβάνει μέχρι τέλους, δίχως διακοπή, το θέαμα και τον έθεσε αμέσως σε εφαρμογή, μόλις αντιλήφθηκε την επικείμενη συνάντηση του ζεύγους. Είχε εντοπίσει ότι το ζευγάρι χρησιμοποιούσε πάντα ως κρεβάτι τη ρίζα της ίδιας πάντα ελιάς, ίσως γιατί εκεί υπήρχε ένα μικρό πλάτωμα χωρίς προεξοχές ή κοιλότητες του εδάφους. Από νωρίς, λοιπόν, μαζί με το πρώτο νύχτωμα ανέβαινε πάνω στο δέντρο και περίμενε με υπομονή τη μαγική στιγμή, κρυμμένος καλά μες στα πυκνά φυλλώματα της ελιάς, όπως στους πλανόδιους κινηματογράφους την έναρξη του θεάματος. Εννοείται ότι δεν ειδοποιούσε πια κανέναν, όχι τόσο γιατί θα μοιραζόταν το θέαμα και το ακρόαμα με άλλους αλλά γιατί φοβόταν μήπως με τα πετροβολητά τα χαλάσουμε όλα.
΄Ένα βράδυ, από τα πολλά που βρέθηκε στο βολικό στέκι του δέντρου απολαμβάνοντας θεάματα που άλλοι θα πλήρωναν αδρά για να απολαύσουν, η τύχη τα είχε προσχεδιάσει διαφορετικά. Το ζευγάρι στη ρίζα του δένδρου φαινόταν ότι είχε φτάσει στο υπέρτατο εκείνο σημείο της ηδονής μετά το οποίο επέρχεται φυσιολογική χαλάρωση, αλλά ο Στάθης άκουγε χωρίς να βλέπει, γιατί ένα κλαδί του εμπόδιζε τη ματιά. Μετακινήθηκε ελαφρά, ώστε να μπορέσει να απολαύσει με πληρότητα ό,τι γινόταν στο έδαφος. Η κίνηση αυτή όμως του στάθηκε μοιραία, δεν μπόρεσε να κρατηθεί πάνω στο δέντρο, γλίστρησε και έπεσε με πάταγο πάνω στα μισόγυμνα κορμιά των εραστών. Το τι έγινε στη συνέχεια, καμία γραφίδα συγγραφέα δεν μπορεί να περιγράψει με πειστικότητα. Το μόνο που μπορώ να πω, γιατί δεν ήμουν και παρών, ήταν ότι το ζευγάρι, όταν άρχισε να συνέρχεται κάπως μετά από το πρώτο ξάφνιασμα και τον απρόσμενο πόνο στα κορμιά τους με την πτώση τόσων κιλών, τον ξυλοφόρτωσε με τέτοιο τρόπο, που για μέρες κρυβόταν, γιατί ολόκληρο το πρόσωπό του μεταμορφώθηκε σε μαύρη μάσκα.
Εκείνη την περίοδο ο Στάθης φαίνεται ότι είχε ανακαλύψει και την υπέρτατη ηδονή που προερχόταν από γενναίες δόσεις αυνανισμού. ΄Έτσι, όπως μου εξομολογήθηκε αργότερα, συνήθιζε να τον παίζει πάνω στην ελιά προσπαθώντας να συγχρονιστεί με το ζευγάρι του εδάφους. Μια νύχτα, λοιπόν, πανευτυχής από την ηδονή, την ώρα της εκσπερμάτωσης, δεν πρόσεξε αμέσως ότι το σπέρμα του χυνόταν μέσα στο ολάνοιχτο από τους αναστεναγμούς της ηδονής στόμα της χήρας, η οποία τελειώνοντας εν πλήρει απορία, «καλά, εσύ, χύνεις και με το πάνω κεφάλι τώρα;», του είπε. Ο ταχυδρόμος, μετά το πρώτο ξάφνιασμα συνειδητοποίησε τι γινόταν και έστρεψε το βλέμμα του στα φυλλώματα του δέντρου, όπου είδε πάλι τον Στάθη να κουμπώνει με βιασύνη το παντελόνι του. «Πουλάκι μου», γρύλισε, «εσύ είσαι πάλι; Τώρα θα δεις τι θα γίνει». ΄Ήταν η δεύτερη φορά που ο Στάθης ξαναχάθηκε για μέρες από το πρόσωπο συγγενών και φίλων λόγω μπλαβίσματος αρκετών μελών του κορμιού του.
Δεν μπορώ να ξέρω, δυστυχώς, με κάθε λεπτομέρεια, πόσο δραστήρια μπορεί να ήταν η ερωτική ζωή του Στάθη κατά τη διάρκεια της εφηβικής του ηλικίας. Αυτά τα πράγματα, ακόμη κι όταν φαίνεται ότι τα συζητούν με κάθε ειλικρίνεια οι έφηβοι, δεν είναι δυνατόν να τα δεχτεί κανείς ως αληθινά, όση καλή πρόθεση κι αν διαθέτει. Είναι γνωστό πως μεγαλοποιούν τα γεγονότα, ότι η φαντασία τους οργιάζει, ότι πολλές φορές θεωρούν τις φαντασιώσεις ή τις επιθυμίες ως πραγματικά γεγονότα κι ότι η κυριαρχία του εγώ τους είναι καταλυτική. Λένε το ψέμα χωρίς να το καταλάβουν κι όταν το καταλαβαίνουν, είναι αργά για να το πάρουν πίσω. ΄Έχουν μια τάση προς το παραμύθι και τείνουν προς το απραγματοποίητο ή στην παρουσίαση του εαυτού τους ως μεγάλων κατακτητών. Στα ερωτικά νομίζουν ότι αποτελούν πάντα μια τελευταία εκδοχή του Μεγαλέξαντρου.
Για τα ερωτικά του Στάθη, λοιπόν, ελάχιστα θα πω ακόμη. Και βέβαια θα αποκαλύψω δημοσίως μετά από τόσα χρόνια ότι αυτός ήταν που μας έμαθε τον αυνανισμό στην πρώτη Γυμνασίου. Μας δίδαξε, κυριολεκτικά, σαν δάσκαλος και επέμενε μάλιστα σαν δάσκαλος, γιατί στην αρχή ούτε καταλαβαίναμε τι κάναμε, ούτε πώς το κάναμε και, κυρίως, γιατί το κάναμε. Ο Στάθης μας δίδαξε, λοιπόν, και τον αυνανισμό αλλά αργότερα, όταν πηγαίναμε στην Πέμπτη Γυμνασίου, και τον αγοραίο έρωτα. Εκείνος συνέχιζε πάντα να επισκέπτεται τα πορνεία της περιοχής, όταν οι συνθήκες, κυρίως οι οικονομικές, του το επέτρεπαν. Εμάς, έπρεπε να μας πάει κάποιος με τη βία. Προφανώς, αργήσαμε να μεγαλώσουμε.
΄Έχει ενδιαφέρον να αφηγηθεί κανείς το γεγονός της πρώτης επίσκεψης του Στάθη στο ναό αυτόν της πάνδημης Αφροδίτης, όπου τον οδήγησαν μεγαλύτεροι και πιο ξεσκολισμένοι, σε σύγκριση με εκείνον, νεαροί της εποχής. Μπήκε, λοιπόν, δειλά - δειλά μέσα στο δωμάτιο της πόρνης. ΄Η μάλλον κάποιος τον έσπρωξε βίαια βλέποντάς τον να διστάζει. «Γδύσου», του είπε κάπως απότομα η γερασμένη ιέρεια της θεάς του έρωτα και της πληρωμένης ηδονής, κοιτάζοντάς τον αδιάφορη από πάνω μέχρι κάτω, «τι περιμένεις, άραγε;».
Ο Στάθης τάχασε, γρήγορα όμως συνήλθε και άρχισε να γδύνεται, αφού αυτός βέβαια ήταν ο κανόνας, ή τουλάχιστον νόμισε ότι γδύθηκε. ΄Έβγαλε τα παπούτσια του, το παντελόνι και το σώβρακο κι έμεινε με το πουκάμισο και τη γραβάτα. Το τρακ του ήταν τέτοιο που, όταν τον ρωτήσαμε αργότερα, δεν θυμόταν να μας πει, αν ολοκλήρωσε.. Δεν ήταν σίγουρος δηλαδή, αν πήγαν χαμένα τα λεφτά του. Την ώρα που σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι για να ντυθεί, έμπαινε η τσατσά μες στο δωμάτιο για να μαζέψει, πιθανόν, ότι σκουπίδια άφησαν οι δυο τους και ν’ αδειάσει τη λεκάνη με το νερό. «Ρε μαλάκα, με τη γραβάτα και τις κάλτσες γάμησες απόψε;», του είπε κι έσκυψε να πάρει τη λεκάνη. Ο Στάθης, κόκκινος σαν παπαρούνα, ντύθηκε στα γρήγορα και όπου φύγει φύγει.
Μετά το πέρας των γυμνασιακών του σπουδών ακολούθησε το ακαδημαϊκό στάδιο ως φοιτητής της Φιλοσοφικής. Ο θεός να τον κάνει φοιτητή, βέβαια! Το μόνο που δεν τον ενδιέφερε ήταν οι σπουδές του. ΄Άλλα ήταν τα ενδιαφέροντά του. Ανήκε στην ομάδα των φοιτητών της σχολής, που αυτοαποκαλούνταν «παγκακιστές», κι αυτό γιατί περνούσαν τις περισσότερες ώρες της ημέρας στους διαδρόμους της σχολής κι όχι στις αίθουσες ή τα αμφιθέατρα, καθισμένοι στα παγκάκια, όπου συζητούσαν ή, καλύτερα, προσπαθούσαν να συζητήσουν και ταυτόχρονα να συνάψουν σχέσεις με κάποιο θηλυκό περιφερόμενο, όπως κι αυτοί, στους διαδρόμους. Η επιτυχία δεν ήταν πάντα εξασφαλισμένη, για τον Στάθη όμως, που ήταν αρκετά θρασύς, τα πράγματα πήγαιναν σχετικά καλύτερα.
Το μεγάλο πρόβλημα του Στάθη ήταν ο άστατος χαρακτήρας του. Λόγω αυτού αδυνατούσε παντελώς να συνάψει την οποιαδήποτε μόνιμη και σταθερή σχέση, παρά το γεγονός ότι το όνομά του δήλωνε το αντίθετο. Από ό,τι μπορώ να θυμηθώ αυτή τη στιγμή πάντα είχε κάποιες ερωτικές περιπέτειες, πλην όμως σύντομες και χωρίς την προοπτική του μέλλοντος, με λούμπεν κυρίως στοιχεία, υπηρέτριες που τις καμάκωνε στο Ζάππειο την ώρα της εξόδου τους, Πέμπτες και Κυριακές. Ο έρωτας , όπως και να το κάνουμε, και στη μεγάλη πόλη και παντού, είτε γίνεται στο σπίτι, είτε στο παγκάκι του πάρκου τη νύχτα, είναι καθαρά προσωπική υπόθεση, εκτός κι αν κάποιος βέβαια είναι πρωθυπουργός κι από τη σχέση του εξαρτάται η ασφάλεια ή το μέλλον του κράτους του και στην προκείμενη περίπτωση ο Στάθης δεν ήταν ούτε καν υπουργός. Παρά ταύτα, όμως, ήταν αρκετά μυστικοπαθής και δεν άνοιγε εύκολα την καρδιά του ώστε να ξέρω κάτι παραπάνω, άλλωστε περιστατικά που δεν τον ενδιέφεραν καθόλου, προφανώς, δεν εγγράφονταν και στον εγκέφαλό του και, συνεπώς, η μνήμη του δεν συγκρατούσε τίποτα περισσότερο από μια γλυκιά εικόνα χωρίς όνομα ή περιεχόμενο. ΄Έτσι, θα σταματήσω εδώ αυτόν το τομέα της αφήγησης και θα συνεχίσω με κάτι άλλο.
Ο Στάθης ήταν ασταθής σε όλα του, λοιπόν. ΄Έτσι, κάποια στιγμή χάσαμε τα ίχνη του. Κανείς δεν ήξερε πού βρισκόταν, οι εικασίες πολλές και, όπως γίνεται πάντοτε σ’ αυτές τις περιπτώσεις, όπου η φαντασία αφήνεται και οργιάζει, ειπώθηκαν πολλά: ότι παράτησε για πάντα τις σπουδές του για να πάει μετανάστης στη Γερμανία, μισθοφόρος της λεγεώνας των ξένων στην Αφρική, λατζέρης στην Αμερική, μούτσος σε καράβι με σημαία ευκαιρίας κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο. Στην πραγματικότητα κανείς δεν ήξερε πού βρισκόταν, ακόμα και η ίδια του η οικογένεια αγνοούσε τα πάντα για τον ήρωά μας και θα ήθελα να προσθέσω εδώ ότι κανείς ποτέ δεν έμαθε τίποτα σχετικό με αυτή την περίοδο της ζωής του ώστε να πληροφορήσει κι εμάς τους υπόλοιπους.
Μετά την εξέγερση των φοιτητών της Νομικής Σχολής στα 1972 στρατεύομαι ξαφνικά ως επικίνδυνος για το καθεστώς, εγώ που δεν είχα ασχοληθεί με τίποτα, ποιος ξέρει όμως τι πληροφορίες θα είχε συγκεντρώσει το Σπουδαστικό της Γενικής Ασφάλειας, ίσως για τις παρέες μου, δεν εξηγείται αλλιώς, και φεύγω μακριά απ’ την Αθήνα σε μονάδες ανεπιθύμητων, όπως τις έλεγαν τότε και στις οποίες έστελναν πάντα ανθρώπους που θεωρούσαν επικίνδυνους για την καθεστηκυία τάξη. Τον Οκτώβρη του 1973 επιστρέφω στην πρωτεύουσα, ίσως γιατί κατάλαβαν ότι δεν αποτελούσα κίνδυνο για κανέναν και τα γεγονότα της εξέγερσης των φοιτητών του Πολυτεχνείου με βρίσκουν στρατιώτη σε μια μικρή και ασήμαντη μονάδα του λεκανοπεδίου. Σε μια εκπομπή της τηλεόρασης, στην οποία παρουσίαζαν φοιτητές που συνελήφθησαν στα γεγονότα καθώς και άλλους πολίτες σε κάποιο στρατόπεδο της Αθήνας, βλέπω ξαφνικά τον Στάθη. ΄Ήταν αγνώριστος, μεταμορφωμένος, θα έλεγα, από τα πολλά βασανιστήρια που είχε υποστεί. Το θάρρος, με το οποίο μιλάει στον εγκάθετο που παρίστανε τον δημοσιογράφο για να εκμαιεύει απαντήσεις απ’ τους φοιτητές, ήταν εκπληκτικό. Φυσικά αυτό, εκτός των άλλων που εγώ προσωπικά δεν γνώριζα, ήταν που τον έστειλε στη φυλακή και ύστερα στην εξορία σε κάποιο νησί του Αιγαίου μέχρι την πτώση της δικτατορίας.
Τελευταία φορά που συναντηθήκαμε ήταν λίγο πριν από το 1980. Καραφλός, χωρίς μαλλιά, του τα ‘βγαλαν τρίχα τρίχα, μου είπε, τότε στην ασφάλεια, πρόωρα γερασμένος και σε άθλια ψυχική κατάσταση. Είχε αποκτήσει μάλιστα και κάποιο τραύλισμα, μικρό κατάλοιπο των βασανιστηρίων που υπέστη. «Τι έγινε τότε στο Πολυτεχνείο, ρε Στάθη;», τον ρώτησα. «΄Άστα να παν στο διάολο, με γάμησαν οι πούστηδες», μου είπε, «με γάμησαν». Δεν θέλησε να πει τίποτ’ άλλο κι εγώ δεν τον πίεσα περισσότερο, έτσι η συζήτηση τελείωσε εκεί. «Τώρα πού βρίσκεσαι;», τον ρώτησα, «παντού και πουθενά», μου αποκρίθηκε κι αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που ανταλλάξαμε από τότε
Δεν τον ξαναείδα ποτέ. ΄Άκουσα μόνο πως χάθηκε στη Νικαράγουα, πολεμώντας στο πλευρό των Σαντινίστας. Πάλι η φαντασία οργίασε, σκέφτηκα. Την πληροφορία, όμως, μου την επιβεβαίωσε εν μέρει μια νεαρή δημοσιογράφος από την Νικαράγουα, εξόριστη στη χώρα μας μετά την επικράτηση των Σαντινίστας. Πανέμορφη, σαν τα κρύα νερά, έδειχνε σαν κάτι να θυμόταν με νοσταλγία. «΄Έχω υποστεί αμέτρητους βιασμούς», μου είπε, «αλλά αυτός του Στάθη, θεούλη μου συγχώρεσέ με, ήτανε το κάτι άλλο, δεν σου τυχαίνει κάθε μέρα».
Ανδρέας Φουσκαρίνης

Ο νεαρός υδραυλικός ή οι θαυματουργές ιδιότητες του έρωτα

Πολλές φορές συμβαίνει να ακούς μια ιστορία που να σου κεντρίζει ιδιαίτερα το ενδιαφέρον και να θες να την αφηγηθείς στη συνέχεια με τον δικό σου τρόπο αλλά κάτι σε κρατάει και σε εμποδίζει να το κάνεις. Νομίζεις ότι την έχεις ξαναπεί εσύ ο ίδιος ή κάποιος άλλος αλλά, δυστυχώς, δεν θυμάσαι τίποτε απολύτως και, φυσικά, δεν θέλεις να γίνεις η ηχώ ενός άλλου ή και του εαυτού σου ακόμη, γιατί δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα στη συγγραφή από την αλόγιστη επανάληψη της ίδιας πάντα ιστορίας παρόλο που επικρατεί βέβαια η αντίληψη ότι οι παλαιότεροι και μάλιστα οι Αρχαίοι Έλληνες έχουν πει τα πάντα. Οπότε τι θέλει ο νεότερος;
Εδώ θα μπορούσε να μου προτάξει κάποιος το φαινόμενο των αρχαίων Ελλήνων ή των Λατίνων συγγραφέων ή, ακόμη, και του Σαίξπηρ που, παίρνοντας με περισυλλογή τις υποθέσεις των έργων τους από τους πανάρχαιους μύθους του λαού τους ή των προγενεστέρων συγγραφέων διαμορφώνουν το κείμενό τους με τις δικές τους δυνατότητες και τα δεδομένα της εποχής και του τόπου τους. Εγώ, βέβαια, δεν ανήκω στη χορεία αυτών των σημαντικών όσο και σπουδαίων αφηγητών, εγώ κάποιες απλές ιστορίες λέω που και που, όπως τις ακούω από άλλους γιατί ο ίδιος στερούμε παντελώς δημιουργικής φαντασίας κι έτσι αδυνατώ να πλάσω εκ του μηδενός ένα καταδικό μου αφήγημα.
΄Έτσι και τώρα, λοιπόν, παρά τον φόβο μου αυτόν, θα σας αφηγηθώ μια ιστορία, όπως ακριβώς μου την αφηγήθηκε ένας τρίτος, για αυτό, ίσως, θα δείτε ότι υπάρχει σημαντική διαφορά ύφους ανάμεσα σ΄αυτή την εισαγωγή και στην ίδια την ιστορία. Θα σας τα πω όλα με το νι και με το σίγμα, παρά το γεγονός ότι δεν μου αρέσει καθόλου ο τρόπος και η γλώσσα που χρησιμοποιεί για να περιγράψει τα πράγματα και τα γεγονότα, γιατί μοιάζει πολύ με τον τρόπο των παλιών συγγραφέων του ψυχρού ρεαλισμού που φόρτωναν τα κείμενά τους με περισσή ποσότητα ιδεολογίας για να γίνεται πιο φανερή η παρακμή των αστών και του κόσμου τους. Στην πραγματικότητα δεν θα είμαι εγώ ο αφηγητής αλλά ο περί ου ο λόγος τρίτος. Ακούστε τον. Και μάλιστα, όπως θα δείτε στη συνέχεια είναι μία αφήγηση της αφήγησης!

-------------------------------------

« Βαθειά η πίκρα, σαράκι αδηφάγο που καθημερινά κατάτρωγε ανελέητα τα σωθικά τους χωρίς να τους δίνει τουλάχιστον την παραμικρή ελπίδα για τη στιγμή που τόσο ποθούσαν και οι δυο τους. Δέκα χρόνια παντρεμένοι και παιδί δεν φαινόταν πουθενά στον ορίζοντα, παρά τις συνεχείς και αναρίθμητες προσπάθειες που κατέβαλαν καθημερινά ολόκληρο αυτό το διάστημα. Ο γιατρός μάλιστα το είχε αποκλείσει ρητά και κατηγορηματικά τώρα τελευταία. ΄Έτσι, το γνώριζε πλέον καλά, δεν θα κατόρθωνε ποτέ να την κάνει να νιώσει, έστω και μια φορά στη ζωή της, την άφατη, καθώς λένε, χαρά της μητρότητας, το σπέρμα του, νεκρό και ανήμπορο, εναποθηκευόταν ανώφελα στις διψασμένες ωοθήκες της, χωρίς να προκαλεί ποτέ τις αναγκαίες για τεκνοποίηση διεργασίες στη μήτρα της.
Πάσχιζε νύχτα μέρα με τον νου του να βρει επί τέλους μια λύση, ανώδυνη βέβαια και για τους δύο και απόλυτα αποδεκτή από το κοινωνικό σύνολο. Τόφερνε από δω, τόφερνε από κει, τίποτα σχετικό δεν μπορούσε να συλλάβει το ταραγμένο πια από την αδιάκοπη περίσκεψη μυαλό του. Δεν έβλεπε πώς μπορούσε να λυθεί πραγματικά το πρόβλημα χωρίς ν’ αλλάξει τίποτα στις σχέσεις τους. Βαθιές ρυτίδες είχαν αρχίσει ήδη να αυλακώνουν το μέτωπό του. Και ήταν μονάχα σαράντα χρόνων! Τι θάκανε στο μέλλον;
Τον τελευταίο καιρό κάτι τον είχε πιάσει κι όλο σκεφτόταν το παρελθόν. Ο νους του ξαναγύριζε συνεχώς στις πρώτες ημέρες της γνωριμίας τους, στο γάμο τους ύστερα που πάνω τους είχαν στηρίξει με πίστη τόσες ελπίδες για ένα ευτυχισμένο μέλλον, χωρίς επί πλέον σκοτούρες και βάσανα. Αλίμονο, όμως! Τους πρώτους ευτυχισμένους, κατά το δυνατόν, μήνες της κοινής τους ζωής τους διαδέχτηκαν σιγά – σιγά τα μαύρα χρόνια της διάψευσης των ελπίδων και της συνακόλουθης δυστυχίας που τους κατακυρίευε μέρα με τη μέρα, μήνα με τον μήνα, χρόνο με τον χρόνο.
Τη χαριστική βολή τη δέχτηκε όταν βεβαιώθηκε οριστικά ότι ο ίδιος ήταν ο κύριος υπεύθυνος της συμφοράς του. Τότε άρχιζαν να τον βασανίζουν οι μαύρες τύψεις για το κακό που αισθανόταν ότι της είχε κάνει στα χρόνια της συμβίωσής τους με την προφανή αδυναμία του, που τώρα άρχιζε να επεκτείνεται και στο σεξουαλικό πεδίο, ίσως, λόγω της κακής του ψυχικής κατάστασης. ΄Έτσι είχαν τα πράγματα ως την ημέρα που συνέβησαν τα γεγονότα, τα οποία θα σας αφηγηθώ στη συνέχεια, όπως ακριβώς μου τα εξιστόρησαν και μένα, χωρίς να αλλάξω τίποτα από την ουσία του περιεχομένου τους, απαλείφοντας μονάχα την σκληρότητα των λέξεων ή των εκφράσεων, όπου αυτό θεωρήθηκε αναγκαίο, ώστε να μπορεί ο καθένας με ευκολία να διαβάσει και να κατανοήσει το κείμενο. Αν κάπου σας φανεί κάπως υπερβολικό ή ψεύτικο, πιστέψτε με, ειλικρινά σας το δηλώνω, αυτή και μόνο αυτή είναι η αλήθεια των πραγμάτων.
-----------------------------------

Κάποια μέρα χάλασε η βρύση της τουαλέτας του σπιτιού του. Φώναξε έναν υδραυλικό από μια μακρινή περιοχή σε σχέση με την κατοικία του γιατί ο γείτονάς του που καλούσε πάντα έλειπε σε πολυήμερο ταξίδι στον τόπο της καταγωγής του. ΄Ήταν ένας νεαρός, όμορφος και καταδεκτικός και, όπως έλεγαν διάφοροι, πάντα με μεγάλες επιτυχίες στις γυναίκες.
΄Όση ώρα, λοιπόν, ο νεαρός δούλευε σκυμμένος πάνω στη χαλασμένη βρύση, ο κυρ-Αντώνης τον κοίταγε επίμονα και ερευνητικά. Τον έβλεπε, έτσι, πισώπλατα, γεροδεμένο, γεμάτο από ζωντάνια και δύναμη που περίσσευε και το μυαλό του άρχισε στη στιγμή να παίρνει απίστευτες στροφές, να κάνει γρήγορους υπολογισμούς, να τρέχει μ’ έναν ξέφρενο καλπασμό σε πεδία που δεν είχε σκεφτεί ποτέ του πριν, δίχως όρια.
-Λες; Αναλογίστηκε απορημένος κι ο ίδιος με την ίδια του τη σκέψη. Λες; ΄Έτσι, ξαφνιάστηκε, όταν τον άκουσε να του λέει αδιάφορα πως τέλειωσε η δουλειά του, αφού η βλάβη είχε επισκευαστεί. Για την ακρίβεια είχε αλλάξει την χαλασμένη βρύση και στη θέση της είχε τοποθετήσει μία άλλη σε πολύ μοντέρνα γραμμή. Δεν ήταν σίγουρος ότι ταίριαζε, αλλά τέτοια ώρα, τέτοια λόγια.
Αρχικά μπέρδεψε τα λόγια του, γρήγορα, όμως, κατόρθωσε να συνέλθει και να πληρώσει ψύχραιμα τον τεχνίτη, κοιτάζοντάς τον κατάματα σαν να προσπαθούσε να μπει, με κάποιον αδιάκριτο, ίσως, τρόπο στα βάθη της σκέψης του.
Μέρες και νύχτες ολόκληρες σχεδόν δεν έλεγε να φύγει από τον νου του η εικόνα του γεροδεμένου υδραυλικού, λες και τον είχε στοιχειώσει. Μια επίμονη και τολμηρή σκέψη τον βασάνιζε συνέχεια. Στην αρχή πάσχιζε να την αποδιώξει, ύστερα να την συνηθίζει κάπως, στο τέλος έψαχνε να βρει τρόπους για να την θέσει σε εφαρμογή
-------------------------------------------

Η γυναίκα του είχε πέσει πια στο κρεβάτι, ίσκιος του παλιού της εαυτού παρά αυτή η ίδια κι ανήμπορη για ο,τιδήποτε. Η κατάστασή της του έθλιβε την ψυχή, ένας πόνος βαθύς κι απροσδιόριστος θρονιάστηκε μέσα του απρόσκλητος και κυβερνούσε τη διάθεσή του καθημερινά.
Κάλεσε τον γιατρό για τη γυναίκα, όχι για τον ίδιο. Την εξέτασε με προσοχή, διέταξε και τα σχετικά, ούρα, αίμα κ.τ.λ. Δεν της βρήκε τίποτα οργανικό, κανένα πραγματικό σύμπτωμα κάποιας γνωστής του αρρώστιας. Κάτι σαν ατονία, σαν μελαγχολία, δεν ήξερε κι ο ίδιος τι. Πρότεινε εξέταση από ψυχίατρο ή ψυχαναλυτή, προθυμοποιήθηκε από μόνος του να τους συστήσει κάποιον επιφανή. «Καλά, καλά», μονολόγησε ο κυρ-Αντώνης
που είχε καταλάβει πια. Είχε κάνει καλύτερη διάγνωση απ’ τον γιατρό, δεν χρειαζόταν άλλες αποδείξεις, την έβλεπε, άλλωστε, καθημερινά ν’ αδυνατίζει σε σημείο που να μην μπορεί να σταθεί στα πόδια της, χωρίς φανερή αιτία.
΄Έτσι, συνέχιζαν να περνούν οι μέρες, η μία πίσω από την άλλη. Κάποιο σαράκι την κατάτρωγε αλύπητα, ήταν προφανές, της ατεκνίας και του ανεκπλήρωτου έρωτα, τι άλλες αποδείξεις να χρειαστεί ο έρημος. Η καρδιά του σπάραζε από τον πόνο και την απογοήτευση, κράταγε όμως την ψυχραιμία του, όσο του ήταν μπορετό, τουλάχιστον μπροστά της. Τίποτα όμως δεν γινόταν, καμία αλλαγή προς το καλύτερο, καμία βελτίωση της κατάστασης. Κάποιες φορές την έπιανε να τον κοιτάει με βλέμμα αγριεμένο, σκληρό, φαρμακερό. Το ένιωθε πια κι ο ίδιος, δεν τον έβλεπε όπως πριν, το μίσος της περίσσευε, δεν υπήρχε χώρος για αγάπη, τον θεωρούσε ως την κύρια αιτία της κατάντιας της.
Τώρα τελευταία μάλιστα άρχισε να δείχνει πιο έντονα την απέχθειά της. ΄Ένα βράδυ τον έδιωξε από το σπίτι, του ζήτησε επιτακτικά να μη βρίσκεται κάθε λίγο και λιγάκι μπροστά στα μάτια της. Δεν του έμενε πια καμιά αμφιβολία, κάτι έπρεπε να κάνει. Εκείνο το βράδυ περιπλανήθηκε κάμποσες ώρες μέσα στην παγωνιά, σχεδόν μέχρι τα ξημερώματα. Στο τέλος πήρε την απόφασή του. Ο ίδιος θα έκανε ό,τι μπορούσε για να προετοιμάσει τα πράγματα, τα υπόλοιπα θα έρχονταν από μόνα τους σιγά-σιγά.
Την άλλη μέρα το πρωί δεν πήγε στη δουλειά του. ΄Ένα παράξενο χαμόγελο είχε θρονιαστεί στο πρόσωπό του, μια ηρεμία αλλόκοτη τον είχε κυριεύσει. Κατά τις δέκα σχημάτισε στο τηλέφωνο τον αριθμό του υδραυλικού. Με φωνή ψυχρή και ανέκφραστη του είπε πως η βρύση είχε ξαναχαλάσει και για αυτό θάπρεπε να πεταχτεί για λίγο από το σπίτι να την επισκευάσει, το πράγμα δεν έπαιρνε αναβολή γιατί είχαν γιορτή την άλλη μέρα κι έπρεπε όλα να είναι τέλεια. ΄Έκλεισε το τηλέφωνο χαμογελώντας παράξενα, ύστερα, ήρεμα και υπομονετικά, κάθισε σε μια καρέκλα όσο πιο αναπαυτικά γινόταν και περίμενε καπνίζοντας ένα από τα τσιγάρα του.
-----------------------------------------------
Σ’ ένα μισάωρο περίπου χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Με βήμα αργό, σταθερό, χωρίς κανένα ίχνος φανερής νευρικότητας ή ανησυχίας στο πρόσωπό του, κατευθύνθηκε προς την πόρτα και, καθυστερώντας για λίγο σκόπιμα στο διάδρομο, την άνοιξε διάπλατα στον επισκέπτη του, που δεν ήταν άλλος από τον γνωστό του υδραυλικό που αμήχανος στεκόταν εκεί κρατώντας στα στιβαρά του μπράτσα μια τσάντα με τα εργαλεία της δουλειάς του.
- ΄Έλα μέσα, του είπε όσο πιο ευγενικά μπορούσε, παραμερίζοντας συνάμα για να περάσει ανενόχλητος.
Ο νεαρός, γνωρίζοντας καλά τα κατατόπια από την προηγούμενη επίσκεψή του στο διαμέρισμα μπήκε μέσα και κατευθύνθηκε με κλειστά μάτια προς την τουαλέτα. Ακούμπησε τα εργαλεία του στο δάπεδο, ανασήκωσε λίγο τα μανίκια του πουκαμίσου του για να μη βραχούν και με μια γρήγορη κίνηση άνοιξε τη βρύση. Την άφησε να τρέξει για δυο τρία λεπτά της ώρας, κοιτάζοντάς την με απορία. Δεν φαινόταν να υπάρχει κάποιο πρόβλημα, κάποια βλάβη που χρειαζόταν επειγόντως επισκευή, όπως του είχε πει νωρίτερα στο τηλέφωνο. Ο κυρ- Αντώνης είχε πλησιάσει κι αυτός με την σειρά του και βρισκόταν ακριβώς πίσω του.
- Δεν βλέπω τίποτα, θαρρώ πως είν’ εντάξει, είπε ο υδραυλικός κι ετοιμάστηκε να μαζέψει τα πράγματά του από το δάπεδο.
- Ναι, μπορεί, ίσως, μπέρδεψε κάπως τα λόγια του ο κυρ-Αντώνης, βλέποντας ότι όλα κινδύνευαν να ανατραπούν. Γρήγορα όμως ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία του και με ύφος αδιάφορο συμπλήρωσε: Το είχα ξεχάσει εντελώς, δεν είναι αυτή η βρύση. Εκείνη της κουζίνας πρέπει να είναι. Δεν κατάλαβα καλά τι μου έλεγε η γυναίκα μου.
Τράβηξαν γρήγορα για την κουζίνα. Ο νεαρός άνοιξε αμέσως και τις δυο βρύσες που βρίσκονταν εκεί. Το νερό έπεφτε με δύναμη πάνω στο μάρμαρο του νεροχύτη. ΄Ήταν φανερό πως ούτε εδώ υπήρχε κάποιο πρόβλημα. Ολόκληρη η υδραυλική εγκατάσταση του σπιτιού λειτουργούσε κανονικά, χωρίς να δημιουργεί κάποιο εμπόδιο στην απρόσκοπτη ροή του νερού. Τον κοίταξε και πάλι απορημένος, περιμένοντας, ίσως, κάποια πιο αληθοφανή εξήγηση.
- Μπα, δεν κατάλαβα καλά, μουρμούρισε ο άντρας, η γυναίκα μου όμως πρέπει να ξέρει τι συμβαίνει. Σίγουρα. Πάμε να την ρωτήσουμε. Και μετά από μια μικρή διακοπή γεμάτη σημασία, είναι στο δωμάτιό της, ξαπλωμένη, είπε. Δεν σηκώθηκε καθόλου σήμερα το πρωί.
Σταμάτησε να πάρει μια ανάσα. ΄Όλα του φαίνονταν πιο εύκολα τώρα, ήταν πιο ψύχραιμος, πιο αποφασιστικός.
- Αν θες, θέλω να πω αν δεν σε πειράζει, μπορούμε να την ρωτήσουμε την ίδια. Αυτή θα ξέρει σίγουρα.
Αυτό ήταν, πάει, τελείωσε. Ο κυρ-Αντώνης ένιωσε μια βαθιά ανακούφιση, σαν να έφυγε κάποιο ασήκωτο βάρος από πάνω του και λευτερώθηκε για πάντα. Ο υδραυλικός δεν έφερε αντίρρηση, ήταν όμως φανερό πως δεν είχε καταλάβει ακόμη το βαθύτερο νόημα της πρότασης του νοικοκύρη του σπιτιού!
-------------------------------------
Μπήκαν στην κρεβατοκάμαρα. ΄Ένα μικρό δωμάτιο στην πραγματικότητα με το διπλό κρεβάτι στη μέση, μισοσκότεινο γιατί οι κάπως βαριές κουρτίνες που κρέμονταν στο μοναδικό του παράθυρο εμπόδιζαν το φως της ημέρας να εισχωρήσει στα ενδότερα. Τα λιγοστά έπιπλα που πλαισίωναν το κρεβάτι –μια ντουλάπα, ένα μικρό κομοδίνο μ’ ένα πορτατίφ αναμμένο, δυο τρεις καρέκλες κι ένα μικρό παιδικό κρεβατάκι στη γωνία, στρωμένο προσεκτικά για το μωρό που δεν έλεγε να έρθει- έδιναν έναν απειροελάχιστο τόνο ζεστασιάς στο κατά τα άλλα ψυχρό υπνοδωμάτιο του κυρ- Αντώνη και της άρρωστης γυναίκας του.
Η γυναίκα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, ολόγυμνη, μ’ ένα λευκό σεντόνι ριγμένο αφρόντιστα πάνω στο κορμί της. Τα μάτια της, στυλωμένα σε κάποιο σταθερό σημείο της οροφής, δεν έβλεπαν σχεδόν τίποτα, για αυτό και δεν γύρισαν να τους κοιτάξουν. Από μια μικρότατη όμως, σχεδόν ανεπαίσθητη κίνηση που έκανε κατάλαβαν ότι τους ένιωσε που εισχώρησαν απρόσκλητοι στο μικρόκοσμό της. Παρ’ όλ’ αυτά όμως, δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να καλύψει ένα μικρό έστω μέρος της γύμνιας της, να τηρήσει κάπως τα προσχήματα και την κοινωνική δεοντολογία, σημάδι αδιάψευστο πως δεν την ενδιέφερε τίποτα πλέον στη ζωή, όπως και το κάθε τι μέσα στο δωμάτιο. ΄Έδειχνε εντελώς φυσικά ότι ακόμα και η ανδρική παρουσία την άφηνε παγερά αδιάφορη. Ο κυρ-Αντώνης ήταν κατακόκκινος απ’ τη ντροπή του, αλλά εκεί που είχαν φτάσει πια τα πράγματα, το ένιωθε κι ο ίδιος, δεν υπήρχε οδός επιστροφής. Παραμερίζοντας, λοιπόν, κάθε ίχνος ντροπής, επιστράτευσε όσες δυνάμεις διέθετε σε εγρήγορση εκείνη τη στιγμή και της μίλησε με ύφος προσποιητά αδιάφορο κεκεδίζοντας ελαφρά για πρώτη φορά στη ζωή του.
-Αγάπη μου, της είπε, ο νεαρός από δω ήρθε για να φτιάσει τη βρύση που δεν λειτουργεί. Τι λες και συ, καλά δεν έκανα και τον κάλεσα;
Τον κοίταξε αδιάφορα αλλά συγχρόνως και με μια ελαφριά δόση μίσους και απέχθειας. ΄Ένιωσε μια μαχαιριά στο στομάχι. Τέτοια περιφρόνηση, τόσο μίσος δεν τα άξιζε πραγματικά. ΄Ήταν κάτι παραπάνω απ’ αυτό που μπορούσε ν’ αντέξει. Κι αυτός που της τα παρείχε όλα.; ΄Ήταν πολύ, όμως συγκρατήθηκε και με τον πιο φυσικό τρόπο «θα σου είμαι ιδιαίτερα υποχρεωμένος» του είπε «αν χωρίς καμία επιβάρυνση…»
Η φωνή του του κόπηκε στη στιγμή. Τα λόγια ήταν πλέον περιττά. Ο νεαρός είχε μπει για τα καλά στο νόημα της πρωινής του πρόσκλησης και με αργές, σίγουρες και σταθερές κινήσεις είχε αρχίσει να βγάζει ένα-ένα τα ρούχα του. Το γεροδεμένο του κορμί φάνταζε γεμάτο υποσχέσεις στο μισοσκόταδο του δωματίου.
- Ναι, αυτό… κάτι πήγε να πει ο κυρ-Αντώνης αλλά τέλειωσε αμέσως την κουβέντα του προτού καν την αρχίσει. Ο νεαρός, ολόγυμνος πια, είχε ρίξει με ορμή το κορμί του πάνω στη γυναίκα που τον αγκάλιασε βίαια, ύστερα από μια μικρή στιγμή απορίας και περίσκεψης ή, ίσως, έμφυτου δισταγμού. Χμ! έκανε ο κυρ-Αντώνης, αυτό βέβαια θα πρέπει να μείνει μεταξύ μας.
΄Ήταν ψύχραιμος πια και γι’ αυτό οι λέξεις του έδειχναν μια ιδιαίτερη βαρύτητα έτσι όπως έβγαιναν αργά και μελετημένα από το στόμα του. Ζούμε σε μια κοινωνία, βλέπεις, που το μόνο που ξέρει είναι να βρίσκει τα κουσούρια ή τις αδυναμίες του άλλου, να τα σχολιάζει με ευχαρίστηση και να τον περιγελάει.
Ο νεαρός δεν του έδωσε καμία σημασία, δεν ήταν, άλλωστε, ώρα για συζήτηση ή για διαφωνίες. Εξάλλου είχαν αρχίσει οι πρώτοι ερωτικοί σπασμοί της γυναίκας κι όλη η προσοχή του στράφηκε εκεί όπου κάποια καινούρια πνοή φαινόταν ότι εισχωρούσε με βιαιότητα στα νεκρωμένα κύτταρά της και τα αναζωογονούσε, σημάδι αδιάψευστο ότι η ζωή ξανάρχιζε γι’ αυτήν.
Ο κυρ-Αντώνης βγήκε έξω από το δωμάτιο με σκυμμένο το κεφάλι, κλείνοντας μαλακά την πόρτα πίσω του. Δεν είχε άλλωστε κανένα νόημα η παρουσία του άλλο εκεί, ό,τι ήταν να κάνει το έκανε και τώρα έβλεπε καθαρά τα αποτελέσματα, θα γινόταν εκείνο που ποθούσαν τόσο πολύ και οι δύο, θα αποχτούσαν ένα παιδί, φτάνει, φυσικά, ο υδραυλικός να έδειχνε την ίδια κατανόηση μέχρι το τέλος και να ήταν καρπερός.
Ξάπλωσε πάλι στην ίδια πολυθρόνα, όπως και πριν που περίμενε τον νεαρό, τώρα όμως ήταν ήρεμος, χωρίς αγωνία. ΄Άναψε ένα τσιγάρο και, τραβώντας βαθιές ρουφηξιές, άφησε να ζωγραφιστεί στο πρόσωπό του ένα πλατύ χαμόγελο που σιγά σιγά μεγάλωνε, τόσο που σε λίγο το σκέπασε ολόκληρο. Επί τέλους, μπορούσε πια να ξαποστάσει και να κάνει να ηρεμήσουν τα ταραγμένα νεύρα του!
Αυτή είναι η ιστορία που άκουσα από το στόμα κάποιου άλλου και σας την αφηγούμαι με τη σειρά μου γιατί τη βρήκα ενδιαφέρουσα. Τώρα, αν αυτός ο κυρ-Αντώνης έχει κάποια σχέση με τον Αντώνη ενός άλλου διηγήματος αυτής της συλλογής με τον τίτλο « Η βρύση » δεν το γνωρίζω κι ούτε μου είπε ποτέ κανείς τίποτα. Αν όμως πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο, ε τότε το πράγμα έχει μεγάλο ενδιαφέρον.
Ανδρέας Φουσκαρίνης

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2009

Η βρύση

Τον τελευταίο καιρό δεν τα πήγαιναν καθόλου καλά ως ζευγάρι ο κύριος Θανάσης, συνταξιούχος δικαστικός κλητήρας και η κατά είκοσι χρόνια νεώτερή του, πλην όμως ζωηρή συμβία του. Ρε μαλάκα, του έλεγε συχνά, δεν την μπορώ την καλογερική, δεν το καταλαβαίνεις; Πώς να τ’ αντέξω κάθε μέρα κλεισμένη μέσα σαν καλόγρια στο μοναστήρι;
Η γκρίνια έδινε κι έπαιρνε κάθε ώρα και κάθε στιγμή: Μα γιατί νομίζεις, παντρεύεται μία γυναίκα έναν άντρα σαν εσένα; Μόνο για τα ωραία του τα λεφτά και την εξασφάλιση που μπορεί να της προσφέρει; Αμ δε! Χρειάζεται και το άλλο, που όσο περνάει ο καιρός όλο και σπανιότερα το βλέπω! Τον τελευταίο καιρό όλο και πιο συχνά συμπλήρωνε το λόγο της μ’ έναν τόνο διαταγής στη φωνή της: Θέλω να μου βρεις έναν, τούλεγε, για να μην πάρω τα όρη και τα βουνά, έναν αληθινό άντρα. Αφού εσύ είσαι σχεδόν ανίκανος –και τόνιζε μ’ ένα παρατεταμένο τράβηγμα της φωνής της τις δύο τελευταίες λέξεις. Μια φορά το μήνα ή δύο τι να μου κάνουν!
΄Έσκυβε τότε το κεφάλι ο συνταξιούχος κλητήρας, φόβος και τρόμος άλλοτε των χρεοφειλετών, μπροστά στην ατράνταχτη λογική της γυναίκας του, βρε τι διάολος που είναι, μονολογούσε και προσπαθούσε να συγκρατήσει τα νεύρα του, όταν η συζήτηση έφτανε στο απροχώρητο, πληγωνόταν κιόλας μ΄ όλες αυτές τις αηδίες που άκουγε, δεν κρατιέται με τίποτα η σκύλα, τι να κάνω μαζί της.
Κάνε υπομονή, της έλεγε αλλά τον βασάνιζε συνεχώς αυτή η σκέψη, ως ένα σημείο, άλλωστε, καταλάβαινε ότι είχε, ίσως, κάποιο δίκιο, κάνε υπομονή, κάτι θα γίνει, σαν τι δεν ήξερε ούτε κι ο ίδιος, θα βρεθεί μια λύση, άνθρωποι είμαστε, ζούμε σε συγκροτημένη κοινωνία κι όχι σε κάποια ζούγκλα της Αφρικής.
Σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν, τέτοια απόφαση που τούλεγε πώς να την πάρει, πώς να εκτελέσει τέτοια επιθυμία χωρίς να γίνει περίγελος του κόσμου, δεν ήταν εύκολο πράγμα κάτι τέτοιο, μεγάλη η ντροπή, πώς να πεις στον άλλον χωρίς ν’ αυτοκτονήσεις ύστερα από την ξεφτίλα αυτού του είδους, έλα στη γυναίκα μου ν’ ανταποκριθείς στις υποχρεώσεις και τις επιταγές του φύλου σου, πού ζούμε, άλλωστε, σε μια κοινωνία ζούμε με μια τιμή ο καθένας μας που πρέπει να την διαφεντεύει καθημερινά από τις επιβουλές του πλησίον μας. Τουλάχιστον, να βρισκόταν ένας τρόπος να τηρηθούν τα προσχήματα!
Εκείνη όμως επέμενε. Πες πες, το πίστεψε η ίδια και το διακήρυσσε, θα στα φορέσω μέρα μεσημέρι, τον φοβέριζε και θα γελάει κάθε πικραμένος. Γιατί δεν το έκανε, λοιπόν, η ανόητη, να βρει κάποιον μοναχή της, να μην ξέρει τίποτα ο ίδιος και βασανίζεται νυχθημερόν παρεξηγώντας και τα βλέμματα των γύρω του; Αυτό επαναλαμβανόταν μέρα παρά μέρα και τον διαόλιζε κυριολεκτικά και μεταφορικά. Στο σημείο αυτό όμως πάντα έβρισκε δικαιολογία ο κύριος Θανάσης και έφευγε από το σπίτι του σαν βρεγμένη γάτα, γεμάτος από πίκρα και οργή, μερικές φορές χτύπαγε με δύναμη και την πόρτα, να μην ξεχνάμε κιόλας ποιος είναι τ’ αφεντικό, βλαστήμαγε από μέσα του, άει στο διάολο, μαλακισμένη, διάολε τρισκατάρατε, δεν σε αντέχω πια.
Τις πιο πολλές φορές, βέβαια, δεν έλεγε απολύτως τίποτα, έσκυβε το κεφάλι και αποχωρούσε διακριτικά, φοβόταν όσο δεν έπαιρνε τα βίαια ξεσπάσματά της, έκανε σαν μέγαιρα, σαν τέρας της πιο αποτρόπαιης μυθολογίας κι είχε ένα στόμα που, αν σε στόλιζε με τις βρισιές του, ούτε ο Δούναβης ή κι ο Νιαγάρας μαζί δεν έφταναν να σε ξεπλύνουν.

---------------------------

΄Εχω μια βρύση χαλασμένη, είπε ο κύριος Θανάσης, στείλε το παιδί, παρακαλώ, στο σπίτι να μου τη φτιάσει. ΄Όχι το μικρό, συμπλήρωσε, εκείνο το μεγάλο, πώς το λένε, α ναι, Αντώνη. Ναι, εκείνο το ψηλό.
Εντάξει, συμφώνησε ο μάστορας ο Θόδωρος, παλιός φίλος του Θανάση, γιατί, όμως, αυτόν, μπορώ να πεταχτώ κι ο ίδιος δυο λεφτά, τι φίλοι είμαστε, άλλωστε.
΄Όχι, όχι, επέμενε ο Θανάσης, στείλε το παιδί καλύτερα, να μην σε ταλαιπωρώ εσένα. Εξάλλου θέλω νάμαι μπροστά και θα λείψω όλο το πρωί.
Καλά, θάρθει τ’ απόγευμα ο Αντώνης.
Τι ώρα ακριβώς;
Ε, δεν μπορώ να ξέρω με ακρίβεια την ώρα, τ’ απόγευμα, ό,τι ώρα αδειάσει, έχει κι άλλες δουλειές να κάνει, φτιάνει, βλέπεις, τα υδραυλικά μιας μονοκατοικίας λίγο παραπέρα. Νομίζω τελειώνει σήμερα.

---------------------------

΄Ελα, Αντώνη, από εδώ, τον οδήγησε ο κύριος Θανάσης στο λουτρό. Ο υδραυλικός τον ακολούθησε μηχανικά, ακούμπησε την τσάντα του στο δάπεδο, πλακάκι να σου πετύχει, τρίτης διαλογής, σχολίασε από μέσα του, ανασήκωσε τα μανίκια του και με αργές, τελετουργικές κινήσεις άνοιξε μία μία τις βρύσες του λουτρού.
Είναι όλες εντάξει, σημείωσε, δεν βλέπω βλάβη σε καμία!
Α, ναι; ρώτησε αμήχανα ο σπιτονοικοκύρης. Κοίτα να δεις αφηρημάδα, όχι αυτές οι βρύσες, έχεις δίκιο, μίλησε χαμηλόφωνα, η άλλη, αυτή έχει το πρόβλημα , στο διπλανό δωμάτιο κι έδειξε κατά την κρεβατοκάμαρα του σπιτιού του, πήγαινε, σε παρακαλώ, και μην αργείς, επείγει, όσο δεν μπορείς να φανταστείς, εγώ πάω να κάνω ένα σπουδαίο τηλεφώνημα που τόχα προς στιγμήν ξεχάσει.

-------------------------


Η πόρτα της κρεβατοκάμαρας ήταν ανοιχτή, ο Αντώνης μάζεψε τα εργαλεία του, πήρε στα χέρια του την τσάντα του, που ήταν αφημένη καταγής και μπήκε διστακτικά μέσα στο δωμάτιο.
΄Ελα, του φώναξε η γυναίκα με λαχτάρα ανοίγοντας ταυτόχρονα τη ρόμπα της. ΄Ηταν ολόγυμνη από μέσα όπως η προγιαγιά της η Εύα στον παράδεισο. ΄Ελα, του ξαναφώναξε με πάθος ανομολόγητο και τον άρπαξε από το χέρι, δεν μας βλέπει τώρα, είναι στο τηλέφωνο και μιλάει κι όταν βρίσκεται εκεί, αργεί χαρακτηριστικά.
Η τσάντα του έπεσε από το χέρι, δεν είχε δύναμη πια να την κρατήσει, η γυναίκα του ξεκούμπωσε στα γρήγορα το πουκάμισο, ύστερα το παντελόνι και τον τράβηξε με όση δύναμη διέθετε εκείνη τη στιγμή στο κρεβάτι της. ΄Ελα, του λέει για τελευταία φορά, δεν αντέχω άλλο, βάλτον μέσα να τελειώνουμε.
΄Όλα έγιναν τόσο γρήγορα που ο Αντώνης δεν πρόλαβε να καταλάβει καλά – καλά τι γινόταν, όταν συνήλθε όμως και συνειδητοποίησε αμέσως ότι το σφριγηλό του πέος εκινείτο παλινδρομικώς μέσα στο ζεστό αιδοίο της γυναίκας, ένιωσε ότι ήταν αργά πια για να τραβηχτεί, δεν τόθελε, άλλωστε, ήταν τόσο ηδονικές οι κινήσεις της γυναίκας που τον τρέλαινε, χύσε, σχεδόν τον πρόσταξε, χύσε σου λέω, μην αργείς, κι άρχισε να κινείται σε πιο γρήγορους ρυθμούς νιώθοντας το παχύρρευστο υγρό του να την πλημμυρίζει και το σκληρό του πέος να σπαρταράει από ηδονή.
Σε λίγο είχαν τα πάντα ηρεμήσει. Να ξανάρθεις, του ψιθύρισε την ώρα που ντυνόταν, θα σε ειδοποιήσω εγώ όμως πότε και πρόσεχε, κακομοίρη μου, τσιμουδιά σε κανέναν, για ό,τι έγινε κανείς δεν πρέπει να μάθει τίποτα ποτέ.

------------------------------------------

Εντάξει; Τον ρώτησε κοιτώντας τον κατάματα με το διαπεραστικό του βλέμμα ο κύριος Θανάσης, όχι, δεν το λέω σε σένα, Χρήστο, στον υδραυλικό το λέω που μόλις επιδιόρθωσε μια ζημιά στο σπίτι μου. Μα τι πρόστυχα πράματα που είναι οι βρύσες σήμερα, με το παραμικρό χαλάνε, άντε γεια σου τώρα, ολοκλήρωσε κλείνοντας το τηλέφωνο, θα τα ξαναπούμε μια άλλη φορά, πρέπει να πληρώσω το παιδί!
Εντάξει, απάντησε ο Αντώνης. Ωραία, του είπε ο κύριος Θανάσης, πάρτο για τον κόπο σου και του έτεινε ένα πεντοχίλιαρο, μα είναι πολύ, του αντέτεινε ο Αντώνης, όχι, πάρτο, δεν είναι τίποτα, έκανες τόσο κόπο, μπορεί, άλλωστε, να χρειαστεί να ξανάρθεις, αυτά χαλάνε τόσο εύκολα στις μέρες μας, δεν μπορείς να έρχεσαι συνέχεια δωρεάν.

Ανδρέας Φουσκαρίνης