Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2009

Ο καπνός

Του Ανδρέα Φουσκαρίνη



΄Έξι Αυγούστου 1945. Η μέρα που γεννήθηκα σημαδεύτηκε από ένα εξαιρετικό γεγονός που επέδρασε τα μέγιστα στην παγκόσμια πολιτική σκηνή και ιστορία: στην άλλη άκρη της Ασίας και συγκεκριμένα στην Ιαπωνία φύτρωσε ένα τεράστιο μανιτάρι καπνού που σε κλάσματα δευτερολέπτου μεγάλωσε τόσο που η οσμή του γέμισε ολόκληρη τη Γη με ένα μόνιμο και ορατό ανά πάσα στιγμή φόβο. Το φόβο ενός μελλοντικού παγκόσμιου πολέμου που θα σάρωνε τα πάντα στο πέρασμά του. Τη στιγμή ακριβώς αυτή μου έκοβε τον ομφάλιο λώρο και τον έδενε με προσοχή χαρακτηριστική στην κοιλιακή μου χώρα η πραχτική μαμή που ξεγέννησε με επιτυχία την πρόωρα γερασμένη από τις κακουχίες και τις συχνές επισκέψεις του Χάρου μάνα μου.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι επιστημονικά δεν είναι απόλυτα βεβαιωμένο ότι την πρώτη κιόλας μέρα της ζωής μου ένιωσα κι εγώ πραγματικά τη μυρωδιά ή τη γεύση του καπνού με τις ατελείς αισθήσεις μου. ΄Όμως είναι γεγονός ότι η μυρωδιά αυτή με ακολούθησε κατά πόδας σε ολόκληρη τη μετέπειτα ζωή μου σαν αναπόσπαστο από αυτή στοιχείο της κι απ’ όσα βλέπω και σήμερα είμαι βέβαιος ότι δεν πρόκειται να με εγκαταλείψει ποτέ τουλάχιστον ως τον θάνατό μου. Και θα σας πω το γιατί για να μη νομίσει κανείς ότι υπερβάλλω για λογοτεχνικούς λόγους.
Τρία χρόνια λοιπόν μετά τη γέννησή μου ένιωσα και πάλι όχι μόνο την οσμή ή τη γεύση του καπνού αλλά και την αφή και την όψη του κι αυτό αποτέλεσε μια μοναδική εμπειρία που ζυμώθηκε για πάντα με ολόκληρη την ύπαρξή μου. ΄Ήταν ένας καπνός, μια μαυρίλα που υψώθηκε ως τον ουρανό και σκέπασε τα πάντα γύρω μου για κάποιο διάστημα και δεν είχε φυσικά καμία σχέση με την υπέροχη τσίκνα που διαχεόταν στην ατμόσφαιρα και γαργαλούσε μαυλιστικά τις μύτες των πιστών στις θυσίες με τις οποίες τιμούσαν τους αρχαίους θεούς ή ακόμη και με τη λεπτή γραμμή που αφήνει πίσω του το κάψιμο του μαλακού κεριού στις μισοσκότεινες και άκρως υποβλητικές χριστιανικές εκκλησίες.
Την ημέρα αυτή τη θυμάμαι πάρα πολύ καλά κι ας ήμουν μόνο τριών χρόνων και με αδιαμόρφωτη ακόμη μνήμη κι ας λένε πολλοί πως τάχα από τις πολλές φορές που άκουσα να διηγούνται τα γεγονότα εντυπώθηκαν τόσο βαθιά μέσα μου που πήραν τη μόνιμη θέση ισχυρότατου βιώματος. Εξάλλου δεν είναι μόνο ο καπνός, υπήρξαν κι άλλα πράγματα που θυμάμαι, κάτι άγριες μορφές αδίστακτων δολοφόνων, ξερακιανές και ρουφηγμένες από την ταλαιπωρία και το μίσος που ζωγραφιζόταν στα πρόσωπά τους, που έφερναν, παρόλο που τους χώριζαν τόσα, στα πρόσωπα των αγίων που βλέπουμε ζωγραφισμένα στους τοίχους των εκκλησιών με την αυστηρή και αλύγιστη έκφραση που η Παλαιολόγεια αναγέννηση του 14ου και του 15ου αιώνα δεν μπόρεσε ή δεν πρόλαβε να απαλύνει γιατί άλλοι αγριότεροι λαοί επικράτησαν στη Βαλκανική χερσόνησο, θυμάμαι ακόμη τις φωνές τους λοιπόν, ό,τι κι αν μου πείτε, άγριες και αυταρχικές, που σκορπούσαν από μόνες τους τον τρόμο, που δεν επιδέχονταν αντίρρηση ή παράκληση, αυτά τους εξαγρίωναν περισσότερο και μάλιστα αναρωτιόμουνα τότε πώς μπορούσαν να το κάνουν αυτό, πού βρισκόταν τόση δύναμη και τέτοια αγριάδα σε τόσο αδύναμα κορμιά, από πού αντλούσαν τέλος πάντων τέτοια υπεροχή, θυμάμαι, λες και ήταν χθες, τις απειλές και τις φοβέρες που εξαπέλυαν κατά του πατέρα μου που εκείνη την ημέρα, ευτυχώς γι’ αυτόν αλλά και για την οικογένειά μου, έλειπε στο μικρό του χωράφι όπου έσπερνε λίγο στάρι για το λιγοστό ψωμάκι της χρονιάς τη στιγμή ακριβώς που το σπίτι μας, παλιό αλλά γερό φτάνει να είχε τη φροντίδα μας, το σπίτι μας καιγόταν σαν λαμπάδα κι εγώ, ανήμπορος και αδαής, είχα ζαρώσει μόνος μου σε μια γωνιά, με τα μάτια διάπλατα ανοιγμένα από τον φόβο και κόκκινα από την πύρα της φωτιάς, με το τσούξιμο από τη δράση του καπνού να μη μ’ αφήνει να ησυχάσω, με το βουβό μου κλάμα να μου κατατρώει τα σωθικά και τέλος θυμάμαι ακόμη το φοβερό τριζοβόλημα των ξύλων, τον εκκωφαντικό θόρυβο των τζατουμάδων που σωριάζονταν καταγής και τις απεγνωσμένες, τις γεμάτες απελπισία κραυγές της μάνας μου και ύστερα, όταν όλοι είχαν φύγει και τα πάντα είχαν ηρεμήσει όπως μετά από καταιγίδα, την ηρωική της εγκαρτέρηση και το σιγανό, διακριτικό και γεμάτο αξιοπρέπεια κλάμα της.
Αυτό που είχε ιδιαίτερη σημασία για μένα και εξακολουθεί να είναι κυρίαρχο στη σκέψη μου ακόμη και σήμερα, σαράντα χρόνια μετά, είναι το γεγονός ότι δεν ξεστόμισε ούτε ένα κακό λόγο για τους εμπρηστές κι ας είχε όλα τα δίκαια δικά της για να το κάνει, τη στιγμή που εγώ μάλιστα τους έβριζα και τους απειλούσα εκ του ασφαλούς όταν είχαν φύγει πλέον μακριά παριστάνοντας το παλικάρι, ούτε μια φορά δεν καταράστηκε κανέναν τους, όπως οι αγράμματες γυναίκες της τάξης της κι ούτε πάλι είπε έστω και μια άσχημη κουβέντα για τον πρώτο μου ξάδελφο, τον Τέλη, που είχε φύγει αντάρτης στα βουνά εντελώς ξαφνικά και χωρίς να ρωτήσει κανέναν μεγαλύτερό του και που στο μεταξύ είχε αναδειχθεί σε ηγέτη πρώτου μεγέθους σχεδόν και γι’ αυτό, ίσως, για να τον εκδικηθούν δηλαδή έκαψαν το σπίτι μας κατά πάγια τακτική και συνήθεια της εποχής μαζί με το σπίτι του πρόωρα γερασμένου πατέρα του που μέτραγε μέρες πια απ’ τη ζωή του που σε λίγες μέρες θα την έχανε, όταν θα του μιλούσαν χωρίς υπεκφυγές για το θάνατο του γιου του στα βουνά των Καλαβρύτων.
Αντίθετα, και εδώ βρίσκεται ακριβώς το πραγματικό της μεγαλείο , υπόμεινε τα πάντα με θάρρος και εγκαρτέρηση που κατέπληξαν τους φοβισμένους συγχωριανούς της και, όταν ο πατέρας μου γύρισε από το χωράφι στο τέλος αυτής της ημέρας και είδε με τα ίδια του τα μάτια τα έρμα αποκαΐδια του σπιτιού του και άρχιζε να βυθίζεται σιγά σιγά στη μαύρη απελπισία που κάποτε τον οδήγησε στο θάνατο, ήταν εκείνη που προσπάθησε να του δώσει αμέσως θάρρος και κουράγιο και δύναμη για να ξεπεράσει με επιτυχία την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί λέγοντάς του την κοινότοπη αλλά σοφή κουβέντα ότι δεν κάνουν τα σπίτια τους ανθρώπους αλλά οι άνθρωποι τα σπίτια και γι’ αυτό θα πρέπει να σταθεί όρθιος γιατί έχει μεγάλη οικογένεια και παιδιά που πρέπει να ζήσουν ό,τι κι αν συμβεί στο μέλλον. Στο τέλος, ύστερα από πολλές προσπάθειες, κατάφερε να τον παρηγορήσει, να μαλακώσει λίγο τον πόνο του και να του ελαφρώσει κάπως την καρδιά ενώ μέσα της, είμαι απολύτως βέβαιος γι’ αυτό γιατί σιγά σιγά μεγαλώνοντας την έμαθα καλά, σπάραζε η ίδια από το δικό της πόνο, την απόγνωση και την αγωνία που τη βασάνιζε καθημερινά και της έτρωγε τα σωθικά για το άγνωστο που μας περίμενε.
Ομολογώ ( και δεν το κρύβω καθόλου βέβαια ) ότι από τότε και μέχρι σήμερα που δεν ζει πια τη θαύμαζα και εξακολουθώ να την θαυμάζω όσο κανέναν άλλο από τους ανθρώπους που γνώρισα ως τώρα στη ζωή μου και θα εξακολουθήσω να την θαυμάζω στον αιώνα τον άπαντα για την υπέροχη εκείνη δύναμη που έκρυβε μέσα της ώστε να μπορεί να αποκρύπτει από όλους με αληθοφάνεια πειστική κάθε δυσάρεστη ή σκληρή σκέψη, εικόνα ή πράξη ώστε να μην απογοητευόμαστε από τις δυσκολίες που συναντούσαμε καθημερινά τη σκληρή αυτή εποχή μετά τον εμφύλιο πόλεμο και τους αλληλοσκοτωμούς και να συνεχίσουμε να ζούμε υποφερτά τα χρόνια που ακολούθησαν. Ακόμα και την ύστατη ώρα, όταν ο θάνατος που ερχόταν ακάθεκτος της πάγωνε σιγά σιγά τα μέλη, μας χαμογελούσε γλυκά, με μεγάλη βέβαια προσπάθεια, είναι γεγονός αναμφισβήτητο, όμως μας χαμογελούσε μέχρι την τελευταία της στιγμή για να μας ενισχύσει ψυχικά, να μας δώσει κουράγιο ενώ εκείνη το είχε μεγαλύτερη ανάγκη. Και τελικά έφυγε με περηφάνια αφήνοντάς μας ως ιερή παρακαταθήκη το ελπιδοφόρο της χαμόγελο και μάλιστα την ώρα του πόνου και του σπαραγμού όταν σκεπτόταν πως δεν μπόρεσε να δει, έστω και για τελευταία φορά στη ζωή της τα τρία παιδιά της και τα πολυάριθμα εγγόνια της που έλειπαν χρόνια στην ξενιτιά και που κανένα τους δεν κατάφερε ποτέ να επιστρέψει στην πατρίδα παρά τον διακαή τους πόθο για το νόστο που τους έτρωγε την ψυχή καθημερινά και δεν τους άφηνε ποτέ να ηρεμήσουν
κι έμειναν τελικά στην ξένη Γη για πάντα, ταλαίπωροι και δυστυχείς σε ολόκληρη τη ζωή τους.
Το σκηνικό της φωτιάς και του καπνού δεν είχε τελειώσει όμως εντελώς για μένα, επρόκειτο να στηθεί για μια ακόμα φορά, και ελπίζω να είναι η τελευταία γιατί απόκαμα πια και δεν αντέχω άλλο, επρόκειτο να στηθεί λοιπόν στο μαγαζάκι που με χίλιες στερήσεις και σκληρούς αγώνες και αγωνίες είχε κατορθώσει να φτιάξει ο πατέρας μου. Η μάνα μου δεν ζούσε όταν συνέβη το γεγονός! Πήρε φωτιά, όχι από μόνο του βέβαια, ήταν ολοφάνερο ότι επρόκειτο για εμπρησμό, η αστυνομία είπαν κάποιοι για χάρη του τουρισμού, ποιος ξέρει, έβαλαν κάποιον να το κάνει. Δεν αποκαλύφτηκε βέβαια ποτέ η αλήθεια όμως όλοι έλεγαν το όνομα ενός μακρινού συγγενή μας που μεθυσμένος κάποτε πνίγηκε σε μια κουταλιά νερό στο δρόμο, όπως έπεσε μπρούμυτα στη λακκούβα που είχε σχηματίσει η βροχή κι αδύναμος από το μεθύσι δεν μπόρεσε να αντιδράσει πάει. Τον τιμώρησε η Θεία Δίκη, είπε μια θεία μου, αδελφή του πατέρα μου, το μαγαζί όμως έγινε στάχτη και μαζί του έγινε παρανάλωμα του πυρός και ο πατέρας μου στην απελπισμένη του προσπάθειά να περισώσει κάποια πολύτιμα γι’ αυτόν έγγραφα και ό,τι άλλο του χρειαζόταν που κάηκαν κι αυτά μαζί του.
Θα μου πείτε πώς έγινε και τα θυμήθηκα όλα αυτά σήμερα. Μήπως ξέρω κι εγώ για να σας το πω με βεβαιότητα; Φαίνεται ότι η διαρκής παρουσία του καπνού στη ζωή μου μου άφησε ζωντανές όλες αυτές τις μνήμες μέσα μου, η μυρωδιά που αφήνουν πίσω τους τα αποκαΐδια μιας ολόκληρης ζωής, όταν σκορπίζουν με το πρώτο φύσημα του αέρα και κατακλύζουν την ατμόσφαιρα και την κάνουν δύσοσμη και αποπνικτική, ανυπόφορη για σένα και για τους άλλους, και δεν σου επιτρέπει να ξεχάσεις τίποτα και ποτέ.
Τα αποκαΐδια μιας ζωής λοιπόν διαλυμένης, σκορπισμένης στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, μιας ζωής που τώρα βαδίζει προς το τέλος της, ευτυχώς, θεληματικά και αβίαστα και αγγίζει για τελευταία ίσως φορά τα σύννεφα του καπνού που την σκεπάζουν ολοκληρωτικά, που τώρα νιώθει το κενό που την περιτριγυρίζει και θέλει να αποχωρήσει, και που είναι ταυτόχρονα τα πραγματικά αποκαΐδια της εποχής και του κόσμου μας!
Τούτη τη γεύση του καπνού την έβρισκα πάντα μπροστά μου, ό,τι κι αν έκανα στη ζωή μου, σε κάθε μου βήμα να μου φράζει το δρόμο, όπως τον έφραζε την ίδια στιγμή και σε χιλιάδες άλλους ανθρώπους της γενιάς μου που σέρναμε τα βήματά μας κάτω από το αυστηρό βλέμμα του ίδιου παγωμένου ήλιου, της ίδιας σκοτεινής σελήνης. Βέβαια για ό,τι μου συνέβη ή πρόκειται να μου συμβεί για όσο θα ζω ακόμη έχω ακέραια την ευθύνη και κτήμα μου εσαεί τη γεύση του καπνού στα χείλη, αρχή και τέλος μιας ζωής που δεν έζησα κατά πως θα ήθελα.

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2009

Ποιος ήταν ο φονιάς του δοσίλογου;

Του Ανδρέα Φουσκαρίνη

- Δεν σου έχω πει χιλιάδες φορές μέχρι τώρα να μη μιλάς μπροστά σε άλλους για τέτοια πράγματα, άρχισε πάλι η γιαγιά να μαλώνει τον πατέρα μου, ορίστε τώρα, συνέχισε το ίδιο επιτιμητικά, τα είπες χύμα και σταράτα μπροστά σ’ αυτό το τέρας κι όπου νάναι θάρθουν οι χωροφύλακες να σε συλλάβουν. Αχ, άμυαλα νιάτα! Αναστέναξε.
- Σιώπα, ρε μάνα, προσπάθησε να δικαιολογηθεί ο πατέρας μου, γιατί να με πιάσουν οι χωροφύλακες; Τι έκανα; Τη γνώμη μου είπα μονάχα, πως δεν μπορεί να έχουμε επανάσταση χωρίς την ανατρεπτική και κοχλάζουσα παρουσία του εξεγερμένου λαού κι ό,τι άλλο αποκαλούν μ’ αυτή τη λέξη δεν είναι επανάσταση αλλά πραξικόπημα των στρατιωτικών.
- Τι λες μωρέ βλάκα, ούρλιαξε η γιαγιά που νόμιζε πάντα πως το παιδί της εξακολουθούσε να είναι μικρό και γι’ αυτό έπρεπε να το νταντεύει ακόμα σ’ αυτή την ηλικία, δεν είπες απολύτως τίποτα! Τρομάρα σου!
Ο τόνος της φωνής της έγινε ελαφρά ειρωνικός. Και μετά από μια μικρή σιωπή:
- Πραξικόπημα, ξεπραξικόπημα, συνέχισε ακάθεκτη, εγώ δεν ξέρω τι θέλεις να πεις ακριβώς αλλά τούτο το τομάρι το ξέρω καλά, σε λίγο θα το δεις κι ο ίδιος που θάρθουν οι χωροφύλακες να σε συλλάβουν. Οι άνθρωποι αυτού του είδους έχουν γεννηθεί για να κάνουν μόνο το κακό. Δεν ξέρουν τίποτ’ άλλο, συνέχισε το λόγο της η γιαγιά, εσύ ήσουνα μικρός ακόμη, δεν θυμάσαι, αν ζούσε ο μακαρίτης ο αδελφός σου θα σου έλεγε σήμερα σημεία και τέρατα για τον άνθρωπο αυτό, τόσα είχε κάνει τότε στα χρόνια της Κατοχής. Το ίδιο κι οικογένειά του. Αλλά ποιος ξέρει σε ποιος βουνοκορφές ασπρογαλιάζουν σήμερα τα κόκαλα του λεβέντη μου, μελαγχόλησε η γιαγιά στη θύμηση του μεγαλύτερου γιου της που δεν τον είχε ξεχάσει βέβαια ποτέ. Ούτε μια μέρα δεν πέρασε ποτέ που να μην τον θυμηθεί! Αλλά εσύ, συνέχισε, είσαι πολύ διαφορετικός από τον αδελφό σου, επιπόλαιος και αφελής, στο μόνο που του μοιάζεις είναι ότι και συ δεν κλείνεις το στόμα σου ποτέ όταν πρέπει. Εξάλλου, εσύ έφυγες νωρίς, πήγες στην Αμερική, δεν γνώρισες την κατάσταση εδώ! Ας είναι όμως!
- Τι συμβαίνει ρε μάννα, ρώτησε πάλι ο πατέρας μου, ποιες παλιές ιστορίες θυμήθηκες πάλι και δεν μπορείς να ησυχάσεις;
- Θες να μάθεις, λοιπόν, ρώτησε το γιο της επιτακτικά, κάθισε κάτω ν’ ακούσεις, κοιτάζοντας με νόημα προς το μέρος μας.
- ΄Ασε τα παιδιά ν’ ακούσουν, είπε ο πατέρας μου καταλαβαίνοντας τι ήθελε να του πει η μάννα του, είναι αρκετά μεγάλα για να μάθουν. Και είχε δίκιο βέβαια γιατί εγώ ήμουν ήδη δευτεροετής της Φιλοσοφικής, στο τμήμα της Ιστορίας.
- Καλά, συμφώνησε κι η γιαγιά με τη σειρά της κι άρχισε την αφήγηση της ιστορίας που θ’ ακούσετε και σεις τώρα.

---------
- ΄Ηταν το 1943 στην Αθήνα. Τρομερή χρονιά. Η πείνα που είχε πέσει πάνω στον πληθυσμό είχε πάρει τεράστιες διαστάσεις. Οι άνθρωποι πέθαιναν σαν τα κοτόπουλα μέσα στους δρόμους και τους μάζευαν με τα κάρα οι σκουπιδιάρηδες για να τους θάψουν. Εσείς, ευτυχώς, δε τις ζήσατε αυτές τις στιγμές.
Πολλοί Αθηναίοι πήραν τους δρόμους για τα χωριά για να γλυτώσουν. Το ίδιο κάναμε κι εμείς. ΄Ηρθαμε στο χωριό, τον τόπο της καταγωγής μας, για να ξεφύγουμε από τον άθλιο θάνατο που καραδοκούσε στους δρόμους της Αθήνας για να μας αρπάξει.
Κατεβήκαμε λοιπόν στην Πελοπόννησο, στην Ανδραβίδα, το χωριό της μακαρίτισσας της γιαγιάς σου της Ελπινίκης κι έτσι γλυτώσαμε τα δύσκολα γιατί όλο και κάτι βρίσκαμε για να ζήσουμε στον κήπο και το χωράφι που καλλιεργούσε σχεδόν μοναχή της.
Μαζί με μας ή μάλλον λίγο πριν από εμάς κατέβηκε και μια άλλη γνωστή οικογένεια, για τους ίδιους βέβαια λόγους, πατέρας μάννα κι ένας γιος δυο μέτρα παλικάρι που τον ερωτεύτηκαν αμέσως όλα τα κορίτσια του χωριού. Τόσο όμορφος και δυνατός ήταν, μια ευγενική ψυχή σε λάθος τόπο στη λάθος στιγμή! Τάκη τον έλεγαν και πρόφεραν όλες τα’ όνομά του αναστενάζοντας.
Ο νεαρός, που λέτε, ήταν ένα πολύ ήσυχο παιδί. Τα χρόνια εκείνα τα δύσκολα που άλλοι έπαιρναν τα βουνά και άλλοι πλησίαζαν τους κατακτητές για να επιβιώσουν, ο Τάκης έκατσε στην άκρη του και δεν ανακατεύτηκε σε τίποτα, δεν πήρε ούτε τον ένα ούτε τον άλλο δρόμο, όχι γιατί φοβόταν τους κινδύνους, τις ταλαιπωρίες ή τον θάνατο, όχι, το έλεγε στ’ αλήθεια η καρδιά του, ήταν πραγματικό παλικάρι και το απόδειξε με τις πράξεις του όποτε χρειάστηκε να το κάνει, δεν ανακατεύτηκε λοιπόν παρά για ένα μονάχα λόγο: είχε τον πατέρα του άρρωστο βαριά, ανήμπορο σχεδόν που κόντευε να τον τελειώσει η παλιαρρώστια κι η μάννα του ίσα που έσερνε τα πόδια της και δεν της ήταν εύκολο να φροντίσει την οικογένειά της. ΄Ολα τα είχε αναλάβει ο Τάκης!
Ο λεγάμενος λοιπόν ζούσε την ίδια εποχή κι αυτός στην Ανδραβίδα. Παλικάρι, δεν λέω, πάνω στην ακμή του αλλά άλλης κοψιάς άνθρωπος. Μίζερος, θρασύδειλος και λειψός στο μυαλό, υπηρετούσε με καμάρι τους Ιταλούς κάνοντάς τους το διερμηνέα. ΄Ηξερε τη γλώσσα καλά, η μάννα του άλλωστε η Λουκία ήταν Ιταλίδα και απ’ αυτή είχε μάθει τα Ιταλικά. Στην πραγματικότητα δεν ήταν υπηρέτης αλλά συνεργάτης των Ιταλών, ρουφιάνος του κερατά που κάρφωνε μ’ ευχαρίστηση στους κατά το ήμισυ συμπατριώτες του κάθε τι που υπέπιπτε στην αντίληψή του και ήξερε ότι τους ενδιέφερε ιδιαίτερα.΄Ετσι έκαψε κόσμο και κοσμάκη!
Ο παλιάνθρωπος αυτός που λέτε, που ακόμη και σήμερα δεν θέλω να πω ή ν’ ακούσω τ’ όνομά του, τόσο πολύ τον σιχαίνομαι, είχε βάλει στο μάτι μια όμορφη κοπέλα, να την πιεις στο ποτήρι, τόσο όμορφη ήταν, τη Διαμάντω, ξέρεις, του κυρ-Αργύρη, πρέπει να τον θυμάσαι τον πατέρα της, σε χόρευε στην αγκαλιά του, όταν ήσουνα μικρός και συ του τραβούσες τα μουστάκια και ξεκαρδιζόσουνα στα γέλια, τόσο αστείο σου φαινόταν! Κι εμείς βέβαια γελάγαμε με τη σειρά μας γιατί ήσουνα αστείος πραγματικά.
Ο προδότης την πίεζε φορτικά τη Διαμάντω, χρησιμοποιώντας και τη δύναμη των γνωριμιών του αλλά εκείνη πού να του δώσει σημασία, ήταν ερωτευμένη με τον Τάκη κι όπως μαθεύτηκε αργότερα κι εκείνος την αγαπούσε και την πρόσεχε περισσότερο κι από τον εαυτό του. ΄Ηταν εξάλλου γείτονες και μπορούσαν να μιλάνε χωρίς να τους παρεξηγεί κανείς.
Αυτό το έμαθε κάποια στιγμή ο ρουφιάνος, κανείς δεν ξέρει πώς, και για να τον βγάλει από τη μέση για πάντα είπε ψέματα στους Ιταλούς, πως ο Τάκης δηλαδή ήταν στην αντίσταση και ετοίμαζε κάτι σπουδαίο εναντίον τους με τους ομοϊδεάτες του, τους κομουνιστές και θάπρεπε να κάνουν κάτι για να μη βρεθούν προ απροόπτου. Και στο χωριό, τους είπε, είχε έρθει γι’ αυτό ακριβώς το σκοπό, για να μαζέψει πληροφορίες ώστε την κατάλληλη στιγμή να είναι έτοιμος να τις χρησιμοποιήσει και να τους χτυπήσει. ΄Αλλωστε, τους είπε, γιατί ήρθε εδώ, σ’ αυτό το χωριό που δεν έχει κανέναν συγγενή;
Το τελευταίο επιχείρημα τους φάνηκε πειστικό και χωρίς να καλοεξετάσουν τα πράγματα οι Ιταλοί τον έπιασαν αμέσως και τον εκτέλεσαν μαζί με δυο άλλους πατριώτες που είχαν συλλάβει εκείνη την εποχή σε ενέδρα.
΄Ετσι χάθηκε το παλικάρι, έτσι χάθηκε για λίγο ο κόσμος απ’ τα μάτια μας και το κλάμα δεν έλεγε να σταματήσει για μέρες στο χωριό.
΄Επρεπε να έβλεπες τη λεβεντιά του την ώρα του θανάτου του για να καταλάβεις τι άνθρωπος ήταν! ΄Ανοιξε προκλητικά το πουκάμισό του, γύμνωσε περήφανα το στήθος του και φώναξε με όλη τη δύναμη της ψυχής του και δίχως να φοβηθεί τίποτα και κανέναν: «χτυπάτε, άνανδροι κοκορόφτεροι αντρίκια Ελληνικά κορμιά και συ γελοίε προδότη πού θα κρυφτείς για να γλυτώσεις όταν τελειώσει ο πόλεμος;» Η ομοβροντία τον ξάπλωσε κάτω στο χώμα μαζί με τους δύο άλλους πατριώτες που ήταν μαζί του αλλά ο δολοφόνος, όπως σας είναι πια γνωστό, δεν έπαθε τίποτα μέχρι τώρα γιατί τα πράγματα ήρθαν αλλιώς όταν έφυγαν για πάντα οι κατακτητές.
- Ναι, γιαγιά, τη διέκοψα, μπορεί να ήρθε τώρα η ώρα που προφήτεψε ο Τάκης.
Η γριά με κοίταξε περίεργα, σαν κάτι να περίμενε ν’ ακούσει, εγώ δεν είπα τίποτα όμως κι έτσι συνέχισε σε λίγο την αφήγησή της για τα παιδικά χρόνια του πατέρα μου.
- Η Διαμάντω δεν άντεξε τον πόνο, συνέχισε η γιαγιά, το χτύπημα ήταν βαρύ, πήρε τους δρόμους γυμνή και απροστάτευτη, τρελάθηκε και πέθανε πριν από λίγα χρόνια. Πάει, ησύχασε η καημένη, πήγε να βρει και πάλι το μεγάλο έρωτά της. Ο πατέρας της είχε πάει λίγο πιο πριν από το μεγάλο μαράζι, δε μπορούσε ν’ αντέξει την κατάντια του μονάκριβου παιδιού του.
Αυτές είναι λοιπόν οι παλιές ιστορίες που θυμήθηκα και σ’ ενόχλησαν τόσο, είπε η γιαγιά, έτσι έφυγε ο κυρ-Αργύρης, έτσι έφυγαν τόσοι και τόσοι, έτσι έφυγε κι ο πατέρας του Τάκη και η μάννα του, πώς ν’ αντέξουν τόσο πόνο και τόση δυστυχία κι αυτά βέβαια είναι λίγα από τα πολλά κακά που προκάλεσε ο παλιάνθρωπος αυτός. Πού να σας εξιστορήσω και πόσα άλλα έκανε και κάνει ακόμη, αφού οι όμοιοί του ήταν μέχρι τώρα στην εξουσία και δεν τιμώρησαν ποτέ κανέναν για τα εγκλήματά του. Εγκληματίες είναι όλοι τους.
Αυτή η ιστορία μας έκανε τρομερή εντύπωση και μετανιώσαμε πικρά για όσα είχαμε κάνει της Διαμάντως στο παρελθόν από άγνοια και παιδική κακία, όταν ερχόμαστε στο χωριό για διακοπές. Τώρα καταλαβαίναμε και το νόημα ενός σπαρακτικού τραγουδιού που την ακούγαμε να το τραγουδάει κάποιες νύχτες με φεγγαρόφωτο και την περιγελούσαμε κι έτσι καταλάβαμε γιατί οι συγχωριανοί της την σέβονταν τόσο και μας μάλωναν όταν την πειράζαμε.
- Καλά ρε μάννα, ρώτησε ο πατέρας μου, πώς και δεν τιμωρήθηκε ποτέ ο άνθρωπος αυτός, αφού όλα είναι γνωστά και τίποτα κρυφό;
Η γιαγιά μου γέλασε σαρκαστικά και με μια ελαφριά δόση κακίας, θα έλεγα.
- Ποιος να τον τιμωρήσει παιδάκι μου, είπε, εσύ έλειψες πολλά χρόνια στο εξωτερικό και δεν τα γνώρισες τα πράγματα αυτά. Κοίτα να τα μπαλώσεις τώρα με τη βλακεία που έκανες γιατί δεν σε βλέπω να γλυτώνεις με τίποτα, οι άνθρωποι αυτοί δεν ξεχνούν ποτέ, τόσο μνησίκακοι είναι!
Πραγματικά, μετά από λίγα λεπτά της ώρας χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας κι η μικρή μου αδελφή έτρεξε κι άνοιξε αμέσως την πόρτα χωρίς να προλάβει κανείς να πει τίποτα. Στο άνοιγμά της φάνηκαν οι σκοτεινές σιλουέτες δύο άγνωστων αντρών που ερευνούσαν αδιάκριτα το χώρο. Μαζί τους ήταν κι ένας γνωστός μας χωροφύλακας.
- Είναι ο κύριος Γιώργος εδώ, ρώτησε το γνωστό μας όργανο διστακτικά, ο κύριος διοικητής λέει ότι πρέπει να τον πάμε αμέσως στο τμήμα για υπόθεσή του.
Ο πατέρας μου είχε παγώσει από το φόβο του και κοιτούσε με απόγνωση τη γιαγιά μου σα να ήθελε να πάρει τη γνώμη της για το τι έπρεπε να κάνει.
- Τα βλέπεις, του είπε απτόητη αυτή και με μια μικρή δόση χαιρεκακίας. Στάλεγα, δεν στάλεγα; Πήγαινε τώρα, μη φοβάσαι. Δε μπορείς να κάνεις τίποτα άλλωστε τούτη τη στιγμή. Και σεις, γύρισε απότομα σ’ εμάς λες και είμαστε εμείς υπεύθυνοι για την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί και σαν να έπαιρνε από μόνη της την ηγεσία της οικογένειας από εδώ και πέρα, τσιμουδιά μέχρι να γυρίσει πίσω ο πατέρας σας. Δεν είδατε και δεν ακούσατε τίποτα!
Ο πατέρας φυσικά δεν γύρισε αμέσως στο σπίτι του αλλά ταλαιπωρήθηκε αρκετά, όσο δεν είχε ταλαιπωρηθεί ποτέ μέχρι τότε στη ζωή του. ΄Εμεινε για κάμποσο στη φυλακή, μετά στην εξορία σ’ ένα γνωστό ξερονήσι, κάποτε γύρισε και σ’ εμάς, αγνώριστος από όσα είχε τραβήξει. ΄Ηταν αμίλητος και σκοτεινός, ένας άλλος άνθρωπος.
΄Ένα μήνα μετά τη σύλληψη του πατέρα μου ο λεγάμενος βρέθηκε νεκρός, με το κεφάλι του θρύψαλα από το χτύπημα μιας μεγάλης πέτρας που βρέθηκε στο πλευρό του. Κανείς δεν έμαθε ποτέ ποιος ήταν ο φονιάς παρόλο που η αστυνομία λύσσαξε απ’ το κακό της που δε μπορούσε να τον βρει.
Ακούστηκαν πολλά τότε μα τίποτα με σιγουριά. Κάτι είπαν για τον αδελφό ενός εκτελεσμένου στα χρόνια της Κατοχής που έλλειπε χρόνια στο εξωτερικό και είχε επιστρέψει πρόσφατα στην πατρίδα. Τον κάλεσε κι αυτόν η αστυνομία, όπως και πολλούς άλλους, τον ανέκρινε με επιμονή, δεν βρήκε όμως τίποτα επιλήψιμο στη συμπεριφορά του. ΄Αλλωστε, ήταν σα να έψαχνες ψύλλο στ’ άχυρα, όπως είπε προσφυώς κάποιος, αφού όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του χωριού και πολλοί των γειτονικών είχαν κάποιο λόγο σοβαρό για να τον δολοφονήσουν.
- ΄Οποιος και να τον σκότωσε καλά έκανε, είπε η γιαγιά μόλις το έμαθε, γιατί δεν πρόκειται ο τρισκατάρατος να ταλαιπωρήσει κανέναν άλλο ανθρωπάκο, όπως έκανε πάντα. Εμείς όμως πες μου τι κάνουμε μέχρι να βγει ο πατέρας σου από τη φυλακή.
Ο πατέρας μου δεν βγήκε βέβαια από τη φυλακή αλλά δυο τρία χρόνια ακόμη τράβηξε των παθών του τον τάραχο. Η γιαγιά όμως ήταν μια δυναμική γυναίκα που τα πήρε όλα πάνω της και μας έδινε και σ’ εμάς το κουράγιο που χρειαζόταν για να τα βγάλουμε πέρα με τις δύσκολες καταστάσεις που ακολούθησαν μια και η μάνα μας δε μπορούσε να παίξει αυτό το ρόλο εκείνο τον καιρό έτσι αδύναμη που ήταν. Η υγεία της εξάλλου είχε επιδεινωθεί μετά τη σύλληψη του πατέρα και δεν άντεξε στο τέλος, μετά από λίγο καιρό μας άφησε για πάντα.
Εγώ όμως ήμουν εκεί, ο πιο ψύχραιμος από ολόκληρη την οικογένεια κι ο πιο σκληρός μετά τη γιαγιά. ΄Ισως γιατί ήξερα κάτι που δεν ήξερε κανένας άλλος και δεν θα το μάθει ποτέ κανείς! Ούτε κι η γιαγιά! Στην πραγματικότητα ήμουν ο μόνος που γνώριζε το δολοφόνο του δοσίλογου κι αυτό γιατί με την πέτρα τον χτύπησα εγώ θανάσιμα στο κεφάλι και κανένας άλλος.

Δευτέρα 6 Ιουλίου 2009

29ο συμπόσιο ποίησης

29ο Συμπόσιο Ποίησης

Ξεκίνησε από την Πέμπτη, 2 Ιουλίου το 29ο Συμπόσιο Ποίησης στο Συνεδριακό Κέντρο του Πανεπιστημίου της Πάτρας. Η πρώτη μέρα, όπως είχε προαναγγελθεί, ήταν αφιερωμένη στους Ηλείους ποιητές μετά το 1950.
Η συνεδρίαση άρχισε με εισήγηση του Ανδρέα Φουσκαρίνη για τους Ηλείους ποιητές που δημοσίευσαν έργα τους μετά το 1950. Η εισήγηση ξεκίνησε με το ρητορικό ερώτημα αν νομιμοποιούμαστε να μιλάμε για ποίηση της Ηλείας απολύτως ξεκομμένα από την υπόλοιπη Ελληνική Ποίηση. Η απάντηση ήταν βέβαια αρνητική και μόνο για λόγους έρευνας, μελέτης και μεθοδολογίας μπορούμε να μιλάμε μόνο για την Ηλεία.
Στη συνέχεια ο ομιλητές αναφέρθηκε με λίγα λόγια στο ποιους θεωρούμε Ηλείους ποιητές και σε τι διαφοροποιούνται από τους υπόλοιπους Έλληνες ποιητές. Ακολούθως έγινε μια πλήρης σχεδόν αναφορά σε όλους τους Ηλείους ποιητές με ιδιαίτερο βάρος στον Τάκη Δόξα, το Φώτο Πασχαλινό, στους ποιητές που εμφανίστηκαν στη δεκαετία του 1940 γύρω από το περιοδικό «Οδυσσέας» και τον «Πυργιώτικο Παρνασσό», σ’ εκείνους που χάθηκαν πρόωρα χωρίς να μπορέσουν να ξεδιπλώσουν πλήρως το μεγάλο ταλέντο τους, όπως ο Νίκος Καχτίτσης, ο Δημήτρης Μορτόγιας και ο Κώστας Οικονόμου, στην ξεχωριστή περίπτωση του Χρίστου Λάσκαρη από το Χάβαρι, στον Ηλία Γκρη, το Στάθη Κουτσούνη, το Διονύση Κράγκαρη και την ομάδα των περιοδικών «Διάλογος» και «Εκ Παραδρομής» των Λεχαινών, και σε πολλούς άλλους όπως ο Ιωσήφ Αργυρίου, ο Γιώργος Γώτης, ο Θανάσης Τσίρος, ο Βαγγέλης Αποστολόπουλος, ο Π.Α.Σινόπουλος,κ.λπ.
Ιδιαίτερο βάρος δόθηκε στον Τάκη Σινόπουλο και το Γιώργη Παυλόπουλο που το έργο τους αποτελεί ό,τι πιο σημαντικό δημιουργήθηκε στην Ηλεία στο χώρο της Ποίησης κατά τον 20ο αιώνα.
Στη συνέχεια ο Κώστας Καπέλας και ο Σωκράτης Σκαρτσής διάβασαν ποιήματα του Τάκη Σινόπουλου, του Γιώργη Παυλόπουλου, του Χρίστου Λάσκαρη και του Γιώργου Παναγουλόπουλου ενώ ο Ηλίας Γκρης αναφέρθηκε δια μακρών στο έργο του Σινόπουλου και ο Στάθης Κουτσούνης στο έργο του Παυλόπουλου και του Λάσκαρη.
Στο δεύτερο μέρος της συνεδρίασης διάβασαν ποιήματά τους οι Ηλείοι ποιητές που παρακολουθούσαν τις εργασίες του Συμποσίου, ο Ηλίας Γκρης δηλαδή, ο Τάσος Γαλάτης που κατάγεται από τη Νέα Φιγαλεία, ο Θανάσης Τσίρος από το Νησί της Βάρδας, ο Στάθης Κουτσούνης και ο Ανδρέας Φουσκαρίνης. Τις συνεδριάσεις και τις αναγνώσεις των ποιημάτων παρακολούθησε πλήθος κόσμου. Τις επόμενες ημέρες το Συμπόσιο θα ασχοληθεί με το μοντερνισμό στην Ποίηση και θα διαβάσουν ποιήματά τους πολλοί ακόμη ποιητές από άλλα μέρη της Ελλάδας.

( Ολόκληρο το κείμενο της εισήγησης του Φουσκαρίνη στο: afouskarinis.blogspot.com)

Η Ομήγυρη

Η Ομήγυρις
Του Ανδρέα Φουσκαρίνη


Μακρυμαλλούσα κοπελιά το βυζί σου καρτερώ για να πέσει στο νερό. Τα λόγια αυτά τα έλεγε συχνά ο παιδικός μου φίλος, ο Σταύρος, όταν συναναστρεφόταν συνεχώς και αδιαλείπτως τις τρυφερές κορασίδες με τα δόκανα στα μάτια και το σφάχτη στα νεφρά, προσπαθώντας αυθαδέστατα να τις εντυπωσιάσει. Και πάντοτε, όπως ήταν αναμενόμενο άλλωστε, προκαλούσε τη γενική θυμηδία και το γέλιο των παρευρισκομένων, σε πείσμα του κοινού μας φίλου, του Βασίλη, τεταρτοετούς της Νομικής τότε, ο οποίος, αφού ανάλωσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη λατρεία γλυκυφθόγγων ήχων της ασπαιρούσης από τρυφερότητα και ξιπασιά κιθάρας του, ανέμενε με αγωνία και μετά την τοιαύτη έκφραση του Σταύρου λυγμούς σκληρής απελπισίας.
Η χάρη όμως δεν του γινόταν ποτέ. ΄Έτσι, τις στιγμές αυτές της απόρριψης, μη ανεχόμενος άλλες προσβολές έσκυβε το κεφάλι και βωμολοχούσε με θυμό, όπως ακριβώς ο χαμαιλέων τις στιγμές της σπερμογόνου εκρήξεώς του βρωμίζει τα πάντα ενώ η ομήγυρη, περιχαρακωμένη κι αυτή με τη σειρά της στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα του σκοτεινού δωματίου και ούσα κατ’ αυτόν τον τρόπο χωρίς δυνάμεις ενδελεχούς αντιστάσεως, ξεσπούσε σε κραυγές επιδοκιμασίας και χαιρόταν από καρδιάς τη λαμπρότητα και τη μεγαλαυχία του Σταύρου και των λόγων που εκστόμιζε συχνά.
Αυτές τις στιγμές παραφύλαγε κρυμμένος στη γωνία του δωματίου και έμπαινε στη μέση ο Ντέμος Καντέμος, μακρινός απόγονος του δρυοκολάπτη της νύχτας Θωμά του Ακυινάτη και κουνώντας τελετουργικά τους όρχεις του, δίκην μεγάλου αυνανιστή τη στιγμή της εκτόξευσης του υπερκαλύπτοντος το χώρο σπέρματός του ουρούσε καθέτως και οριζοντίως μέσα σε δύο μεγάλα μπουκάλια κοκακόλας, τα οποία στη συνέχεια και με χέρι που έτρεμε από τη συγκίνηση και το πάθος που τον διακατείχε σ’ αυτές τις περιστάσεις τα έδινε, τα προσέφερε καλύτερα, με μεγάλη ευγένεια ομολογουμένως, στις λυγερές κορασίδες που παρευρίσκονταν πάντα στις συγκεντρώσεις μας για να δροσιστούν από τον πνιγηρό καύσωνα της ημέρας και καμιά φορά της νύχτας και από τις αλλεπάλληλες εκκενώσεις γέλωτος βαρέος και λιγυφθόγγου.
΄Έτσι τελείωνε κάθε φορά η ομήγυρη και το γεγονός, ίδιο και απαράλλακτο, επαναλαμβανόταν σε τακτά διαστήματα έως ότου ο Σταύρος αναχώρησε για τη θαλασσόβρεκτη πατρίδα του και από τότε δεν τον ξαναείδαμε ποτέ. Κι ακόμη και σήμερα παραμένει εκεί, πιστός στην απόφαση που πήρε την ημέρα που εξαφανίστηκε για πάντα.
Είναι γεγονός ότι μετά την αναχώρηση του Σταύρου κανείς δεν σκέφτηκε ποτέ να ξανασυνδέση τη διεσπασμένη συντροφιά παρόλο που η θέση του δεν έμεινε για πολύ κενή γιατί την πήρε ο άρτι αφιχθείς εκ των Αθηναϊκών περιχώρων Τάμης ο μισθοσυντήρητος. Τα πράγματα είχαν αλλάξει πολύ και σιγά σιγά το καταλάβαμε όλοι. Βοήθησε σ’ αυτό και η πτώση της τρισκατάρατης χούντας.
΄Έτσι έκλεισε οριστικά και αμετάκλητα μία πλευρά της εν Λυσιατρείω διαμονής μου και άπειρες φορές αναλογίζομαι, όταν βρίσκομαι μόνος με τον εαυτό μου, πόσο άδοξα έφυγε ο μπαγάσας από τη μέση και μετέβη δια παντός στην ξεχασμένη χώρα των Λωτοφάγων, αφού γλίτωσε πρώτα τη σφαγή των τρομερών Κυκλώπων, ως άλλος Οδυσσέας στη μέση της θάλασσας, κορυβαντιών και ηδονιζόμενος σε αλλόκοτες στιγμές διαυγούς εκλάμψεως.

Τρίτη 30 Ιουνίου 2009

Βιογραφικό Ανδρέα Φουσκαρίνη

Ο Ανδρέας Φουσκαρίνης γεννήθηκε στην Ανδραβίδα τον Σεπτέμβριο του 1948, όπου εξακολουθεί να ζει και να εργάζεται στη μέση εκπαίδευση. Σήμερα είναι διευθυντής του Γενικού Λυκείου Ανδραβίδας. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας ενώ το σχολικό έτος 1985-1986 φοίτησε στη Σχολή Επιμόρφωσης Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης της Πάτρας. Παράλληλα δίδαξε για κάμποσα χρόνια σε Κ.Ε.Κ. του Πύργου και σε θέματα πολιτισμού, Ιστορίας Λαογραφίας και διαχείρισης ανθρώπινων πόρων.
Ασχολείται με την Λογοτεχνία από τα μαθητικά του χρόνια ενώ έχει δημοσιεύσει κείμενά του από την εποχή που ήταν ακόμη φοιτητής σε διάφορα έντυπα του κέντρου και της περιφέρειας.
΄Εχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: «Πρελούντιο», 1980. «Συμπληγάδες Πέτρες και άλλα συναφή», 1982. «Περικαλλείς διηγήσεις Χριστοφόρου του Πατζινακίτου», 1983. Επίσης, την «Ανθολογία Ηλείων Λογοτεχνών», 1981 με την συνεργασία των : Γιώργου Γώτη και Διονύση Κράγκαρη, τη μελέτη : «Η ανολοκλήρωτη κοινωνία του Μεσοπολέμου στο βιβλίο του Δημήτρη Χατζή: Το Τέλος της Μικρής μας Πόλης», 1990 και τον τόμο: «΄Ανθη της Εσπερίας»,1994 που περιλαμβάνει μεταφράσεις ποιημάτων του ΄Ελλιοτ, του Πάουντ, του Πρεβέ, του Απολλιναίρ, της Πλαθ, του Λήβι, του Αρχίλοχου του Πάριου και άλλων.
΄Εχει συνεργαστεί στην έκδοση των περιοδικών εντύπων: «Ανδρέας Καρκαβίτσας» και «Διάλογος» της Μορφωτικής ΄Ενωσης Λεχαινών, «Εκ Παραδρομής» της Πολιτιστικής Εταιρίας «Φράγμα» και «Δροσελή» της Κίνησης των Πολιτών για την Οικολογία και το Περιβάλλον των Λεχαινών.
Κείμενά του βρίσκονται δημοσιευμένα στα περιοδικά: «Διαβάζω», «Ανδρέας Καρκαβίτσας», «Διάλογος», «Εκ Παραδρομής», «Δροσελή», «Αλφειός» Πύργου, «Υδρία» Πατρών, «Ηπειρωτική Εστία» Ιωαννίνων, «Οροπέδιο» καθώς και σε άλλα έντυπα και εφημερίδες του Εσωτερικού και Εξωτερικού. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά.
΄Εχει για έκδοση ακόμη μια συλλογή διηγημάτων και συνάμα μια συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Φρυκτωρίες», καθώς και μια νέα ανέκδοτη ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Νύχτες»» και τα μυθιστορήματα «Τη νύχτα που σκοτώσαν το Μιχάλη» και «Ο ΄Εγκλειστος της Απάμειας». ΄Εχει χρησιμοποιήσει κατά καιρούς διάφορα ψευδώνυμα, μεταξύ των οποίων και τα: «Αρχίλοχος Ναβίδης», «Σεβαστοκράτωρ Σεβαστιανός Δοριάλωτος» και άλλα.
Για χρόνια κρατούσε τη στήλη του χρονογραφήματος στην εφημερίδα «Πρωινή» ενώ παράλληλα δημοσίευε και άλλου είδους κείμενά του στην εν λόγω εφημερίδα. ΄Εχει διατελέσει και διευθυντής πολιτισμού και αθλητισμού στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ηλείας.

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2009

Ημιτελές σχέδιο τηλεοπτικού σεναρίου

Του Ανδρέα Φουσκαρίνη


Αυτή με κόκκινα μαλλιά και πράσινες κάλτσες μπελ επόκ.
Αυτός πάσχων εκ πριαπισμού, ατημέλητος και κακεντρεχής. Κατάσταση θλιβερή και αθεράπευτη, κατάλληλη μόνο για μελό παρωχημένης εποχής.
Συναντώνται εσκεμμένως και εν κρυπτώ στα διάκενα που αφήνει ο χρόνος ανάμεσα σε δύο εκσπερματώσεις και τέσσερα αναφιλητά.
Αποτέλεσμα κανένα. Αναμενόμενο άλλωστε. Απόφαση καμιά. Οι υλακές της νύχτας δεν επιτρέπουν τελικά την τελεσφόρηση των πόθων και την αυτόματη υγροποίηση των οδυρμών και του πάθους.
Με μεγάλα καλλιτεχνικά γράμματα το τέλος. Δεν αναγράφονται πουθενά ονόματα ηθοποιών, σκηνοθέτη, σκηνογράφων, τεχνικών κ.λπ. Προς τι άλλωστε, αφού την ιστορία τη γράφει η ίδια η ζωή και όχι ένας χαρισματικός σεναριογράφος.
Εν τέλει τα γεγονότα διεξήχθησαν αλλιώς. Ο παραγωγός που θα αναλάμβανε την εκτέλεση του ανωτέρω σχεδίου τόριξε στην προαγωγή και προστασία ωραίων και εύκολα ερωτεύσιμων γυναικών, δημιουργώντας προς τούτο κέντρα ηδονής σε ολόκληρη την επικράτεια προς μεγάλη ευχαρίστηση εμένα και των οικείων μου που τώρα είναι απολύτως σίγουροι ότι δεν πρόκειται να στερηθούν ποτέ την αναγκαία σε αυτούς αλλά και αναντικατάστατη παρουσία μου.
Αυτά για τους άλλους. Προσωπικά ελπίζω όμως να ευοδωθούν κάποτε οι σκοποί μου και οι στόχοι μου για να αντιληφθούν όλοι τέλος πάντων ότι κάτι αξίζουμε κι εμείς που δεν βγήκαμε ακόμη στο κουρμπέτι γιατί δε βρήκαμε εκδότη ή παραγωγό.

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2009

Καβαλάρηδες του Ουρανού

Του Ανδρέα Φουσκαρίνη


Στα χάνια κανείς δεν σταματάει πια για να ταΐσει τ’ άλογά του, να φάει και να κοιμηθεί τινάζοντας με απέχθεια από πάνω του την κούραση μιας μέρας που πέρασε εν αγνοία του. ΄Άλλωστε, χάνια δεν υπάρχουν σήμερα, αντικαταστάθηκαν επιτυχώς από άλλου είδους καθιδρύματα.
΄Έτσι ο διαβάτης στέκεται λίγα μόνο λεπτά της ώρας στα επί τούτω ιδρυθέντα καταστήματα στις στροφές των εθνικών οδών, πίνει με απόλαυση το γλυκύ βραστό του ή τον μέτριο, καπνίζει αρειμανίως το τσιγάρο του και ατενίζει με βλέμμα απλανές τους μακρινούς ορίζοντες των λογισμών του, τους οποίους στην πραγματικότητα δεν βλέπει σχεδόν ποτέ, γιατί είναι πάντα αφηρημένος και αδιάφορος, άλλα τραβούν την προσοχή του, το οδόστρωμα και οι στροφές ή τα χιλιόμετρα που καταπίνει καθημερινά η μηχανή του. ΄Ύστερα, την καβαλάει με επιδεξιότητα ιππότη και χάνεται από τα μάτια σου, για πάντα ίσως, μοναχικός καβαλάρης του παρόντος και αθεράπευτος εχθρός του μέλλοντος.
Σχεδόν πάντα, στη στροφή του δρόμου, τον περιμένει ο θάνατος ή μια γκομενίτσα. Για τον ίδιο η διάζευξη δεν σημαίνει και πολλά. Με την ίδια διάθεση, την ίδια προθυμία με την οποία μπορεί να πλαγιάσει με τη γκομενίτσα, στα διάκενα της ευθύγραμμης πορείας του χρόνου του, με την ίδια ακριβώς εναγκαλίζεται και τον θάνατο που τον παραμονεύει, σίγουρος πάντα για την τελική κατάληξη του ταξιδιού του. Γι’ αυτόν ο έρωτας δεν είναι τίποτα, μια πράξη από συνήθεια και ανάγκη μόνο, κάποτε από βαριεστιμάρα και ανία, που την επιτελεί μηχανικά και με τα μάτια στους δείχτες του ρολογιού του γιατί συνέχεια βιάζεται και το σπουδαίο είναι να σφίγγει τα ρωμαλέα σκέλη του με ηδονή στη σέλα του μηχανικού αλόγου του και να βυθίζεται στα σύννεφα, αλλόκοτος καβαλάρης του Ουρανού.
Κοιτάζει πάντοτε μπροστά, κάθε άλλη κατεύθυνση την αγνοεί, όπως και κάθε παρέκκλιση απ’ την πορεία του, δεν είναι άντρας ή γυναίκα, είναι άγγελος ασώματος και διαφανής που τόσκασε απ’ τη φωλιά του και τώρα ήρθε η ώρα να επιστρέψει νικητής, τροπαιοφόρος, αιώνιος καβαλάρης του σύμπαντος κι αυτό του φτάνει, δεν δέχεται άλλη ιδιότητα ή χαρακτηρισμό, βυθίζει τα σπιρούνια του στα πλευρά του αλόγου του με πάθος αληθινό και τρυφερότητα, όπως, ενδεχομένως, κάποιος άλλος το πέος του στο μαλακό αιδοίο τρυφερής παρθένας και νιώθει απέραντα ευτυχισμένος γι’ αυτό κι αυτό τον υπακούει και καλπάζει ασταμάτητα αφήνοντας πίσω του τη μαύρη γραμμή του θανάτου. Είναι απολύτως φυσικό λοιπόν να αποφεύγει επιμελώς το πλήθος, ποτέ δεν θα τον δείτε με παρέα στα γήπεδα και τις συγκεντρώσεις ή σε συναυλίες λαϊκής μουσικής κι αν χορέψει, χορεύει μόνο ζεϊμπέκικο ή ροκ εν ρολ, μοναχικά κι απόκοσμα.
Ο Τέλης, ο Τάκης, ο Νώντας, ο Τρύφωνας, ο Θάνος. Αυτή είναι εν τέλει η ζωή τους. ΄Έτσι ζουν. Η ιστορία του ενός είναι η ιστορία και του άλλου, η ιστορία όλων. Δεν υπάρχουν διαφορές ή ιδιαιτερότητες. ΄Η μάλλον υπάρχουν αλλά ελάχιστες κι ασήμαντες. Είναι πνεύματα αγαπημένα που την κατάλληλη στιγμή χάνουν ολοσχερώς το γήινο περίβλημά τους και κόβουν την ανάσα των φιλήσυχων ανθρώπων που καθημερινά χτυπούν την κάρτα στη δουλειά τους αγόγγυστα κι αδιαμαρτύρητα.
Μια πιθανή αφήγηση λοιπόν δεν είναι δυνατόν να περιλάβει ατομικά χαρακτηριστικά κι ασήμαντες λεπτομέρειες για να γεμίσει τα κενά της γι’ αυτό και μένουμε στην περιγραφή γιατί αυτή και μόνο αυτή δηλώνει και σημαίνει τα πάντα, όπως ακριβώς και οι καμπάνες των εκκλησιών ηχούν στις διάφορες περιστάσεις της ανθρώπινης ζωής με τον ιδιαίτερο ήχο τους κάθε φορά.

Τρίτη 26 Μαΐου 2009

Το τέλος του παιχνιδιού

Του Ανδρέα Φουσκαρίνη

Ο αγώνας ήταν αμφίρροπος. Γλαφυροί ιππότες, των οποίων επικεφαλής ήταν ο εκπεσών δήμαρχος, με υψωμένα τα λάβαρα και με αμφίστομα εγχειρίδια στα χέρια, έκρουαν τη θύρα της πριγκηπέσας Ιζαμπώς, κόρης ευγενούς και θυγατρός του τρίτου Βιλεαρδουίνου που κυβέρνησε δυναμικά τη χώρα. Δύο αλλοπαρμένοι βαρόνοι, αυνανιζόμενοι μετ’ αφάτου αγαλλιάσεως και ηδονής ακατονόμαστης, συγχρόνως εκατουρούσαν στην αυλή της κούρτης όπου έγινε και η τελευταία συνέλευση αρχόντων και αρχομένων με την οποία επρόκειτο να μεταβιβαστεί ομαλά η εξουσία στο λαό. Πλην όμως κάτι τέτοιο δεν επετεύχθη τελικά γιατί η δημοτική αρχή αρνήθηκε να πάρει την εξουσία στα χέρια της χωρίς την έγκριση όλων των βαρόνων και των ιερωμένων του πριγκιπάτου.
Ο στίβος ήταν γεμάτος αίματα και αποξηραμένο πύον και οι ποδοσφαιριστές της τοπικής ομάδας, της Δάφνης, και οι οπαδοί της γιουχάιζαν αδικαιολόγητα τους διαιτητές, αδιαφορώντας τελικά για τις κίτρινες και τις κόκκινες κάρτες. Ειδικά το κόκκινο δεν τους ενδιέφερε καθόλου. ΄Αλλωστε ως χρώμα τους ήταν ιδιαίτερα απαγορευμένο.
Τότε, εν μέσω των ιαχών του πλήθους και των κλαγγών των όπλων, ακούστηκε ο οξύς ήχος που παρήγαγαν εντελώς ξαφνικά δύο πλανόδιοι οργανοπαίχτες, κλαριντζήδες κατά τα φαινόμενα που κανείς ποτέ δεν κατάλαβε πώς βρέθηκαν εκεί, σαν τελετάρχες στις εθνικές επετείους που δίνουν πάντα το σύνθημα της έναρξης και της λήξης των τοιούτων πανηγυρικών εκδηλώσεων. Κάθε κίνηση και κάθε ήχος αυθωρεί εσταμάτησε και η γαλήνη, πνιγηρή ως ο καύσωνας του θερινού ηλιοστασίου, επεκράτησε από τότε στην έρημη πόλη, στην οποία, ντρέπομαι που το λέω, σταμάτησαν ολοσχερώς οι γεννήσεις και αυξήθηκαν οι θάνατοι επικίνδυνα.
Ταύτα εκ γασμούλου τινός χρονικογράφου άνευ ονόματος, χρόνου και τόπου γραφής αντιγραφέντα υπ’ εμού εν Σωτηρίω έτει 1982 στην έρημη ανθρώπων Ανδραβίδα, πάλαι ποτέ πρωτεύουσα του ενδόξου πριγκιπάτου του Μορέως.

Δευτέρα 25 Μαΐου 2009

Στιγμές απ' τη ζωή ενός σαλτιμπάγκου

Του Ανδρέα Φουσκαρίνη

Πόνος ενδόμυχος και πίκρα βαθιά που δεν λέγεται. Βαθιές αυλακιές και σκασίματα τραχιά μιας μορφής ηλιοψημένης, φαγώματα αποτρόπαια του μαύρου σαρακιού που τρώει τη ζωή του ανθρώπου καθημερινά. Μάτια θαμπά, άτονα, που ατενίζουν το σύμπαν με κούραση, καρτερώντας την ώρα που θα πιούνε το χρόνο στιγμή τη στιγμή ως το τέλος του. Προσπάθεια μεγάλη, τεράστια, φορτωμένη με γνώση από ανεκπλήρωτες επιθυμίες, κόντρα στο ρυθμό της ζωής. Υπομονή ως την ώρα της διάλυσης. Ως την ύστατη ώρα.
Κοιμήθηκε έχοντας στο νου του μια νεροχελώνα. Την είδε και πάλι στο όνειρό του, ολοκάθαρα, σαν ζωντανή. Κουνούσε πέρα δώθε το φιδίσιο κεφάλι της σαν εκκρεμές που χτυπάει ασταμάτητα τις ώρες στον τοίχο. Με τη λεπτή σαν τσιγαρόχαρτο γλώσσα της άρχισε να του γλείφει τα γένια, το στόμα, τα μάτια, το μέτωπο. Σε λίγο τα χέρια και τα πόδια. Της χάιδεψε τρυφερά το σκληρό της το κέλυφος. Η κρύα του επιφάνεια, παγερή σαν τον θάνατο, τον ξύπνησε αμέσως. ΄Έφερε το χέρι στο μέρος της καρδιάς και προσπάθησε να μετρήσει τους ακανόνιστους χτύπους της μονάχος. Μάταιος ο κόπος, η προσπάθεια χαμένη στο κενό μαζί με τα κομμάτια της ρημαγμένης του ζωής.
Σκέφτηκε τότε πολλά και κυρίως τις στιγμές που με την Ιωάννα συντροφιά τραμπαλιζόταν αμέριμνος πάνω σε δρύινες κορυφές. Αλλοτινές στιγμές συγκινησιακού μεγαλείου που ορμούσαν ακάθεκτες σαν ύαινες από το βάθος της ύπαρξης, σαν άγριος χείμαρρος τις σκληρές χειμωνιάτικες νύχτες. Χαμογέλασε πικρά. Βυθισμένος στο ακίνητο τέλμα της τωρινής του απραξίας μετράει τη ζωή του και τη βρίσκει λειψή, χωρίς νόημα. Χαμόγελο πικρό, ψυχοφθόρο, του τέλος που αργεί να φανεί στον ορίζοντα. Φυσικά, λείπει η απόφαση.
Οι σκέψεις, σκληρές και αδυσώπητες, τον χτυπούν σαν σφυριά στο μυαλό κι αυλακώνουν και πάλι το μέτωπο. Η μπόχα του φέρνει ναυτία και εμετό. Τα όνειρα είναι νεκρά και παύουν να χύνουν το γλυκό τους το βάλσαμο στη θλιμμένη του ψυχή. Το μέλλον βουβό κι απροσδιόριστο. Ξημερώνει.
Η απόφαση πάρθηκε αμέσως, με περίσκεψη και αιδώ. Αλλά και με απλή εγκαρτέρηση. ΄Έπιασε μαλακά το σφυγμό του και ύστερα, φέρνοντας αργά και τελετουργικά το χέρι του στο μέρος της καρδιάς, πέθανε, κρατώντας ως το τέλος με υπέρτατη προσπάθεια την αναπνοή του. Ο ήλιος που ανέτειλε σε λίγο δεν είδε τίποτ’ άλλο από το ξύλινο φέρετρο, κλειστό, χωρίς άνθη και άσπρες κορδέλες. Από το φόβο, είπαν, μιας απρόσμενης μόλυνσης. Και φυσικά, όχι μόνο σωματικής.
1974,1977,1981.

Πέμπτη 2 Απριλίου 2009

Πώς ο μόσχος εσφάγη ανηλεώς στο μέσον της πλατείας

Του Ανδρέα Φουσκαρίνη

'Ο μόσχος ήταν καλοθρεμμένος γιατί, ως τάμα για την ώρα της νίκης, απέσπα την προσοχή όλων των κατοίκων τής πόλης, καθ’ όλη την διαρρεύσασα τετραετία. 'Έτσι εγεννήθη, ετράφη και ανετράφη για να σφαγεί στο ιερό θυσιαστήριο τής εκλογικής νίκης.
Από νωρίς το πλήθος είχε συγκεντρωθεί στην κεντρική πλατεία τής πόλης για να απολαύσει, ιδίοις όμμασι, το απρόσμενο θέαμα. Σε ειδική εξέδρα κάθονταν οι τρεις Βιλεαρδουίνοι μετά τής θυγατρός του τελευταίου' Ισαβέλλας και παρακολουθούσαν αμίλητοι τα τεκταινόμενα, ενώ η κούρτη και ο πέριξ χώρος είχαν ηλεκτροφωτιστεί με ισχυρούς προβολείς για να κάνουν τη νύχτα ήμέρα. Οι υπόλοιποι επίσημοι, βρίσκονταν μια θέση πίσω από τούς πρίγκιπες, κατά τη σειρά του αξιώματος του καθενός, κρατώντας στα χέρια λευκά αναστάσιμα κεριά και, ακόμη πιο πίσω, οι νεολαίες των συνεργαζομένων Κόμμάτων, οι πρόσκο­ποι, οι οδηγοί, τα λυκόπουλα, ένοπλο άγημα της αεροπορίας και τμήμα, εναπομεινάντων από την εποχή τής δικτατορίας, αλκίμων.
'Ο μόσχος, όπως αναμενόταν άλλωστε, ήρθε τρα­βηχτός, παρά τη θέλησή του. 'Εξ άλλου, ποιος οδηγείται με τη θέλησή του στο θυσιαστήριo, το οποιοδήποτε θυσιαστήριo; . Ο γνωστός ανά τα περί­χωρα χασάπης Κωνσταντίνος Κοτσαλής, τον είχε δέσει με μια χοντρή τριχιά και έτσι τον έφερε στη μέση της πλατείας, στο σημείο εκείνο στο οποίο το τρεχού­μενο νερό του υδραγωγείου φαντάζεται τον εαυτό του ως σιντριβάνι πού ρέει ακαταπαύστως ενώ το φωτί­ζουν, όπως ακριβώς τα ημιφορτηγά των χαρούμενων Ινδομιγάδων τής γειτονικής κωμοπόλεως, απειράριθμα, πολύχρωμα λαμπιόνια.
. Ο δήμαρχος, επικεφαλής της πλειοψηφίας τού δημοτικού συμβουλίου και μέρους της εκλογικής του πελατείας, προσπάθησε να εμποδίσει τη θυσία. Εις μάτην, όμως! Το πλήθος ήταν αποφασισμένο για όλα και δεν υποχωρούσε με τίποτα. Καμία δύναμη στον κόσμο τούτο, όπως φάνηκε εκ των ύστέρων, δεν ήταν τόσο ισχυρή ώστε να ανακόψει τη φρενιτιώδη επέλα­σή του πού μόνο με επέλαση μαινάδων θα μπορούσε να την παραβάλει κανείς. "Όμως και ο δήμαρχος δεν το έβαλε κάτω. 'Από γεννησιμιού του αγωνιστής συνήθιζε πάντα να θέτει τον εαυτό του μπροστά
στους κινδύνους για το συμφέρον της πόλης και των πολιτών. Έτσι και σ' αύτή την περίπτωση, στάθηκε
μπροστά για να εμποδίσει, με το σώμα του, τα αιμοσταγή ένστικτα τού Κοτσαλη να εκδηλωθούν στο σώμα τού άτυχούς και ανυπεράσπιστου μόσχου. Την ίδια στιγμή κατέφθασε και ένα φορτηγό, ανατρεπόμενο, δεκαπέντε περίπου τόνων και ένας φορτωτής, για να συμπαρασταθούν στον νεαρό χασάπη, ενώ ο μόσχος, πού τον ερέθιζε και το κόκκινο της γραβάτας τού πρώτου ανδρός της πόλης και το λευκό του μαντηλάκι, επετέθη μανιασμένος εναντίον του, όπως ακριβώς ο ταύρος κατά τού ταυρομάχου στις Ισπανι­κές αρένες, και τον ανάγκασε να κάνει ένα. γυριστό τσαλιμάκι για να αποφύγει την κουτουλιά. Αύτή όμως η κίνηση ήταν πολύ ατυχής για τον μόσχο, γιατί γλίστρησε στα ολισθηρά πλακάκια της πλατείας και, με τη φόρα πού είχε, έχασε, την ασταθή άλλωστε ισορροπία του και σωριάστηκε, ανήμπορος πλέoν για αντίσταση, καταγής. Το πλήθος ζητωκραύγαζε ξέφρε­να σε ρυθμό ροκ εν ρόλ ανάμικτο με τσιφτετέλι και καρσιλαμά και χτυπούσε ρυθμικά τα χέρια και τα πόδια προσπαθώντας να εμφυσήσει το δικό του ενθoυσιασμό στο μεγάλο και ηρωικό εκδοροσφαγέα πού, όλως ανελπίστως, άρχισε να τα χάνει ελαφρώς, απογοητεύοντας έτσι και το πλήθος πού είχε συρρεύ­σει από νωρίς για να θαυμάσει την πρωτοφανή και μεγαλειώδη θυσία άλλά και τούς παρατεταγμένους, κατά τη σειρά τού αξιώματος, επισήμους. Ευτυχώς όμως, ο μόσχος ήταν ακόμη ξαπλωμένος καταγής και αυτό το γεγονός έδωσε στο διστακτικό Κοτσαλη και τη δύναμη άλλά και το θάρρος πού χρειαζόταν για την περίσταση και του μπήγει στον αυχένα το κοφτερό του το μαχαίρι, ενώ το πλήθος αλάλαζε απ’ τη χαρά του.
Αυτό ήταν! . Η δημοκρατία ενίκησε για μιαν ακόμη φορά! . Ο μόσχος εσφάγη ανηλεώς στο μέσον της πλατείας και εκρεμάσθη πάραυτα από την κουτά­λα τού φορτωτή για να τον γδάρουν με τις ιαχές τού πλήθους. 'Η κομμένη κεφαλή του κύλησε στο δάπεδο και έκοψε διαμιάς κάθε ήχο, κάθε φωνή και κάθε αλαλαγμό γιατί, δυστυχώς, ή κεφαλή τού μόσχου, όπως απεκαλύφθη στη στιγμή, ήταν ή κεφαλή τού ατuχoύς δημάρχου, που δεν μπόρεσε, τελικά, να αποφύγει το μοιραίον, παρά τις υπεράνθρωπες και αγωνιώδεις του προσπάθειες. 'Έτσι, ήταν μοιραίο, να αποκεφαλισθεί μπροστά στους οπαδούς του και ή πόλη να χάσει τη φυσική της ηγεσία.

Τρίτη 31 Μαρτίου 2009

Οι συνεχείς όσο και θλιβερές μεταμορφώσεις του ήρωα Αλκιδάμα και το ηρωικό του τέλος

Ο Αλκιδάμας, όταν γεννήθηκε, ήταν ένα παιδί εντελώς φυσιολογικό και τίποτα δεν έδειχνε την πιθανότητα κάποιας μελλοντικής μεταμόρφωσης, εκτός, ίσως, το σχετικά μεγάλο μέγεθος των γεννητικών του οργάνων, το οποίο, αρχικά, ευχαρίστησε υπέρ το δέον, όπως γίνεται συνήθως σ’ αυτές τις περιπτώσεις, τους γονείς του, χωρίς να τους φορτώσει, βέβαια, με αρνητικές σκέψεις. Αυτό θα συμβεί αργότερα με τα πρώτα σημάδια απρόσμενων αλλαγών. Αυτό το μέγεθος, το απροσδιόριστα μεγάλο, είναι που καθόρισε στη συνέχεια και τη στάση του απέναντι στο γυναικείο φύλο αλλά και στο σύνολο της κοινωνίας, που πάντα την έβλεπε ως γένους θηλυκού.
Τα γεννητικά του όργανα, λοιπόν, συνέχιζαν να μεγαλώνουν, αργά αλλά σταθερά, με το πέρασμα του χρόνου, πάντα όμως δυσανάλογα με το υπόλοιπο κορμί του και σε μεγέθη που υπερτερούσαν συντριπτικά έναντι των υπολοίπων ανδρών. ΄Έτσι, όταν ενηλικιώθηκε, οι όρχεις του ζύγιζαν σχεδόν δύο ολόκληρες οκάδες ο καθένας, ενώ το πέος του, ευρισκόμενο πάντοτε σε στύση, όπως του θεού Πρίαπου, έφτασε τελικά τους 46 πόντους. Το μεγαλύτερο πρόβλημά του πια ήταν η μεταφορά τους, γιατί λόγω βάρους και μεγέθους ήταν αδύνατον να βρει παντελόνι στην αγορά, όπως οι υπόλοιποι άνθρωποι και αναγκαζόταν να κάνει ειδική παραγγελία για παντελόνια με ειδικές θήκες από μετάξι για να τοποθετεί μέσα τους όρχεις του, ενώ το πέος του το έδενε σφιχτά με λεπτό αλλά ανθεκτικό σκοινί από φυτικές ίνες γύρω από τον αριστερό του μηρό. Εννοείται ότι καμία ιατρική παρέμβαση δεν μπόρεσε να βρει λύση στο πρόβλημά του αυτό αλλά και στα άλλα που εμφανίστηκαν σιγά-σιγά, καθώς περνούσαν τα χρόνια.
Αυτά ήταν τα πρώτα, όχι όμως και τα σημαντικότερα προβλήματα, που του παρουσιάστηκαν εξαρχής, οι πρώτες αλλαγές, τουλάχιστον εξωτερικά, γιατί, όσον αφορά στον χαρακτήρα του, μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι και εκεί θα είχε συμβεί κάτι αντίστοιχο ενώ, παράλληλα, όλες αυτές οι αλλαγές θα είχαν άμεση επίδραση στη διαμόρφωσή του, στο μέτρο που τους αναλογούσε, όπως άλλωστε και ό,τι άλλο του συνέβη αργότερα ως το τέλος της ζωής του. Αυτό το απέδειξαν και οι έρευνες που έγιναν αργότερα για τη διαλεύκανση αυτού του περίεργου φαινομένου, που στάθηκε συγχρόνως και η απαρχή μιας σειράς άλλων αλλαγών, μεταλλαγών και μεταλλάξεων στο ανθρώπινο οικοσύστημα. Ο Αλκιδάμας εμφανίστηκε έτσι ως το όργανο κάποιας βούλησης υπέρτερης, που ποτέ κανείς δεν μπόρεσε να ξεκαθαρίσει τι φύσεως ήταν και τι πραγματικά επιθυμούσε και την ύπαρξη της οποίας κανείς δεν μπορούσε να αρνηθεί με βεβαιότητα μετά από τόσα ανεξήγητα με την απλή λογική γεγονότα. Είναι φανερό ότι κάτι ανεξέλεγκτο και ακατανόητο στην ανθρώπινη σκέψη και λογική οδηγούσε τα πράγματα στο σημείο εκείνο που επηρέαζε σημαντικά και αμετάκλητα την ψυχοσωματική διάπλαση του, αρχικά, αξιόλογου Αλκιδάμα, ο οποίος υπήρξε τελικά η τιμωρός χειρ κάποιας σκοτεινής και ανεξερεύνητης βούλησης που έπρεπε να βάλει τάξη στη γενική αταξία του τόπου στα χρόνια εκείνα, όπως ακριβώς ο τιμωρός άγγελος που εξανάγκασε τους Αιγυπτίους να αφήσουν ελεύθερους τους ταλαίπωρους Ισραηλίτες. Ας πάρουμε όμως τις αλλαγές με την σειρά που εμφανίστηκαν.
Η δεύτερη του συνέβη σε ηλικία έξι χρόνων, όταν, εντελώς ξαφνικά και εκ πρώτης όψεως αδικαιολόγητα, στην πραγματικότητα όμως, πάντα πρέπει να το έχουμε υπ’ όψιν μας, τίποτα δεν είναι αδικαιολόγητο, ακόμη και τα πιο περίεργα, παράλογα ή αφύσικα φαινόμενα ή γεγονότα έχουν κι αυτά την ερμηνεία τους, μεγάλωσαν υπέρμετρα τα μάτια του και λόγω του υπερβολικού τους μεγέθους, ίσως, έμεναν στο εξής πάντα ανοιχτά, ακόμα και κατά τη διάρκεια του ύπνου. ΄Έτσι, ποτέ κανείς δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζει με ακρίβεια, αν ήταν ξύπνιος ή κοιμισμένος και αυτό, όπως ήταν φυσικό, δημιουργούσε πρόσθετα προβλήματα σε όλους ενώ, παράλληλα, στον ίδιο έδινε τη δυνατότητα να βλέπει όχι μόνο μακριά σαν αετός αλλά και πίσω από τα πράγματα, και μεταφορικά και κυριολεκτικά, σαν ένα άγνωστο είδος διαπεραστικών ακτίνων.
Λένε πολλά για κείνο το βράδυ που συνέβη αυτή η πρωτοφανής και ανεξήγητη αλλαγή. Κανείς, φυσικά, δεν μπορεί να ξέρει την αιτία. Το μόνο που είναι γνωστό,σύμφωνα με τις δηλώσεις των γειτόνων και τις επιβεβαιώσεις των καλοθελητών, είναι ένα ασήμαντο κατά τα άλλα γεγονός: η μάνα του κοιμήθηκε στο σπίτι τους με τον από διετίας εραστή της, κάτι που επαναλαμβανόταν συνεχώς κάθε φορά που έλειπε ο άντρας της. Βρισκόταν, άλλωστε, πάνω στον ανθό της νιότης της και των ορμών της και φαίνεται ότι εκείνο το βράδυ, μη μπορώντας να κρατηθεί, συνουσιάστηκε αρκετές φορές μπροστά στα έντρομα μάτια του μικρού, που από τότε έμειναν ανοιχτά. Να ήταν αυτή η αιτία της αλλαγής; Ποιος ξέρει! Εικασίες μπορεί να κάνει κανείς χωρίς ούτε ένα ίχνος βεβαιότητας, για αυτό ας αφήσουμε σε άλλους τις ερμηνείες των φαινομένων και ας μείνουμε σταθεροί στην εξιστόρηση μονάχα των γεγονότων.
Αργότερα μεγάλωσαν τ’ αυτιά του. Πάλι κι αυτό συνέβη νύχτα, τη νύχτα που ο πατέρας του ούρλιαζε από τον πόνο και την αγωνία χωρίς να τον ακούει κανείς λόγω των ακραίων καιρικών φαινομένων, που επικρατούσαν, ψυχορραγώντας κάτω από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα που του κατάφεραν η σύζυγος κι ο εραστής της, όταν τους έκανε τσακωτούς να συνουσιάζονται στη νυφική παστάδα. ΄Ετσι διαδόθηκε τότε, τίποτα όμως δεν αποδείχτηκε πραγματικά ποτέ γιατί οι φερόμενοι ως δολοφόνοι είχαν κατορθώσει να παρουσιάσουν στον ανακριτή ατράνταχτο άλλοθι που τους απάλλασσε από κάθε υποψία, ενώ ο μικρός Αλκιδάμας, έχοντας ακούσει τα πάντα πίσω από τους τοίχους και την ερμητικά κλεισμένη πόρτα και μη μπορώντας να αντιδράσει λόγω ηλικίας έχασε παράλληλα και τη μιλιά του. Δεν ξαναμίλησε από τότε κι ένας μάρτυρας μουγκός και παιδί ταυτόχρονα δεν είναι μάρτυρας για τη δικαιοσύνη των ανθρώπων. ΄Ηταν τότε οκτώ χρόνων και τ’ αυτιά του έγιναν τεράστια. Το πρωί και κάθε πρωί από τότε κι οποιαδήποτε άλλη ώρα της ημέρας ή της νύχτας, οι συμμαθητές του στο σχολείο ή στο δρόμο τον πείραζαν σκληρά, όπως σκληρά ξέρουν μονάχα τα παιδιά να τυραννούν και να καταδυναστεύουν τον αδύναμο, ενώ λιγότερο σκληρά τον πείραζαν οι μεγαλύτεροι στην ηλικία και οι γυναίκες. ΄Ετσι, ήταν εντελώς φυσικό, όταν μεγάλωσε στην ηλικία, να γίνει όχι μόνο μισογύνης αλλά και μισάνθρωπος, όργανο του κακού και της βίας με όλες τις συνέπειες που ακολούθησαν και θα σας τις εξιστορήσω στη συνέχεια με όση ακρίβεια μου έγιναν γνωστές από διάφορες και διαφορετικές πηγές αλλά και από προσωπική γνώση των πραγμάτων.
Παρά τον αθεράπευτο μισογυνισμό του και τη μισανθρωπία του αναγκάστηκε κάποτε να παντρευτεί, γιατί στη μικρή πόλη, που ζούσε, ήταν αδύνατο να εκπληρωθούν με άλλο τρόπο οι τεράστιες σε δύναμη και ένταση σεξουαλικές του ανάγκες, που ώρες-ώρες καταντούσαν βασανιστικές. Την πρώτη κιόλας νύχτα του γάμου του του συνέβη αυτό, που δεν περίμενε ποτέ να του συμβεί: η γυναίκα, που τόσο λαχταρούσε ώστε να την παντρευτεί, τον απάτησε με τον ίδιο του τον αδελφό, τον Αιμίλιο, στο ίδιο του το νυφικό κρεβάτι, που πράγματι βάφτηκε με το ροδόχροο αίμα της διαρηγμένης παρθενιάς της νύφης με άλλον, βέβαια, δράστη. Ο ίδιος δεν μπόρεσε ν’ αγγίξει το λατρεμένο κορμί της γυναίκας των ονείρων του, γιατί το άνομο ζευγάρι, που από καιρό, φαίνεται, οργάνωνε το έγκλημα, του είχε ρίξει στο φαγητό ισχυρότατη δόση υπνωτικού, ικανή να αποκοιμίσει νεαρό ελέφαντα την εποχή των οργασμών του. ΄Ίσως, λόγω της απειρίας περί τα σεξουαλικά να μην καταλάβαινε τίποτα, άλλωστε ο ίδιος δεν θυμόταν απολύτως τίποτα για όσα μεσολάβησαν τη νύχτα που πέρασε, αν δεν φύτρωνε ανεξήγητα στη μέση του μετώπου του ένα τεράστιο κέρατο, σημάδι ανεξίτηλο και εμφανές του παθήματός του, ενώ συγχρόνως του έπεσαν όλα τα μαλλιά.
Για το γεγονός δεν έμαθε ποτέ τίποτα, είχε κάποιες υποψίες , βέβαια, που όμως δεν μπορούσε να επαληθεύσει, αφού όλοι γύρω του ζούσαν την καθημερινότητά τους, σαν να μην είχε συμβεί απολύτως τίποτα και μόνο η νύφη είχε εξαφανιστεί από το πρόσωπο της γης και κανείς δεν μπορούσε να τον πληροφορήσει πού βρισκόταν, αφού κανείς, πλην του αδελφού του, που, όμως, σιωπούσε, δεν ήξερε τι είχε απογίνει. ΄Ύστερ’ απ’ αυτό το γεγονός ήταν εντελώς φυσικό να αυξηθεί τα μέγιστα και ο μισογυνισμός και η μισανθρωπία του κι έτσι κατατάχτηκε στον στρατό πιο πολύ για ν’ απομονωθεί, να ζήσει μακριά από τον κόσμο, που γνώριζε, και να σκεφτεί. Πέρασαν έτσι τρία ολόκληρα χρόνια, στα οποία, λόγω του ότι δεν υπήρχε άμεσος φόβος, είχε γυρίσει και η γυναίκα και ζούσε μόνη της σ’ ένα μικρό σπιτάκι στο λιβάδι, αφού κι ο αδελφός του είχε παντρευτεί στο μεταξύ κάποια άλλη, αυτή φαίνεται που ήθελε πραγματικά κι όχι αυτή που είχε διαφθείρει τη νύχτα εκείνη.
Κάποτε γύρισε κι ο Αλκιδάμας απ’ τον στρατό, είχε τελειώσει άλλωστε κι ο πόλεμος, στον οποίο ανδραγάθησε όσο κανένας άλλος και παρασημοφορήθηκε γι’ αυτό από τον ίδιο τον αρχιστράτηγο και κατοπινό πρωθυπουργό, ενώ του απέδιδαν τιμές στρατιωτικά αγήματα και μπάντες μουσικές. Εκείνη την ημέρα, λοιπόν, ανακηρύχτηκε ήρωας δια βίου, με ειδικά προνόμια για την προσφορά του στην πατρίδα και μισθοδοσία και άλλες παροχές για την υπόλοιπη ζωή του σ’ αυτόν και τα μελλοντικά παιδιά του, αν θα έκανε ποτέ, βέβαια, οικογένεια, όπως οι φυσιολογικοί άνθρωποι.
Γύρισε στο σπίτι του, λοιπόν, έμαθε τα της επιστροφής της μοιχού και την επισκέφτηκε την ίδια νύχτα. Καθόταν ώρες και την κοιτούσε στα μάτια χωρίς να μιλάει, μόνο την κοιτούσε κι εκείνη έτρεμε από τον φόβο της. Στο τέλος την άρπαξε απ’ τα μαλλιά και την ξάπλωσε στο δάπεδο. Την βίασε απανωτά, όλη την υπόλοιπη νύχτα δεν έκανε τίποτ’ άλλο, μόνο την βίαζε τη μία φορά πάνω στην άλλη, ούτε που μπορεί να θυμάται πόσες φορές, τουλάχιστον έτσι άφησε να εννοηθεί σε κάποιους γνωστούς του, γιατί ανάκριση δεν ακολούθησε ποτέ, αφού ποτέ δεν συνελήφθη, τρία χρόνια τη σκεφτόταν, είπε, και τώρα ήρθε η στιγμή να εκπληρώσει τους πόθους του και να επιβάλλει την τιμωρία που έπρεπε. Το πρωί την έπνιξε μ’ ένα σκοινί που βρήκε πρόχειρο στο σπίτι κι ύστερα έπεσε να κοιμηθεί. Το ίδιο αυτό σκοινί, κουρασμένος, όπως ήταν από το ταξίδι και τους ατέλειωτους βιασμούς, δεν το πήρε είδηση, τυλίχτηκε σαν φίδι ολόγυρα στο κορμί του. Το βραδάκι, που ξύπνησε, είδε ότι αποτελούσε πλέον την ουρά του και στο μυαλό του γύριζε συνεχώς η αποκάλυψη της γυναίκας λίγο πριν πεθάνει ότι δράστης της διακόρευσής της ήταν ο ίδιος του ο αδελφός.
Η σκέψη αυτή τυλίχτηκε σαν φίδι γύρω στο μυαλό του. Θα μπορούσα να επιμείνω εδώ σε ισχυρές ψυχολογικές πιέσεις, σε έντονα συναισθήματα, κυρίως μίσους ή σε άλλες επουσιώδεις, κατά τη γνώμη μου, αλλαγές , που επήλθαν στο μέλλον στην εμφάνισή του, λόγω άλλων γεγονότων, νομίζω όμως ότι αυτό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία για τον αναγνώστη, αφού στην πραγματικότητα είναι λεπτομέρειες δευτερεύουσες, που δεν προσθέτουν τίποτα στα κύρια σημεία της αφήγησης αυτής. Θα μείνω μόνο στα άκρως απαραίτητα στοιχεία.
Η δολοφονία της γυναίκας του και εν συνεχεία, σε διάστημα λίγων ωρών, του αδελφού του τον ανάγκασαν, για να αποφύγει την σύλληψη, να φύγει μακριά από την πατρίδα του και να ζήσει περισσότερο απαρατήρητος, ιδίως αν κυκλοφορούσε μόνο νύχτα, όπως και έκανε τελικά. Βέβαια, η εμφάνισή του ήταν τέτοια που δύσκολα θα μπορούσε να αποκρύψει για πολύ την ταυτότητά του, για αυτό και έπαιρνε διάφορα προστατευτικά μέσα χρησιμοποιώντας κάθε είδους μεταμφιέσεις. ΄Ήταν ιδιαίτερα εφευρετικός σ’ αυτό το θέμα.
Εκεί, στις διάφορες συνοικίες της πρωτεύουσας το μίσος του αφέθηκε να ξεσπάσει ελεύθερο, σαν καταρράκτης, κατά του γυναικείου φύλου. Βιάζει αδιακρίτως κάθε γυναίκα που συναντάει στις νυχτερινές του περιπλανήσεις, χωρίς να τον ενδιαφέρει η ηλικία ή η εμφάνιση, αν είναι μόνη ή αν συνοδεύεται –στην περίπτωση αυτή ο συνοδός έχει ήδη καταδικαστεί σε θάνατο κι αν είναι γυναίκα υφίσταται κι αυτή ότι το σύνολο των γυναικών, που τον συνάντησαν τη νύχτα- είτε είναι αρτιμελής είτε όχι. ΄Όλες γι’ αυτόν αποτελούν το μόνιμο και σταθερό αντικείμενο του μίσους του. Εννοείται ότι λόγω του μεγέθους του πέους του καμία δεν κατορθώνει να επιβιώσει μετά από τόσους και τέτοιους βιασμούς, πεθαίνουν όλες μέσα σε αβάσταχτους πόνους, κατακρεουργημένες στη κυριολεξία από μια τέτοια, σωματικής υφής, ξιφολόγχη.
΄Έτσι, αποτέλεσε για κάμποσα χρόνια τον μεγαλύτερο δημόσιο κίνδυνο, όλοι τον τρέμουν και τ’ όνομά του είναι συνώνυμο του φόβου για τα μικρά παιδιά, ενώ οι γυναίκες, όσο κι αν είναι αναγκαίο πολλές φορές αρνούνται να κυκλοφορήσουν νύχτα. Ο τρόμος και η αγωνία για το αύριο βασιλεύουν παντού και η ανασφάλεια είναι το κυρίαρχο συναίσθημα του λαού της πρωτεύουσας και των προαστίων, που την περιβάλλουν. Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει πώς αυτό το ασύλληπτο τέρας προβαίνει στις ενέργειές του με τέτοιο μίσος, με τέτοια σκληρότητα κατά απροστάτευτων ανθρώπων και γιατί εν τέλει, έστω και μετά τον κορεσμό των άνομων επιθυμιών του δεν άφηνε κανέναν να ζήσει.. Η αστυνομία ματαίως και ανεπιτυχώς τον αναζητεί παντού.
Κάποτε, όμως, συλλαμβάνεται. ΄Ένας θαρραλέος νεαρός βρέθηκε εντελώς συμπτωματικά κοντά στον Αλκιδάμα τη στιγμή που βίαζε για άγνωστη φορά ένα δωδεκάχρονο κοριτσάκι, που, μάλλον, είχε προλάβει να πεθάνει ώστε ο πρώην ήρωας της χώρας βίαζε και ξαναβίαζε ένα άψυχο κορμί. Ο νεαρός, έντρομος αρχικά από το θέαμα αλλά, παρόλ’ αυτά ψύχραιμος, μετά το τέλος του βιασμού παρακολούθησε διακριτικά το τέρας μέχρι το κατάλυμά του. ΄Ύστερα ειδοποίησε την αστυνομία.
Από εκείνη τη στιγμή και πέρα όλα ήταν εύκολα. Χιλιάδες αστυνομικοί περικύκλωσαν το ερείπιο, στο οποίο κατοικούσε, εισέβαλαν στην κρεβατοκάμαρά του και τον συνέλαβαν την ώρα, που κοιμόταν, κουρασμένος από την άσκηση της ολονύχτιας βίας. Φυλακίστηκε μέχρι τη δίκη ως ιδιαίτερα επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια και τάξη, ενώ η φωτογραφία του με μακροσκελείς περιγραφές των πράξεών του δημοσιεύτηκε σε όλες τις εφημερίδες του πλανήτη κατά τις επόμενες ημέρες.
΄Ήταν σίγουρο ότι κανένα δικαστήριο δεν μπορούσε να επιβάλλει ποινή μικρότερη από τον θάνατο. Ο υπουργός Οικονομικών όμως, άριστος επιχειρηματίας στην ιδιωτική του ζωή, σκέφτηκε ότι θα ήταν καλύτερα να μην εκτελεστεί και το κράτος να εκμεταλλευτεί στη συνέχεια για οικονομικούς λόγους και παρά την αντίθετη γνώμη των συγγενών των θυμάτων και της κοινωνίας ολόκληρης, που ζητούσε την κεφαλήν του επί πίνακι, ως το ελάχιστο της ποινής, την σπάνια όσο και μοναδική περίπτωση, που αποτελούσε για τον τουρισμό, το άγριο αυτό ον, που άκουγε στο όνομα Αλκιδάμας. Στο τέλος υπόκυψαν κι οι δικαστές και οι απόφαση βγήκε με απόλυτη ομοφωνία.
Με την επιμονή και την υπόδειξη του επιχειρηματία υπουργού ο Αλκιδάμας κλείστηκε σε ειδικά διαμορφωμένη και έκτακτα φυλασσόμενη πτέρυγα του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας και ΄Άλλων Περίεργων Φαινομένων της χώρας, όπως ήταν ο πλήρης τίτλος του, μοναδικό, οπωσδήποτε, έκθεμα στο είδος του σε ολόκληρο τον πλανήτη, που τραβούσε σαν μαγνήτης επισκέπτες αμέτρητους κάθε φυλής, θρησκείας και εθνικότητας και, κυρίως, γυναίκες όλων των ηλικιών, που έτρεχαν από όλα τα σημεία του κόσμου τρελαμένες από την περιέργεια για το τέρας, πληρώνοντας ένα μικρό, αλήθεια, εισιτήριο, το οποίο όμως ήταν αρκετό για να συμπληρώσει όλα τα κενά του κρατικού προϋπολογισμού και να δημιουργήσει και πλεόνασμα για επενδύσεις.
Η άνοδος της οικονομίας ήταν θεαματική, ο τουρισμός και οι συναφείς ασχολίες αυξήθηκαν κατακόρυφα, χιλιάδες επιχειρήσεις αποδύθηκαν στη δημιουργία και διάθεση στην αγορά ομοιωμάτων, φωτογραφιών, σχεδίων, μικροαντικειμένων, ενδυμάτων κ.ά. ΄Όλοι δούλευαν πυρετωδώς για να προλάβουν την συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση, μια πανανθρώπινη καταναλωτική ανάγκη, θα έλεγε κανείς, είχε κυριέψει τους πάντες, τα έσοδα του κράτους πολλαπλασιάζονταν καθημερινά με γεωμετρική άνοδο, λύθηκε, ως εκ θαύματος, το τεράστιο πρόβλημα της ανεργίας και της υποαπασχόλησης, που για δεκαετίες ταλαιπωρούσε την χώρα και τους κατοίκους της, οι μισθοί και τα εισοδήματα αυξήθηκαν τόσο που όλοι έδειχναν ευχαριστημένοι και, γιατί όχι, και ευτυχισμένοι, σε πείσμα, βέβαια, και σε αντίθεση προς κάθε θεωρία, οικονομική, κοινωνική ή πολιτική, που θα μπορούσε να υποστηρίξει το αντίθετο.
Τότε είναι που αρχίζει κατά πολλούς η μεγάλη ακμή του κράτους και της κοινωνίας. Ο ιδιοφυής υπουργός τρίβει τα χέρια του από ευχαρίστηση και υπερηφάνεια, είναι σίγουρος πια, θα μείνει για πάντα στην Ιστορία, ως ο πιο επιτυχημένος υπουργός των οικονομικών όλων των εποχών, ως ο επιτυχημένος υπουργός των μεγάλων αποφάσεων, μπορεί να αναγνωριστεί στο μέλλον κι η αξία του από το κόμμα και την παράταξη, να γίνει ακόμη και πρωθυπουργός. Ποιος ξέρει!
Είναι γεγονός αναντίρρητο ότι το κλουβί του Αλκιδάμα, για όσον καιρό υπήρξε σε λειτουργία, αποτέλεσε τη μεγαλύτερη πλουτοπαραγωγική πηγή της χώρας, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, έπαψε πια να είναι χρεωμένη σε ξένους πιστωτικούς οργανισμούς και ιδρύματα, άρχισε να νιώθει από τούδε και στο εξής αυτάρκεια και να έχει περίσσια αγαθών, σε σημείο τέτοιο μάλιστα, που να σκέφτεται σοβαρά μήπως ήλθε η ώρα να επεκτείνει τον μικρό πλέον ζωτικό της χώρο, που άρχιζε κιόλας να της γίνεται αποπνικτικός, να εξαπλωθεί εις βάρος των γειτόνων της και στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και να κυριαρχήσει εν τέλει σε ολόκληρο τον πλανήτη, αν είναι δυνατόν.
Κι όλα αυτά τα χρωστούσε στον Αλκιδάμα ή, καλύτερα, στο πέος του Αλκιδάμα και τον αρρωστημένο σεξουαλισμό του. Για μια ακόμη φορά, έτσι, αναδεικνύεται σε ήρωα μεγάλου βεληνεκούς και σε μεγάλο ευεργέτη και σωτήρα της χώρας του. Αυτή τη φορά, όμως, κανείς δεν τολμά, ούτε κι αυτός ο φιλόδοξος υπουργός των Οικονομικών, να τον προτείνει, για μιαν ακόμη φορά, για παρασημοφορία. Το αίμα των θυμάτων ήταν νωπό ακόμη και τα ειδεχθή και αποτρόπαια εγκλήματά του δεν ήταν δυνατόν να ξεχαστούν, παρά το γεγονός ότι όλοι, όσοι είχαν ωφεληθεί τα μέγιστα από τις νέες οικονομικές συνθήκες, κρυφά ή και με ομοϊδεάτες τους, μακάριζαν την ώρα και τη στιγμή που εμφανίστηκε αυτό το τέρας, που τους έφερε τον πλούτο και την ευτυχία με τη δική του δυστυχία, έστω, γιατί κάποια στιγμή θα πρέπει να αποφασίσουμε ότι, πράγματι, ήταν, πρέπει να ήταν, ιδιαίτερα δυστυχισμένο.
Το όνειρο, που ένας ολόκληρος λαός το ζούσε καθημερινά σε στιγμές εθνικής μέθης και αλλόφρονος ενθουσιασμού, δυστυχώς, δεν κράτησε για πολύ. ΄Όλα τα κατέστρεψε μέσα σε μια στιγμή η ματαιοδοξία και η αμυαλιά μιας γυναίκας: της συζύγου του Αντιβασιλέως και πρώτης κυρίας της χώρας, αφού ο βασιλικός θρόνος εχήρευε εκείνα τα χρόνια. Θέλησε η ανόητη να φωτογραφηθεί με τον Αλκιδάμα για να καυχηθεί αργότερα για μιαν ακόμη φορά στις άσπονδες φίλες της, παρά τις επίμονες αντιρρήσεις, βέβαια, των επιφορτισμένων με την φροντίδα του και τους φόβους των ανδρών της φρουράς της. Η διαταγή είναι διαταγή και κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεσή της σ’ αυτού του είδους τα καθεστώτα.
΄Έτσι, άνοιξε για λίγο το κλουβί και η σύζυγος του αντιβασιλέως μπήκε μέσα, ευσταλής και συγχρόνως περήφανη για τη μοναδικότητα του εγχειρήματός της, γεμάτη περιφρόνηση για τους ανόητους και απλοϊκούς φόβους των συνοδών της. Τα φλας άστραψαν στη στιγμή και το γεγονός φάνηκε ότι είχε απαθανατιστεί. Ο θρίαμβος στο βλέμμα της γυναίκας όμως δεν κράτησε για πολύ. Εκεί που όλοι την παρότρυναν να βγει πια έξω απ’ το κλουβί, δεν υπήρχε άλλωστε λόγος να κάθεται περισσότερο δίπλα στο τερατόμορφο δημιούργημα της Φύσης και της Κοινωνίας, ο Αλκιδάμας κινήθηκε με ταχύτητα αστραπής και, πριν προλάβει κανείς να αντιδράσει, την άρπαξε από την μέση, τη γύμνωσε σε κλάσματα δευτερολέπτου, ξεσχίζοντάς της με μανία και πάθος αληθινό τα πολυτελή ενδύματα και το πέος του ορμητικότατο από την πολύχρονη αχρησία, ίσως, διατρυπά το διάτρητο κι από άλλες πλην όμως ηδονικότατο αιδοίο της, ενώ η ίδια, σε αντίθεση με τα άλλα θύματα του τέρατος, βογκάει από ηδονή κι απέραντη ευχαρίστηση.
Aυτό ήταν και το τέλος του Αλκιδάμα. Οι φρουροί, παρά τις τρομερές προσπάθειες που κατέβαλαν, δεν κατάφεραν να τον αποκολλήσουν απ’ το κορμί της συζύγου του Αντιβασιλέως, και γι’ αυτό τον σκότωσαν επί τόπου, πυροβολώντας τον με τα ισχυρά όπλα, που κρατούσαν στα χέρια τους, προσέχοντας ταυτόχρονα να μην πληγώσουν με οποιονδήποτε τρόπο το κορμί της γυναίκας, που σπαρταρούσε, μάλλον από ηδονή, καθώς το πέος του τέρατος, σαν έμβολο μηχανής, μπαινόβγαινε με ορμή στο γλαφυρό αιδοίο της. Δυστυχώς όμως, δεν πρόλαβαν ολόκληρο το κακό. Ο τελευταίος σπασμός του ήρωα Αλκιδάμα, με τον οποίο εγκατέλειψε για πάντα τον μάταιο τούτο κόσμο, ήταν συγχρόνως και ο τελευταίος ερωτικός σπασμός, με τον οποίο το τεράστιο πέος του άρχισε να εκσπερματώνει και να πλημμυρίζει με το εκχυνόμενο υγρό του τον κόλπο της Αντιβασίλισσας. Οι φωτογραφικές μηχανές, που άστραπταν συνεχώς, από τη στιγμή που μπήκε η γυναίκα στο κλουβί μέχρι και την αποχώρησή της στη συνέχεια, απαθανάτισαν και αυτό το συγκλονιστικό, κατά τα άλλα, γεγονός, πλην όμως δεν επετράπη ποτέ η δημοσίευση κάποιας σχετικής φωτογραφίας ενώ τα φιλμ κατασχέθηκαν την ίδια στιγμή απ’ την αστυνομία. ΄Έτσι, λόγω και της λογοκρισίας που ίσχυε πάντα, ο λαός άργησε πολύ να πληροφορηθεί το γεγονός, μέχρις ότου οι συνέπειές του έκαναν αδύνατη πλέον την απόκρυψή του.
Ο Αλκιδάμας πέθανε. Ο θάνατός του, όμως, αποτέλεσε και την αρχή της βασιλείας των τεράτων, αφού η σύζυγος του Αντιβασιλέως ήταν η μόνη γυναίκα, που επέζησε του βιασμού της και, όπως γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, μετά το τέλος του καθορισμένου χρόνου, έφερε στον κόσμο τον γιο του τέρατος, πιστό αντίγραφο του νεκρού πατέρα του. Κανείς δεν τόλμησε να πάρει μέτρα εναντίον του, ίσως γιατί πίστευαν ότι μπορούσε να τους κρατάει πάντα δυνατούς στον οικονομικό τομέα, ίσως και απ’ τον φόβο του Αντιβασιλέως, που δεν θα ήθελε, φυσικά, να πληγώσει την ούτως ή άλλως, πληγωμένη σύζυγό του.
Ο γιος του Αλκιδάμα έζησε, λοιπόν, ανετράφη και μεγάλωσε κρυφά μέσα στην αυλή του Αντιβασιλέως. Κανείς απ’ τους αυτόπτες δεν τόλμησε ποτέ να φανερώσει το παραμικρό κι έτσι το μυστικό κρατήθηκε για χρόνια πολλά. Η κληρονομιά του πατέρα του στο τέλος επικράτησε, ο σεξουαλισμός του τον κατέκλυσε κι άρχισε κι αυτός τα ίδια. Η καλή ανατροφή τον έκανε πιο ευγενικό την ώρα του βιασμού και οι γυναίκες, παρά τις πληγές, επιζούσαν κι έφερναν στον κόσμο τους απογόνους του. Σε λίγα χρόνια το είδος του πολλαπλασιάστηκε τόσο πολύ ώστε να μην αποτελεί πια αντικείμενο για έκθεση στο μουσείο Φυσικής Ιστορίας της χώρας, γιατί έπαψαν πια να αποτελούν την εξαίρεση του κανόνα.
Σήμερα, εκεί εκθέτουν μόνο τους ανθρώπους, γιατί αυτοί αποτελούν πια την εξαίρεση και το είδος που οδηγείται αργά αλλά σταθερά στην εξαφάνιση ενώ τα τέρατα παντού κυριαρχούν. Ας μείνουν, λοιπόν, στα μουσεία μας οι άνθρωποι για να τους μελετούν, όπως πρέπει πάντα να μελετούν την Ιστορία και την Φύση των προγόνων τους, όλες οι επερχόμενες γενιές των τεράτων.
Ανδρέας Φουσκαρίνης

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2009

Το σενάριο

Του Ανδρέα Φουσκαρίνη


Από τότε που ήμουν έφηβος είχα τη μεγάλη επιθυμία να ασχοληθώ στα σοβαρά με τον κινηματογράφο ή το θέατρο, ως σκηνοθέτης, ή, στη χειρότερη των περιπτώσεων, ως σεναριογράφος και συγγραφέας μικρών, πλην όμως, σπινθηροβόλων σκηνών, ώστε να προκαλούν αμέσως το ενδιαφέρον του θεατή και να επιτείνουν την αγωνία του και, συνεπώς, την ευχαρίστησή του. Για ηθοποιός δεν γίνεται λόγος, λόγω της έμφυτης δειλίας μου μπροστά στους άλλους και του εφήμερου χαρακτήρα της τέχνης αυτής. Επιθυμούσα, προφανώς, κάτι πολύ πιο μόνιμο και σταθερό, που να μείνει απ’ αυτό κάτι στο μέλλον.
Η επιθυμία αυτή μου έγινε έμμονη ιδέα, όταν εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη χώρα μας η τηλεόραση και έβλεπα με φθόνο, που ήταν αδύνατο να υποκρυβεί, την επιρροή, που ασκούσε στο πλήθος μέσω αυτού του επικίνδυνου τελικά κουτιού ακόμα και ο πιο κακός σκηνοθέτης, συγγραφέας και ηθοποιός ή σεναριογράφος. Δεν ήταν όμως εύκολο ν’ ασχοληθώ με αυτό το είδος από τη στιγμή, που εμφανίστηκε. Μου έλειπαν βασικά πράγματα για την εκπλήρωση αυτής της επιθυμίας, όπως π.χ. οι γνωριμίες, χωρίς τις οποίες δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα εκείνα τα χρόνια, τα θέματα και η φαντασία –παράξενη έλλειψη για υποψήφιο συγγραφέα- και το σπουδαιότερο η τεχνική που απαιτούσε για την υπηρεσία του αυτό το μέσο. Γενικά, ήμουν για κλάματα κι έτσι δεν είναι περίεργο που για πολλά χρόνια δεν κατόρθωσα ν’ ασχοληθώ μαζί του.
΄Ηταν φυσικό, λοιπόν, μια τέτοια επιθυμία, που δεν επρόκειτο ποτέ να εκπληρωθεί, όπως έδειχναν όλα, να παραμείνει θαμμένη για καιρό στο υποσυνείδητό μου, χωρίς να τολμώ να την ομολογήσω ακόμα και στον ίδιο μου τον εαυτό . Γιατί, ποιος μου εγγυάται ότι θα το κρατούσε μυστικό και δεν θα του ξέφευγε κάποια κουβέντα στον περίγυρο και τότε ποιος θα μπορούσε να αντέξει την καθημερινή κοροϊδία κάθε φιλοπαίγμονος κατοίκου της μικρής μας πόλης, από την στιγμή που με κάποιο τρόπο θα μαθαινόταν ότι κουβαλάω συνεχώς μαζί μου κάποιο ψώνιο, όπως ο Ιησούς τον σταυρό του στους στενούς και κακοτράχαλους δρόμους της Ιερουσαλήμ;
Από το αδιέξοδο αυτό με έβγαλαν, χωρίς να καταλάβω και ο ίδιος πώς, τα τελευταία γεγονότα, που διαδραματίστηκαν στην πόλη μας και συνετάραξαν την ίδια στιγμή το Πανελλήνιο. Αυτά τα γεγονότα θα αφηγηθώ στη συνέχεια, γιατί αυτά είναι που μου έδωσαν τη δυνατότητα αλλά και την αφορμή κι ακόμη, θα έλεγα, και το θέμα για να οδηγηθώ αμέσως και με τον προσήκοντα ενθουσιασμό στην εκπλήρωση των πόθων και των ονείρων μου, εμφανιζόμενος συγχρόνως, για πιθανές μελλοντικές πολιτικές βλέψεις, ως ο άνθρωπος εκείνος, που θα ξέπλενε από τους κατοίκους της πόλης μου τη ντροπή με την οποία τους είχαν περιλούσει και θα απέκρουε ταυτόχρονα μετά βδελυγμίας τις ανυπόστατες κατηγορίες και τις προσβλητικές φράσεις ή εικόνες, που εξετόξευσε αδιακρίτως κατά του γυναικείου κυρίως πληθυσμού ο πανάθλιος σταθμός της ΤΕΡ12 , τον οποίο, εντελώς αψυχολόγητα, για να μην πω και αδικαιολόγητα, τον παρουσίασε να καμακώνει ανενδοίαστα φαντάρους έξω από τον κεντρικό κινηματογράφο και να τους οδηγεί στη συνέχεια στα ενδότερα των κατοικιών τους για τα περαιτέρω, προσβάλλοντας συνάμα με τον τρόπο αυτό και τον ενεργό σεξουαλικά αντρικό πληθυσμό αλλά και τα χρηστά μας ήθη και τα πατροπαράδοτα έθιμα, που ήθελαν, τουλάχιστον τότε, τον άντρα κυρίαρχο και αφέντη του σπιτιού, κορώνα και σφραγίδα και δεν ξέρω τι άλλο στο μέτωπο της συζύγου αλλά και των υπολοίπων γυναικείων μελών της οικογένειάς του.
Οποία ντροπή και παράκρουση! Ποιες σκοτεινές δυνάμεις, άραγε, κίνησαν το χέρι του συγγραφέα, του σκηνοθέτη, των ηθοποιών, αλλά και του διευθυντή του σταθμού, ώστε να δείξουν μια τέτοια αθλιότητα σε εννέα εκατομμύρια ΄Ελληνες και δεν ξέρω σε πόσους ξένους; ΄Ηταν σίγουρο ότι δεν κινήθηκαν από μόνοι τους. Αυτό, λοιπόν, έπρεπε να διερευνηθεί και το αποτέλεσμα αυτής της έρευνας να αποκαλυφθεί με μια καινούργια εκπομπή ίσης διάρκειας με την προηγούμενη, ώστε να μην υπολείπεται σε τίποτα αυτής.
Αυτή την πρόταση αποφάσισα να υποβάλλω στον σταθμό, τονίζοντας συνάμα το μέγεθος της προσβολής και το πολιτικό θέμα που είχε πλέον δημιουργηθεί στην τοπική κοινωνία, εκμεταλλευόμενος ταυτόχρονα και τον σχετικό νόμο περί τύπου, που επιβάλλει με κάθε μέσο την αποκατάσταση της αλήθειας κάθε φορά που πληγώνεται από ασυνείδητους δημοσιογράφους ή παραγωγούς τηλεοπτικών εκπομπών αλλά και της τρωθείσας αξιοπρέπειας των συμπολιτών μου. ΄Ετσι, ο στόχος μου θα ήταν διττός: από τη μια, θα υπερασπιζόμουνα την τιμή και την υπόληψη των συμπατριωτών μου, θα πρόβαλλα με πάθος και πειστικότητα την αγνότητα των γυναικών μας και από την άλλη, το σπουδαιότερο βέβαια, θα άρχιζε για μένα μία λαμπρή σταδιοδρομία στα τηλεοπτικά –και όχι μόνο- μέσα.
Εννοείται ότι με κανέναν τρόπο δεν ήθελα ν’ ακολουθήσω την πεπατημένη των σεναριογράφων της εποχής. Αντίθετα, θα ήθελα να δημιουργήσω, από αισθητική άποψη τουλάχιστον, κάτι καινούργιο: ένα σενάριο δηλαδή συνεχώς ανανεούμενο και μεταβαλλόμενο ανάλογα με τις συνθήκες και τις περιστάσεις, ένα σενάριο στο οποίο να είναι δυνατόν να ανακαλούνται, κατά κάποιο τρόπο, και να αλλάζουν, κατά την επιθυμία του συγγραφέα ή του σκηνοθέτη, και τα πρόσωπα και τα γεγονότα, όπως ακριβώς συμβαίνει στη ζωή ή πάλι να είναι δυνατόν ακόμη και να ματαιώνονται ή να ακυρώνονται σκηνές και επεισόδια, που ήδη έχουν παρουσιαστεί στο κοινό, να αντικαθίστανται από άλλες δυναμικότερες ή αληθέστερες, τροφοδοτώντας με αυτό τον τρόπο συνεχώς την αγωνία του θεατή και, για να μην τα πολυλογούμε και κουράζουμε τον αναγνώστη περισσότερο, όλα μέσα στο έργο να μπορούν να λειτουργούν σχεδόν αυτόνομα και δυναμικά και ποτέ στατικά, όπως συνηθίζεται ως σήμερα. Οι σκέψεις αυτές με οδηγούν συχνά σε μελαγχολία, γιατί δεν είμαι σίγουρος ότι διαθέτω όλα αυτά τα προσόντα που απαιτούνται για τόσο μεγαλόπνοα σχέδια και βέβαια, όπως εύκολα μπορεί να το αντιληφθεί κανείς, αυτά παρουσιάζουν μια εγγενή δυσκολία: απαιτούν να διαθέτεις ιδιόκτητο τηλεοπτικό σταθμό για να κάνεις τα κέφια σου, έστω και πειρατικό, που να εκπέμπει πρώτα και κύρια για σένα και κατά δεύτερο λόγο για το κοινό.
Ας αφήσουμε για λίγο τη θεωρία και τα σχέδια ή, καλύτερα, τις ονειροπολήσεις και ας έλθουμε στα ίδια τα γεγονότα. Επιτρέψτε μόνο να κάνω μια δήλωση πρώτα, απαραίτητη και αναγκαία, κατά τη γνώμη μου, ώστε να μην δημιουργηθεί καμία παρεξήγηση σε κάποιον που, ενδεχομένως, διαβάσει το όνομά του και εκπλαγεί. Το κείμενο, που ακολουθεί, στηρίζεται, όπως είναι φυσικό, σε πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα. Αυτό πρέπει να δηλωθεί απ’ την αρχή για να αρθεί όποια πιθανή παρεξήγηση και για να φανεί ταυτόχρονα το ρεαλιστικότατο της γραφής και του περιεχομένου του έργου. ΄Ετσι, οποιαδήποτε σχέση με φανταστικά γεγονότα ή πρόσωπα πρέπει να αποκλεισθεί εκ των προτέρων και, εάν τυχόν εντοπιστεί σε κάποιο σημείο, θα πρέπει να θεωρηθεί εντελώς συμπτωματική και, ενδεχομένως, ως μια απρόβλεπτη διαβολική συγκυρία. Πολλές φορές συμβαίνει άλλωστε, όπως θα το έχουν διαπιστώσει ίσως και πολλοί αναγνώστες μου, η φαντασία να αντιγράφει την πραγματικότητα –πόσο εγώ, βέβαια, που στερούμαι ολοκληρωτικά φαντασίας- και αντιστρόφως, η πραγματικότητα δηλαδή την φαντασία. Μετά τη διαβεβαίωση αυτή κλείνει και η παρένθεση.
------------------------------------------------------------------ Και αρχίζει η γραφή του σεναρίου. Το πρώτο επεισόδιο διαρκεί όσο και μια δίωρη άδεια εξόδου των στρατιωτών μετά δημοσίων θεαμάτων, όπως λέγεται συνήθως στη στρατιωτική ορολογία. Τόπος: η είσοδος του κεντρικού κινηματογράφου της πόλης και ειδικότερα το σημείο εκείνο στο οποίο εκτίθενται καθημερινώς οι φωτογραφίες και οι αφίσες, που διαφημίζουν το έργο που παίζεται ή που πρόκειται να παιχθεί στο άμεσο μέλλον.
Εκεί, λοιπόν, διάφορες γυναίκες (σύζυγοι, μητέρες, θυγατέρες, αδελφές, ανεψιές ή εξαδέλφες επιφανών συμπολιτών ή μη), των οποίων τα ονόματα, για ευνόητους λόγους, είναι αδύνατον να αναγραφούν, επιθεωρούν με τη δέουσα προσοχή παρατεταγμένο εφ’ ενός ζυγού άγημα στρατιωτών, δεκανέων και λοχιών, συνεπικουρούμενες από ειδικό τμήμα αλπινιστών ορειβατών ιππέων γνωστού παρακείμενου χωρίου της περιοχής, ενώ ομάδες σμηνιτών και ναυτών παρακολουθούν με θλίβουσα μελαγχολική διάθεση, που περιέχει και μία μικρή δόση ζηλοτυπίας, τη σκηνή, από το άλλο άκρο της πλατείας. Σταδιακά, ανά πεντάλεπτο, δεκάλεπτο, αναχωρούν προς άγνωστη κατεύθυνση, μία μία οι γυναίκες, αφού έχει προηγηθεί συνεννόηση με νεύματα και διακριτικές χειρονομίες με τους στρατιώτες, έτσι ώστε ο καθένας ν’ ακολουθεί κατά πόδας αυτή που πρέπει κάθε φορά.
΄Όταν έχει αναχωρήσει πλέον και το τελευταίο ζευγάρι και ο φακός βρίσκεται, για ελάχιστα δευτερόλεπτα, βέβαια, σε αμηχανία, εμφανίζεται, για να σώσει, ίσως, την κατάσταση, ο εκδότης της τοπικής εφημερίδας, ο οποίος γράφει συνεχώς κάτι στο δημοσιογραφικό του σημειωματάριο. Ο φακός δεν τον δείχνει συνεχώς στους θεατές, αυτοί όμως τον φαντάζονται πάντα παρόντα. Αυτό που κυρίως δείχνει ο φακός είναι τα έρημα παγκάκια της πλατείας, καθώς και τα ξεραμένα, από την συνεχή άσκηση του αναφαίρετου δικαιώματος του ουρείν δημοσίως των γηγενών σκύλων και, καμιά φορά και των πολιτών, χόρτα και λουλούδια των παρτεριών. Για δένδρα δεν γίνεται λόγος. Αυτά θα εμφανιστούν στο μέλλον μετά την πλήρη αστικοποίηση της χώρας.
Και μερικά άλλα, τεχνικής φύσεως, θέματα: καθ’ όλη τη διάρκεια του επεισοδίου ακούγεται διακριτικά το μουσικό θέμα της ταινίας «΄Ενας άντρας και μια γυναίκα», το οποίο, ανάλογα με την επιθυμία του σκηνοθέτη ή τη διάθεση του πρωταγωνιστή μπορεί να αντικαθίσταται από τους εκκωφαντικούς ήχους, που εκπέμπονται από τα μικρόφωνα του κινηματογράφου, όπου παίζονται εναλλάξ τα έργα: «Επαρχιακό παρθεναγωγείο», ή «Οι παρθένες μας ξεμπροσταριάσανε».
Την στιγμή εκείνη, κατά την οποία φαίνεται ότι τελειώνει το επεισόδιο, εντελώς απρόοπτα εμφανίζεται ο διάσημος ΄Ελληνας συγγραφέας Αχιλλέας Φιλοθέου, τον οποίο συνοδεύει, ξαπλωμένος στο παιδικό του καροτσάκι, βυζαίνοντας αδιάφορα την πιπίλα του, ενώ γύρω του οι σφαίρες πέφτουν σαν χαλάζι, ο νεαρός σκηνοθέτης Νίκος Σιταράς. ΄Ετσι, το επεισόδιο συνεχίζεται για λίγο ακόμη.
Τότε ο συγγραφέας πλησιάζει τον εκδότη και του λέει επί λέξει τα εξής: «΄Όλα είναι μια απάτη, φίλε μου, μια απάτη, τίποτα δεν υπάρχει στην πραγματικότητα παρά μονάχα ό,τι επιθυμούμε, το λέει άλλωστε και το τραγούδι, όλα είναι ένα ψέμα. Εγώ, π.χ. δεν ταξίδεψα ποτέ στην πόλη σας κι ούτε βρίσκομαι εδώ αυτή τη στιγμή μαζί σου, δεν είμαι καν συγγραφέας, μπορεί να είμαι ένας απλός λαχειοπώλης, πάρτε ένα λαχείο, κύριε, πού ξέρετε, μπορεί να είσθε σεις ο τυχερός και να κερδίσετε, εκτός κι αν προτιμάτε μόνο ένα καπέλο γεμάτο βροχή».
Ο εκδότης, σαστισμένος αρχικά, συνέρχεται γρήγορα και ετοιμάζεται, με τα λόγια και το βλέμμα του να κεραυνοβολήσει και τον συγγραφέα και τον σκηνοθέτη αποκαλώντας τους κρετίνους και απατεώνες, όταν, σηκώνοντας απότομα τον δείκτη του δεξιού του χεριού, βλέπει απέναντί του ακριβώς τον μεγάλο ανταγωνιστή του, πρόεδρο του πολιτιστικού συλλόγου της πόλης και εκδότη μικρής εβδομαδιαίας τοπικής εφημερίδας, να βγάζει τα μαλλιά του τρίχα – τρίχα από το κακό του.΄Ετσι, ο λόγος του πάγωσε στην άκρη των χειλιών του από τη φρίκη που του δημιούργησε το απρόσμενο θέαμα.
Αναγκαστικά, εδώ τελειώνει και το πρώτο επεισόδιο, το οποίο, όπως βλέπετε, δεν διαφέρει σε τίποτα απ’ αυτό που έδειξε η τηλεόραση. Είπαμε, η φαντασία μου βρίσκεται στα μάτια μου και πουθενά αλλού. Τουλάχιστον αυτό ισχυρίζονται κάποιοι άσπονδοι φίλοι μου.
-----------------------------
Το δεύτερο επεισόδιο περιλαμβάνει κυρίως μια σύσκεψη που γίνεται μετά από λίγες ημέρες, με πρωτοβουλία του δήμαρχου και του μητροπολίτη, στο νεόδμητο δημαρχείο της πόλης, δωρεά επιφανούς συμπολίτη, μεγαλοεφοπλιστή, ο οποίος στα νιάτα του, όπως και πολλοί άλλοι, κατά την περίοδο της Γερμανοϊταλικής Κατοχής, υπήρξε κουκουλοφόρος, πλιατσικολόγος και μαυραγορίτης. Σκοπός της σύσκεψης: ν’ ακουστούν προτάσεις και να βρεθούν λύσεις για την επιτυχή αντιμετώπιση του θλιβερού φαινομένου, που παρακολουθήσαμε στο προηγούμενο επεισόδιο.
Παρευρέθησαν, λοιπόν, και συζήτησαν το θέμα οι εξής: ο δήμαρχος και ο μητροπολίτης, ο οποίος εμφανίστηκε τελικά στο τέλος της σύσκεψης και αξίωσε αμέσως να εναλλάσσονται από τούδε και στο εξής και στην προεδρία, ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου, εκπρόσωπος της Νομαρχιακής Επιτροπής Ισότητας των δύο φύλων (το τρίτο, ως γνωστόν, είναι αποκλεισμένο δια βίου από κάθε φανερή κοινωνική, πολιτική ή άλλη δραστηριότητα), ο προαναφερθείς πρόεδρος του πολιτιστικού συλλόγου, γνωστός τιμητής της συμπεριφοράς των συμπολιτών του, η πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Ενωτικής Παράταξης Γυναικών, η πρόεδρος των Ομίλων Συσπείρωσης Γυναικών και ο εκδότης της καθημερινής τοπικής εφημερίδας, ο οποίος και πρώτος εντόπισε το ολίσθημα του κρατικού ραδιοτηλεοπτικού σταθμού. Σ’ αυτή την πρώτη συνεδρίαση δεν κατέστη δυνατόν να παρευρεθεί εξ αρχής ο μητροπολίτης αλλά ούτε και εκπρόσωπός του, γιατί ήταν ψυχοπαράσκευο και έπρεπε, κατά τα καθιερωμένα, να βρίσκονται όλοι οι ιερωμένοι στα διάφορα νεκροταφεία της πόλης για να διαβάζουν, με το αζημίωτο, τρισάγια υπέρ των ψυχών των τεθνεώτων μελών της κοινωνίας μας.
Θα ήταν δυνατόν η πρώτη και, όπως θα δούμε στη συνέχεια, η τελευταία σύσκεψη αυτού του είδους να μην γίνει σε τόσο υψηλό επίπεδο στελεχών της κοινωνίας αλλά να πάρουν μέρος , στην αρχή τουλάχιστον, λιγότερο σημαντικά πρόσωπα, εκπρόσωποι δηλαδή των εκπροσώπων, με συνέπεια να έχουμε μια συνεχή παράθεση συνεδριάσεων και τα προβλήματα να μην επιλύονται εξ αρχής αλλά να χρονίζουν με τρόπο αρρωστημένο. Στην περίπτωση αυτή όμως δεν ξέρω πώς θα αντιδρούσε και η διοίκηση του σταθμού, που όφειλε, έτσι κι αλλιώς μιας και το επέβαλλε ο νόμος περί τύπου, να μεταδώσει το σήριαλ ακέραιο, χωρίς περικοπές ή επεμβάσεις. ΄Έτσι όμως θα είχαμε υποβάθμιση των γεγονότων στα μάτια των τηλεθεατών και αυτό, ίσως, να είχε και κάποιες απρόβλεπτες ή μη αναμενόμενες συνέπειες για την πόλη μας. Εξάλλου, τα σπουδαία πρόσωπα πρέπει να συγκατατίθενται ώστε να εμφανίζονται μπροστά στα έκθαμβα μάτια των συμπολιτών τους και όχι, όπως οι Πλατωνικές Ιδέες, στα μάτια μόνο των μυημένων.
Ο προαναφερθείς εκδότης, ως ο καθ’ ύλην αρμόδιος μόνος και κύριος εισηγητής του θέματος, εξέθεσε δια μακρών με τον απαστράπτοντα λόγο του στους παρευρισκόμενους συμπολίτες του όσα θλιβερά και αποτρόπαια προβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της επάρατης τηλεοπτικής σειράς της ΤΕΡ12 και δυσφήμισαν κατά τον πλέον απαράδεκτο τρόπο τους αγαθούς νοικοκυραίους της μικρής πλην έντιμης πόλης μας και πρότεινε να αναζητηθούν τρόποι περαιτέρω χειρισμού του ανακύψαντος προβλήματος επ’ ωφελεία όλων.
Ο δήμαρχος, ως ο πρώτος πολίτης, με λόγια απλά και κατανοητά, υπογράμμισε το υψηλό πολιτιστικό επίπεδο και μεγαλείο ης πόλης, το οποίον, σημειωτέον, αυξήθηκε επί των ημερών του, αφού, φυσικά, είχε αρχίσει να ακμάζει από την εποχή ακόμη της Γερμανοϊταλικής Κατοχής, όταν δήμαρχος ήταν ο μακαρίτης ο πατέρας του, ώστε από τα σπλάχνα της να βγαίνουν σχεδόν καθημερινά, συνεχώς και αδιαλείπτως, υπουργοί, πρωθυπουργοί, πραξικοπηματίες, έμποροι, βιομήχανοι, εισοδηματίες, εφοπλιστές, αποστάτες, στρατηγοί, δεκανείς και λοχίες, εθνικοί και τοπικοί ευεργέτες, ποιητές, τραγουδιστές, συγγραφείς, ποδοσφαιριστές, μαυραγορίτες, κουκουλοφόροι ή μη, οικοδόμοι, συνδικαλιστές, μητροπολίτες, πολιτικοί μηχανικοί, αρχιτέκτονες, πολεμιστές, προδότες, κλέφτες και λωποδύτες επιφανείς και άλλα πολλά σημαντικά πρόσωπα και επαγγέλματα, που τιμούν και λαμπρύνουν το όνομά της στα τετραπέρατα της γης.
Ιδιαίτερα στα τελευταία χρόνια, το τόνισε με έμφαση αυτό, κατόρθωσε να αναπτυχθεί πολιτισμικά σε τέτοιο βαθμό, ώστε μπροστά της να παραμερίζουν όχι μόνο η Αθήνα και η Πάτρα, αλλά πολύ σημαντικότερες πόλεις, όπως το Παρίσι, το Λονδίνο ή η Νέα Υόρκη και η Μόσχα και να παίρνει έτσι την πρωτοκαθεδρία στην παγκόσμια πολιτισμική συνείδηση και ταυτόχρονα να εξαναγκάζει με τον τρόπο της όλους τους παγκοσμίου φήμης καλλιτέχνες, συγγραφείς, πνευματικούς ανθρώπους και επιστήμονες, εταίρες και αθλητές κάθε χρώματος, φυλής ή εθνικότητας να εγκαθίστανται μόνιμα στα περικαλλή και ουδόλως χρήζοντα πολεοδομικής ανασυγκροτήσεως προάστια. «Στο τέλος να μου το θυμηθείτε», συνέχισε, «ακόμα κι αυτή η εχθρική προς την πόλη μας κυβέρνηση θα αναγκαστεί κάποια στιγμή να κλείσει δια παντός, ελλείψει φοιτητών και καθηγητών, όλα τα πανεπιστήμια της χώρας και θα ιδρύσει σε αυτόν εδώ τον τόπο ισάριθμα σε αντικατάστασή τους». Τελειώνοντας, αφού με μεγάλη προσπάθεια και όχι χωρίς κόπο κατάφερε να ξαναγυρίσει στο κύριο θέμα της συνάντησης, πρότεινε να διαμαρτυρηθούν έντονα και με πάθος προς κάθε αρμόδιο ή αναρμόδιο παράγοντα, πρόσωπο ή φορέα, ώστε να μην παρουσιαστούν ξανά στο μέλλον τέτοια φαινόμενα σήψης και διαφθοράς και πλήξουν το γόητρο της πόλης και το ήθος των πολιτών ανεπανόρθωτα, γιατί πες πες στο τέλος θα το πιστέψουν όλοι ότι έτσι έχουν τα πράγματα. Η πρόταση του δημάρχου, όπως αναμενόταν άλλωστε, έγινε ομόφωνα δεκτή με παρατεταμένα χειροκροτήματα και επευφημίες.
Ο πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Πολιτιστικού Συλλόγου, που ήταν ο επόμενος ομιλητής, αφού χαρακτήρισε ως θετικά τα λόγια του δημάρχου, όχι όμως και την πρότασή του, που ήταν, όπως είπε, ρεφορμιστική και συμβιβαστική, αντίθετη δηλαδή προς τις ηρωικές παραδόσεις των κατοίκων της πόλης, προχώρησε περισσότερο και πρότεινε, με τη δέουσα σε αυτές τις περιπτώσεις σοβαρότητα, να ανατεθεί πάραυτα σε τοπικό γραφείο ερευνών να ερευνήσει, αν η αποτροπιαστική αυτή ενέργεια οφείλεται κατ’ αρχήν στον ίδιο τον συγγραφέα ή στον σεναριογράφο, τον σκηνοθέτη ή τον παραγωγό. «Να ευρεθεί τέλος πάντων», είπε, «ο κύριος υπεύθυνος αυτής της πράξης και να καταγγελθεί αρμοδίως σε όλα τα διεθνή όργανα, τα επιφορτισμένα με την φύλαξη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και να τιμωρηθεί παραδειγματικά». «΄Άλλωστε», συνέχισε, κλείνοντας το μάτι του με σημασία, «όλοι το ξέρουν ότι όλοι οι τηλεοπτικοί σταθμοί της χώρας τα έχουν από παλιά με την πόλη μας. Αυτό το αποδεικνύει περίτρανα και εκείνη η απαίσια εκπομπή, που αναφερόταν στη ζωή και το έργο ενός γνωστού μας συντοπίτη ποιητή, στην οποία ο φακός, αντί να δείχνει τα υπέροχα, για να μην πω μεγαλειώδη, κτίσματα των τελευταίων χρόνων και την τεράστια πλατεία με τα πυκνοφυτεμένα παρτέρια της, που θα ζήλευε κάθε μεγάλη και σημαντική πόλη του πλανήτη μας, που σέβεται, βέβαια, την ιστορία της και τον πολιτισμό των προγόνων της, έδειχνε, λέγω, ο φακός, με περισσή θρασύτητα και αδικαιολόγητη περιφρόνηση, κάτι χαλάσματα και μισοερειπωμένα ή εγκαταλελειμμένα κτίρια του 19ου αιώνα με την υπόμνηση ότι ήταν, τάχα, νεοκλασικά. Είναι γεγονός», κατέληξε, «η τηλεόρασή μας εμπνέεται πάντα από την αισθητική των ερειπίων και την λατρεία του παλιού. ΄Έτσι, όμως μας διασύρει διεθνώς ότι κανείς δεν ενδιαφέρεται για το σύγχρονο και το μοντέρνο και κανείς εν τέλει δεν αντιδρά, όπως πρέπει». Τη συνέχεια του λόγου του, που κανείς δεν θυμάται πια, την καλύπτουν παρατεταμένα χειροκροτήματα, ποδοκροτήματα, σφυρίγματα και σποραδικές κραυγές απελπισίας και, φυσικά, για κάποια ώρα δεν ακούγεται άλλη λέξη.
Ο πρόεδρος της Νομαρχιακής Επιτροπής Ισότητας των δύο φύλων, που μετά από ένα μικρό διάλειμμα πήρε τον λόγο, τόνισε ότι με τέτοιες εκπομπές υποβαθμίζεται ακόμη περισσότερο η θέση και το κύρος της γυναίκας. «Εμένα στ’ αρχίδια μου», είπε, «είμαι άντρας. Τι θα γίνει, όμως, με τις γυναίκες και τη διαμόρφωση των επερχόμενων γενεών; Ας έδειχναν, τουλάχιστον, ευσταλείς συμπολίτες μας να καμακώνουν περαστικές γυναίκες! ΄Έχω άδικο, μήπως;»
Ακολούθως πήρε τον λόγο η πρόεδρος της Ενωτικής Παράταξης Γυναικών της πόλης και των περιχώρων, η οποία αναφέρθηκε λακωνικά αλλά με μαχητικότητα χαρακτηριστική της παράταξης που εκπροσωπούσε στα πανανθρώπινα ιδανικά και στο ολυμπιακό πνεύμα, που τόσο εύκολα και με τέτοια ασυνειδησία καταρρακώνονται διεθνώς και εμπορευματοποιούνται με κάθε τρόπο για να κερδίζουν ασύστολα οι μεγάλες πολυεθνικές και τα μονοπώλια εις βάρος πάντα του αγωνιζόμενου λαού, ενώ η πρόεδρος των Ομάδων Συσπείρωσης Γυναικών απαίτησε (δυναμικά, άμεσα και μαζικά) την πλήρη αποκατάσταση της τρωθείσας αξιοπρέπειας, της τιμής και του κύρους των γυναικών και επί πλέον πρότεινε να γίνει, οπωσδήποτε, μια παλλαϊκή και αγωνιστική συγκέντρωση για να καταγγελθούν οι μεγάλες δυνάμεις και οι ιμπεριαλιστές-ρεφορμιστές, που κρύβονται συνήθως πίσω από τέτοιες κατάπτυστες ενέργειες.
Θα μπορούσα να παρουσιάσω κι άλλους εκπροσώπους δεκάδων άλλων συλλόγων και μαζικών φορέων που άνθιζαν εκείνα τα χρόνια στη χώρα. Προς τι, όμως; Ο θεατής από μόνος του έχει καταλάβει ήδη τα σημαντικότερα των γεγονότων και τα αποτελέσματά τους. Γιατί να καταπονηθεί κι άλλο, με την εξιστόρηση τόσων και τόσο ανούσιων λεπτομερειών;
Εδώ τελειώνει, λοιπόν, η κρίσιμη αυτή σύσκεψη, της οποίας, τελικά, μοναδική απόφαση είναι να παρακαλέσουν όλοι μαζί τον μητροπολίτη, που καταφθάνει επί τέλους εκείνη τη στιγμή με την πολυπληθή ακολουθία του, να διαβάσει αγιασμό στην πόλη και να εξορκίσει το κακό που τη βρήκε εν τη γενέσει του, όπως ακριβώς ο Επιμενίδης, ο αρχαίος μάντης από την Κρήτη, που εξάγνισε την αρχαία Αθήνα από το επάρατο Κυλώνειο ΄Αγος, που την καταδυνάστευε τόσον καιρό. Ας προλάβουμε τουλάχιστον τα χειρότερα, ήταν η γενική κατάληξη.
Την ώρα που πέφτουν τα γράμματα, παρουσιάζοντας ονομαστικά όλους τους παράγοντες, δευτερεύοντες και τριτεύοντες συντελεστές της εκπομπής, διαβάζονται μεγαλοφώνως, για όσους αγνοούν ανάγνωση και γραφή, διάφορα τηλεγραφήματα συμπαράστασης (και συμπαράταξης, βέβαια,) που απέστειλαν διάφοροι καλοθελητές, επιφανή στελέχη της κοινωνίας μας καθώς και οι υπόλοιποι μαζικοί φορείς που δεν κατάφεραν να παρευρεθούν στη μεγάλη εκείνη σύσκεψη…

---------------------------------------------

Το τηλεγράφημα ήρθε ξαφνικά και με βρήκε εντελώς απροετοίμαστο: «Αγαπητέ κύριε, παρακαλώ δεχθείτε να αναλάβετε την διεύθυνση όλων των τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών της χώρας. Στοπ. Ενδεχόμενη άρνησή σας θα μας λυπήσει αφάνταστα και συγχρόνως θα στερήσει την πατρίδα μας από το όνειρο ενός λαμπρού μέλλοντος για το συμφέρον όλων ενώ θα περιέπλεκε περισσότερο το γνωστό πρόβλημα της πόλης σας. Στοπ. Τα θερμά μας συγχαρητήρια για την αγωνιστική ετοιμότητα των συμπολιτών σας που είναι απολύτως σύμφωνη με τις μεγάλες παραδόσεις της φυλής και του έθνους. ΄Όλως υμέτερος, Ο Υπουργός αρμόδιος για τα θέματα της τηλεόρασης, ραδιοφωνίας και τύπου.
Υ.Γ.(πρώτο): Ο κύριος πρωθυπουργός σας αναμένει για να σας σφίξει το χέρι.
Υ.Γ.(δεύτερο):Αν πραγματικά το επιθυμείτε και δεν υπάρχει κάποιο πραγματικό εμπόδιο, βιαστείτε, σας παρακαλώ, να αναλάβετε τα καθήκοντά σας γιατί, αν αργήσετε πολύ, πιθανόν να μη με βρείτε στη θέση μου. Ο ίδιος.
Σημείωση:
Και τώρα η διαμαρτυρία, όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Πατρίς», στις 23-3ι1984: «Με έντονη αγανάκτηση ο λαός της Ηλείας αποδοκιμάζει την απαράδεκτη προβολή του σήριαλ της ΕΡΤ2 το «Λαχείο» που, μέσα από ένα πρίσμα παραμόρφωσης, αναφερόταν στον τόπο που ζούμε.
Η προβολή αυτή αποτελεί καταφανή συκοφαντία του Ηλειακού λαού, μιας περιφέρειας της Ελλάδας που η μακραίωνη σύνδεσή της με πανανθρώπινα ιδανικά, δεν επιτρέπει παρόμοιες προσβολές.
Είναι απαράδεκτο, βασικό όργανο ενημέρωσης του Ελληνικού λαού να επιλέγει παρόμοιες παρουσιάσεις που στερούνται αντικειμενικότητας και αφίστανται της πραγματικότητας.
Αποτελεί κοινή αξίωση του Ηλειακού λαού η παρούσα διαμαρτυρία να προβληθεί από την ΕΡΤ2 στην αρχή του επόμενου επεισοδίου της ίδιας σειράς.
Ο Μητροπολίτης. Η Τοπική ΄Ενωση Δήμων και Κοινοτήτων. Ο Δήμαρχος Πύργου. Η νομαρχιακή Επιτροπή Ισότητας των δύο φύλων. Η Πολιτιστική Εταιρία Πύργου. Το Παράρτημα Πύργου της Ε.Γ.Ε.. Ο Σύλλογος Γυναικών Πύργου.

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2009

Η μοναξιά του μοτοσικλετιστή

Του Ανδρέα Φουσκαρίνη

Μεσημέρι. ΄Εξω από το Λύκειο επαρχιακής κωμόπολης του Νότου. Τα εφτακόσια πενήντα κυβικά μουγκρίζουν και ξεσηκώνουν τον κόσμο. Τον αναστατώνουν, καλύτερα. Οι δυο καβαλάρηδες ξεχύνονται ακράτητοι στη μακριά λωρίδα του δρόμου. Σε λίγο χάνονται εντελώς από τα μάτια μας. Ακούγεται μόνο το μουγκρητό τους..
Η κόντρα διαρκεί κάτι παραπάνω από δέκα λεπτά. Τι μας νοιάζει ποιος νίκησε; Υπάρχει, αλήθεια, νικητής; Οι μαθητές μονάχα τους ζητωκραυγάζουν και τους επευφημούν. Το πλήθος αδιαφορεί ή κουνάει το κεφάλι του αποδοκιμαστικά. «Δεν θέλω «ου», φωνάζει ο ένας μοτοσικλετιστής περνώντας σαν αστραπή από μπροστά τους.
-----------

Μετά από πέντε μέρες τον βρήκαν νεκρό μέσα σε μια αποστραγγιστική τάφρο. Τα μάτια του ορθάνοιχτα, σαν να προσπαθούσαν μάταια να τρυπήσουν το γκρίζο κέλυφος του ουρανού. Δεν θα ξαναμιλήσει πια στους μαθητές παρά μέσα από τα κενά που αφήνουν οι καρδιές τους. Το Λύκειο και η περιοχή θα βρουν για λίγο την ησυχία τους.

--------------

Τον άλλον, όμως, ποιος τον σκέφτεται; Γυρίζει μόνος κι έρημος, χωρίς σκοπό, χωρίς αντίπαλο στις κόντρες. ΄Εκοψε ακόμη και τις σούζες. Πώς να βγει με τόση ηρεμία η ζωή; Πώς να αντέξει τόση ερημιά; Κι οι μαθητές που ησύχασαν κι αυτοί και δεν επευφημούν! Σαν να τους φίμωσαν μ’ αόρατα πλην δραστικά φίμωτρα!
Καλά θα πάνε όλα, προφανώς, στο μέλλον!

Και του χρόνου

του Ανδρέα Φουσκαρίνη

17η Νοεμβρίου. Τα σχολεία ξεκινούν με τάξη και με πειθαρχία παραδειγματική. Ο σχηματισμός είναι σχεδόν στρατιωτικός. Μπροστά ανεμίζουν οι γαλανόλευκες, οι ψηλοί οδηγούν, οι κοντοί ακολουθούν. Οι διμοιρίτες και οι δείκτες στη θέση τους. ΄Όλοι εν πλήρει ηρεμία και κατά τα καθιερωμένα.
Καταθέτουν στεφάνια και λουλούδια φυσικά ή πλαστικά στο μνημείο των πεσόντων υπό τα απλανή και ανέκφραστα βλέμματα των επισήμων. Κάποιος εκφωνεί τον πανηγυρικό της ημέρας. Στο πέτο του ένα κόκκινο γαρίφαλο καρφιτσωμένο.
Την ίδια μέρα στα 1973 είχε εκφωνήσει πάλι έναν πανηγυρικό στους μαθητές του σχολείου του. Στην πραγματικότητα τον ίδιο με τον τωρινό. Τώρα αφαίρεσε μόνο τις αρνήσεις και αντικατέστησε τους αποδέκτες των «εύγε» και των «ζήτω» με τους πεσόντες φοιτητές.
Ενός λεπτού σιγή. Ο Εθνικός ΄Ύμνος. Επιστροφή στα σχολεία και διάλυση των συντεταγμένων τμημάτων. Οι ψηλοί μπροστά, οι κοντοί πίσω, όπως πάντα. Να μην αλλάξουμε δα και τις παραδόσεις. Τα καθιερωμένα. Η φιλαρμονική παιανίζει στους δρόμους κι ύστερα χάνεται κι αυτή. Μέχρι την επόμενη εκδήλωση παραμένει βουβή.
«Ωραία η εκδήλωση. Κόσμια και ευπρεπής», μίλησε ο δήμαρχος, «Πάμε τώρα να σας κεράσω ένα ουζάκι. Το απαιτεί η μέρα, άλλωστε».
«Και του χρόνου, δήμαρχε, και χρόνια πολλά».
«Και του χρόνου. Και του χρόνου».

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2009

Το Τρένο

Του Ανδρέα Φουσκαρίνη


Α΄

Είναι μήνες τώρα που πασχίζω με κάθε τρόπο να συλλάβω τη μορφή του ήρωά μου. Είναι ατέλειωτες οι ώρες που με βασανίζει. Τη μια έρχεται φωτεινός, ακμαίος και ακέραιος, την άλλη τον χάνω στη στιγμή και μάταια για ώρες τον αναζητώ. ΄Έτσι, κάθε προσπάθεια μέχρι στιγμής καταλήγει σε αποτυχία.
Λέξεις, εικόνες, πρόσωπα, ήχοι, μυρωδιές, κινήσεις, έρχονται και ξανάρχονται στο νου μου από μόνες τους, ξεκομμένες ολότελα από την συνολική εικόνα που θέλω να δημιουργήσω, αδέσποτες και ακυριάρχητες αρνούνται να γίνουν φράσεις αποδεκτές από τον αναγνώστη, ολοκληρωμένες κι όχι μάταιο αγώνισμα σαν πετριές στον ήλιο.
Κάθομαι με τις ώρες μπροστά στο άσπρο χαρτί αλλά η εικόνα, όπως την θέλω ακριβώς και την φαντάζομαι, δεν σχηματίζεται ή, αν αρχίζει και αποκτά μια πρώτη σχηματοποίηση, δεν παραμένει στη συνείδηση τόσο χρόνο, όσο θα ήταν απαραίτητος για τη βιώσιμη ανάπτυξή της.
Δεν είναι εύκολη υπόθεση τελικά, ό,τι κι αν λένε διάφοροι αυτόκλητοι μελετητές του φαινομένου, να γράψει κανείς ένα εκτεταμένο αφηγηματικό κείμενο και να το οδηγήσει στο φυσικό του τέλος και να πει με ανακούφιση «ωραία, τελειώσαμε επιτέλους!», όταν μέσα του δεν έχουν ολοκληρωθεί ακόμη όλες εκείνες οι διεργασίες που απαιτούνται ώστε ν’ αρχίσει να ρίχνει πυρετωδώς πάνω στο χαρτί όλα τα επιμέρους στοιχεία και περιστατικά που θα απαρτίσουν στο τέλος το επιθυμητό σύνολο με την απόλυτη αλληλουχία και ενάργεια που απαιτεί το σφιχτό δέσιμό τους γύρω από την κυριαρχική προσωπικότητα του κεντρικού ήρωα και των προσώπων που κινούνται στο πλάι του ή απέναντί του, στο σκοτεινό ή φωτεινό περίγραμμα της δράσης του,
΄Ετσι, αρχίζει η έρευνα απ’ την αρχή, το ψάξιμο ή, καλύτερα, το ψαύσιμο των κοίλων και των καμπύλων κατά τον ποιητή που δυο ολόκληρα χρόνια αναζητούσε τη μορφή του ήρωά του στο χώρο και τον χρόνο και, τελικά, βρήκε στη θέση του το κενό, κάτω από την εντάφια χρυσή προσωπίδα, κι έτσι ανοίγεται, χωρίς να το πάρει είδηση ο αφηγητής, ένας καινούριος αλλά σίγουρος δρόμος για να μιλήσει περισσότερο για τον εαυτό του και τις πληγές του που κακοφορμίζουν και λιγότερο γι’ αυτόν, του οποίου θέλει να περιγράψει το σύντομο πέρασμά του από την ζωή, τα αγιάτρευτα πάθη του και τα αβέβαια βήματά του στον κόσμο που μας περιβάλλει και μας ταλαιπωρεί.
Αυτό έπαθε κι ο ποιητής που ανέφερα λίγο πιο πριν, δύο ολόκληρα χρόνια, όπως έγραψε, πάλευε να βρει το σχήμα του προσώπου του ήρωά του, του βασιλιά της Ασίνης δηλαδή, τον ήχο της φωνής του, τη φορά ή τη λάμψη της ματιάς του, την κίνηση εν τέλει του κορμιού του. Κι όταν κάποτε πίστεψε πώς, επί τέλους έφτασε η ώρα να ευοδωθεί η προσπάθειά του και σήκωσε με αγωνία την εντάφια χρυσή προσωπίδα, βρήκε από κάτω το κενό κι έτσι αυτό που του έμεινε να κάνει στη συνέχεια ήταν, όχι η ανασύσταση πλέον της μορφής του ήρωά του, που, άλλωστε, ούτε ο ΄Ομηρος δεν διανοήθηκε ή δεν θέλησε να κάνει, αλλά η έκθεση των δικών του ψυχικών, συναισθηματικών δηλαδή και νοητικών πεπραγμένων και ν’ αφήσει τον πόνο της ψυχής του να ξεχειλίσει ελεύθερα πάνω στο χαρτί και να σκεπάσει για πάντα με επιτυχία όλα τα κενά που άφησε το πέρασμα του ήρωα από τη ζωή ή την ιστορία. Βγήκε όμως, σε πείσμα της ματαιότητας των ερευνών, ένα εξαίσιο ποίημα.
Αυτό θα προσπαθήσουμε να κάνουμε κι εμείς εδώ, έχοντας συγχρόνως και το πλεονέκτημα να μην αναζητούμε τον ήρωα στις δέλτους της Ιστορίας και της συλλογικής μνήμης αλλά μέσα στον ίδιο μας τον εαυτό και τις μνήμες του, στη γνώση δηλαδή που μας έδωσε η γνωριμία και η βραχύχρονη φιλική σχέση με τον ήρωα, ακόμα κι αν είναι για πολλούς απατηλή και περιορισμένη, αφού ποιος μπορεί πραγματικά να γνωρίσει σε βάθος τον πλησίον του, αν δεν γνωρίσει πρώτα τον ίδιο του τον εαυτό: Ελπίζω να λειτουργήσει σαν οδηγός μου και καθοδηγητής η βαθιά πεποίθηση ότι ο άνθρωπος αυτός κάτω από άλλες φυσικά συνθήκες, σε ΄άλλες εποχές και υπό άλλες προϋποθέσεις θα είχε ζήσει διαφορετικά τη ζωή του και ότι το ελπιδοφόρο μήνυμα που έστειλε η δράση του και η παρουσία του, όσο ζούσε, δεν πήγε εις μάτην.
Τώρα ας πάρουμε τα πράγματα, όχι φυσικά απ’ την αρχή, αλλά με την σειρά που επιβάλλουν οι θεμελιώδεις κανόνες της αφήγησης ώστε να μην προδικάσω με τις δικές μου κρίσεις και παρεμβάσεις το αποτέλεσμα, αφού αυτές δεν έχουν καμία αξία παρά μόνο για μένα τον ίδιο και τα γεγονότα είναι αυτά που από εδώ και στο εξής θα γίνουν ο κύριος οδηγός του αναγνώστη για την συναγωγή των δικών του κρίσεων και των δικών του συμπερασμάτων.
Ο λόγος του συγγραφέα είναι πάντα μεροληπτικός, είτε αγαπάει υπερβολικά ή, πολύ σπάνιο, βέβαια, μισεί με πάθος αδικαιολόγητο τους ήρωές του. Μέσα σ’ αυτούς, άλλωστε, φυλακίζει ολόκληρη την αλήθεια, όποια κι αν είναι αυτή, γι’ αυτό και εδώ τα γεγονότα θα εκτεθούν εντελώς γυμνά από κρίσεις και συμπεράσματα, γυμνά, επίσης, από συναισθήματα κι επιθυμίες και σε χρόνο ενεστώτα για να μπορεί ο έμπειρος και οξυδερκής αναγνώστης να πλάσει με τη φαντασία του τη δική του εικόνα για τον ήρωα και τον κόσμο του, αφού αυτή θα έχει ουσιαστικά και τη μεγαλύτερη αξία για τον ίδιο κι όχι οι μεμψίμοιρες κρίσεις του δημιουργού.


Β΄

Αυτή την ώρα βρίσκεται μέσα στο τρένο της γραμμής Αθηνών – Πατρών – Πύργου, στο τελευταίο βαγόνι. Είναι μόνος. Κατάμονος. Ταξιδεύει δεύτερη θέση για τη γενέτειρά του, την Ανδραβίδα, παλιά και ξεχασμένη πρωτεύουσα του Γαλλικού Πριγκιπάτου της Αχαΐας, στα χρόνια της Φραγκοκρατίας, με λιγοστά και εγκαταλελειμμένα ερείπια, που δείχνουν μόνο ένα μικρό μέρος από την παλιά της αίγλη.
Την αγαπάει την πόλη του κι ας είναι μικρή και ξεχασμένη. Νιώθει μια συγκίνηση, καθώς την σκέφτεται, πρωτόγνωρη, που δεν μπορεί να εξηγήσει με τους κανόνες και τους νόμους της απλής λογικής, αφού δεν έχει περάσει πολύς καιρός, άλλωστε, από τότε που την αποχωρίστηκε την τελευταία φορά: είκοσι μέρες μοναχά! ΄Ένας αδικαιολόγητος φόβος τον έχει κυριέψει, λες και δεν πρόκειται να την ξαναδεί ποτέ, καμία άλλη φορά στη ζωή του. Θεός φυλάξοι!
Απέναντί του ακριβώς μια γριά χωριάτισσα που μασουλάει ασταμάτητα με φανερή απόλαυση και ζωώδεις γρυλισμούς. Που βρίσκει τόση όρεξη! Είναι χοντρή, τα χείλη της κάνουν δυνατούς παφλασμούς, όπως τα κύματα που σκάζουν αγριεμένα στα βράχια της ακτής. Σου δίνει την εντύπωση ότι ο μοναδικός προορισμός της ζωήςτης είναι τα φαΐ. Δίπλα της ένα γεροντάκι, ταλαίπωρο και βασανισμένο, που δεν ανοίγει το στόμα του, αν δεν του απευθύνει πρώτα κάποιος τον λόγο, ήρεμο και σοβαρό, ίσως και κάπως φοβισμένο. Στη διπλανή του θέση ένας νεαρός, φοιτητής της Γεωπονικής, όπως θα πληροφορηθεί κατά τη διάρκεια της διαδρομής στις λιγοστές απόπειρες που θα επιχειρήσει για συνομιλία και επικοινωνία.
Στη διπλανή τους σειρά θέσεων μια ανάλογη τετράδα επιβατών με διαφορετική όμως συμπεριφορά. Δυο νεαροί θορυβώδεις και ενοχλητικοί που κοιτάζουν συνεχώς δεξιά κι αριστερά ή μπρος και πίσω, με λιγωμένα από τη σεξουαλική στέρηση και τον ανικανοποίητο πόθο μάτια κάθε νεαρό εκπρόσωπο του γυναικείου φύλου που περνάει από εκεί, νομίζοντας ότι έτσι θα μπορέσουν να τον συλλάβουν με τα δίχτυα που έχουν απλώσει. Πλην όμως μάταιος ο κόπος! Απέναντί τους, ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, ήσυχο και, προφανώς, αδιάφορο για όσα διαδραματίζονται γύρω τους, κλεισμένοι ασφυκτικά στον δικό τους μικρόκοσμο. Αδύνατον να τους συγκινήσει οποιαδήποτε εξωτερική παρέμβαση.
Το βαγόνι είναι παλιό, βρώμικο και συφοριασμένο, όπως συμβαίνει πάντα δυστυχώς, με τα τρένα της γραμμής αυτής, με φθαρμένα τα καθίσματα, κάποια παράθυρα σπασμένα, άλλα ανοίγουν κι άλλα όχι, τον χειμώνα σκας από τη ζέστη του καλοριφέρ, το καλοκαίρι από τη ζέστη της εποχής και το κάψιμο του ήλιου αλλά πάντα κρυώνεις από τον αέρα που διαπερνάει συνεχώς τα σπασμένα τζάμια ανεξάρτητα από ώρα ή εποχή. Στο δάπεδο σκουπίδια, τσαλακωμένα χαρτιά, κουτιά από αναψυκτικά άδεια από το περιεχόμενό τους, μπουκάλια από μπύρες, καμένα σπίρτα, άδεια πακέτα τσιγάρων και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς, αποσκευές, βαλίτσες, τσάντες, δέματα και πλαστικές σακούλες, που εμποδίζουν στον μέγιστο βαθμό την κίνηση των επιβατών και των υπαλλήλων του οργανισμού.
Φυσικά, κανείς δεν διαμαρτύρεται ποτέ, αυτή η κατάσταση επαναλαμβάνεται συνεχώς από τότε που ιδρύθηκε η γραμμή, την έχουν συνηθίσει πια και την αποδέχονται μοιρολατρικά. Πού και πού, κάποιος ιδιότροπος υπάλληλος λέει δυο κουβέντες αλλά τίποτα δεν αλλάζει. Ακόμη και χαρτονένια κουτιά με τρύπες στα πλάγια, για να παίρνουν αέρα τα κοτόπουλα που βρίσκονται μέσα, συνωστίζονται το ένα πάνω ή δίπλα στο άλλο περιορίζοντας και τον ελάχιστο χώρο που απομένει για τις μετακινήσεις των ανθρώπων και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, και όρθιοι επιβάτες, που έβγαλαν εισιτήριο τελευταίοι και δεν βρήκαν θέση και για αυτό καραδοκούν σαν αρπακτικά πότε θα σηκωθεί κάποιος από την θέση του για λίγο για να την αρπάξουν και να ξεκουραστούν, όσο μπορούν, αφού πρέπει να σηκωθούν αμέσως μόλις επιστρέψει, εκτός κι αν επιθυμούν να δημιουργήσουν επεισόδιο.
Και πάνω απ’ τα καθίσματα, τα ράφια, γεμάτα και αυτά με αποσκευές και άλλα αντικείμενα που κουβαλούν πάντα μαζί τους οι ταξιδιώτες, πολλά απ’ τα οποία προεξέχουν επικίνδυνα να πέσουν και να προσγειωθούν στα κεφάλια των επιβατών, που ρίχνουν πού και πού με φόβο τη ματιά τους για να δουν αν βρίσκονται στη θέση τους καλά στερεωμένα ή έχουν μετακινηθεί από τους συνεχείς κραδασμούς που δημιουργούνται από την κίνηση του τρένου στις σιδηροτροχιές.
Ο κόσμος πάει κι έρχεται, συνεχώς και αδιαλείπτως, πάνω κάτω, πάνω κάτω, με ή χωρίς λόγο, τις περισσότερες φορές για να περνάει η ώρα, το ταξίδι, άλλωστε, είναι ιδιαίτερα κουραστικό κι όλα άβολα μέσα στο τρένο και η ατμόσφαιρα σε ορισμένα σημεία της διαδρομής ανυπόφορα αποπνικτική από τα τσιγάρα και τον ιδρώτα ή τα βαριά αρώματα που φορούν μερικές γυναίκες. Στα σημεία αυτά γίνεται φανερό ότι ο ήρωάς μας υποφέρει τα μέγιστα, πνίγεται, ανοίγει το παράθυρο για να αναπνεύσει καθαρό αέρα, δεν καπνίζει άλλωστε και,συνεπώς, ο οργανισμός του δεν είναι συνηθισμένος σε τέτοιου είδους επιθέσεις από το μολυσμένο περιβάλλον του τρένου. Η κίνησή του αυτή ενοχλεί κάποιους συνεπιβάτες του που διαμαρτύρονται και τον φέρνουν σε δύσκολη θέση κάθε φορά που προσπαθεί ν’ ανοίξει το παράθυρο. ΄Όλα όμως τελειώνουν πάντα ομαλά. Ευτυχώς, γιατί δεν είναι απ’ τους ανθρώπους εκείνους που τους αρέσουν οι άσκοπες φιλονικίες.
Είναι καλοκαίρι, Ιούλιος μήνας, κύματα καυτού αέρα εισβάλλουν συνεχώς από τα ανοιχτά παράθυρα και τα θρυμματισμένα τζάμια του βαγονιού, οι γυναίκες κουνούν με νευρικό τρόπο βεντάλιες, περιοδικά, εφημερίδες, χαρτόνια, ακόμα και τα χέρια τους για να προξενήσουν μ’ αυτό τον αυτοσχέδιο τρόπο κάποια μετακίνηση ψυχρών αέριων μαζών, να δροσιστεί λίγο το φρυγμένο πρόσωπό τους, οι άντρες μετακινούνται για τον ίδιο λόγο αδιάκοπα στα καθίσματα, μάταια όμως, ο αέρας είναι πάντα καυτός και η ατμόσφαιρα αποπνικτική.
Ιδρώτας, ανακατεμένες μυρωδιές, φωνές, φασαρία, ανακατωσούρα, σπρωξίματα, ένας μικρός πανζουρλισμός και γκαρσόνια που πηγαινοέρχονται συνεχώς, με ή χωρίς σκοπό, κρατώντας στα χέρια τεράστιους δίσκους με μπαγιάτικα σουβλάκια, ικανά να σου προξενήσουν κόψιμο και άλλες στομαχικές διαταραχές, αναψυκτικά, εμφιαλωμένα νερά και μπύρες. Και η φωνή τους, με την οποία διαλαλούν την ποιότητα του προϊόντος που πουλούν, πάντα στη διαπασών, γιατί αλλιώς, έτσι ίσως πιστεύουν, δεν πρόκειται να βρουν αγοραστές.
Η μηχανή του τρένου αγκομαχάει στον ανήφορο, στον κατήφορο ξεχύνεται ακράτητη και καταπίνει με λαιμαργία τα χιλιόμετρα, αναπτύσσοντας ταχύτητες τέτοιες που δεν ταιριάζουν στον δυναμισμό της, σαν πουλάρι που αφέθηκε ελεύθερο να τρέξει στο λιβάδι, στις στροφές όμως κόβει υπερβολικά, δεν γίνεται διαφορετικά, πάντοτε καραδοκεί ο κίνδυνος του εκτροχιασμού.
Μέσα σ’ όλ’ αυτά, ανάμεσα σ’ όλους αυτούς τους ανθρώπους που συνωστίζονται ταξιδεύοντας ο ένας πάνω στον άλλον, σχεδόν, ο ήρωάς μας νιώθει μόνος, εντελώς μόνος, ξένος και απόκοσμος. Και είναι φυσικό αυτό, γιατί αυτός και οι άλλοι αποτελούν δύο ή περισσότερους κόσμους διαφορετικούς που έξ ανάγκης και μόνο κινούνται στον ίδιο πλανήτη.
Αδυνατεί παντελώς να επικοινωνήσει με τους γύρω του, με τους οποίους δεν τον ενώνει τίποτε, μόνο ο κοινός σκοπός, το κοπιαστικό ταξίδι στο ίδιο βαγόνι, με διαφορετικό όμως προορισμό για τον καθένα. Προσπαθεί να διαβάσει κάτι, μάταια, βέβαια, τα γράμματα χοροπηδούν μαζί με την κίνηση του οχήματος, φεύγουν κάτω από τα μάτια του, ταξιδεύουν κι αυτά με τον δικό τους τρόπο, τα τραντάγματα του τρένου είναι υπερβολικά και συνεχόμενα, στο τέλος παρατάει στην άκρη το έντυπο, το μόνο που του μένει είναι να παρατηρεί, με σχετικό ενδιαφέρον και προσποιητή αδιαφορία, μέσα και έξω από το τρένο, τη φύση και τους ταξιδιώτες, τους σταθμούς και τους ανθρώπους που περιφέρονται σ’ αυτούς, αυτούς που αποβιβάζονται και επιβιβάζονται συνεχώς και προπάντων να συλλογίζεται.
΄Έτσι φτάνει στο σημείο να συλλογίζεται πότε για τη μέχρι εκείνης της στιγμής ζωή του, για τις σχέσεις του με τους άλλους, τους ξένους και τους δικούς του, για την οικογένειά του, τη συμπεριφορά των ανθρώπων, την προσωπική του ιστορία και την ιστορία των δικών του, τις επιθυμίες τους, τους πόθους και τα όνειρά τους, τις επιτυχίες τους και τις αποτυχίες τους, ένα μακρύ παρελθόν που χάνεται στο βάθος των τριών τελευταίων αιώνων. Τις σκέψεις του αυτές, που τις διακόπτουν συνεχώς και βίαια οι φωνές, η φασαρία και η αντάρα των ταξιδιωτών, των γκαρσονιών, των εισπρακτόρων, όσων εν γένει περνούν ή στέκονται κραυγάζοντας μπροστά του, υπολογίζει κάποτε να τις περάσει στο χαρτί να τις εκδώσει.
΄Ένα ταξίδι είναι η ζωή, συλλογίζεται κάποια στιγμή, κοινότοπη η σκέψη βέβαια αλλά αληθινή, το λέει και κάποιο λαϊκό τραγούδι, άλλος κατεβαίνει νωρίς στον πρώτο σταθμό, άλλος αργότερα στον δεύτερο, στον τρίτο και κάποιοι, τυχεροί αυτοί, στο τέρμα του προορισμού τους. Ο ίδιος, άραγε, σε ποιο σταθμό και πότε θα κατεβεί, αναρωτιέται και χαμογελάει διακριτικά, οι σκέψεις είναι συνεχείς και βασανιστικές και πυρπολούν αδιάκοπα τον νου του.
----------------------------------------
Τις προάλλες είχε επισκεφθεί το σπουδαστήριο Νεώτερης και Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου των Αθηνών για να επαληθεύσει κάποια στοιχεία που συγκέντρωσε για μια εργασία του που αναφερόταν στην κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Βενετούς στα 1684. Τον ενδιέφεραν κυρίως οι θεσμοί που δημιούργησαν οι νέοι κυρίαρχοι του τόπου στη νεοκατακτημένη χώρα, που πριν σφάδαζε κάτω απ’ το βάρος του Οθωμανικού ζυγού, διοικητικοί, οικονομικοί, πολιτισμικοί και άλλοι.
Τα στοιχεία που συγκέντρωσε λίγα και λειψά. Τα καινούρια, ανύπαρκτα σχεδόν. Θα έπρεπε να συνεχίσει την έρευνα και στα κρατικά αρχεία της Βενετίας, όπου τα πάντα, όπως είχε πληροφορηθεί, είχαν καταχωρισθεί με τάξη και μεθοδικότητα, μ’ αυτήν ακριβώς την τάξη και μ’ αυτήν την μεθοδικότητα, με την οποία η πόλη των δόγηδων από ένα απλό και μικρό Βυζαντινό πόλισμα που ήταν στην αρχή αναδείχθηκε τελικά σε κυρίαρχο των θαλασσών της Μεσογείου, μέχρι βέβαια και τη δικιά της υποταγή στα στρατεύματα του Βοναπάρτη που έβαλαν οριστικό τέλος στην κρατική της υπόσταση. Ευκαιρία, ως τότε, να οργιάσει η φαντασία του και να καλύψει, έστω και για λίγο, τα κενά της Ιστορίας.
΄Ετσι, αναδύθηκε προς στιγμήν η μορφή, το περίγραμμα της μορφής καλύτερα κάποιων υποτιθέμενων προγόνων του, που η οικογενειακή παράδοση τους ήθελε πραγματικούς. Λέω υποτιθέμενων, γιατί κανείς δεν μπορεί να αποδείξει τίποτα προς το παρόν με τα γνωστά ιστορικά στοιχεία, εικασίες μόνο μπορεί να κάνει ταξιδεύοντας με τα φτερά της φαντασίας του στο σώμα της Νεώτερης Ιστορίας της Μεσογείου.
Βρήκε τρεις με το ίδιο επώνυμο, το δικό του, τρία αδέλφια που πήραν μέρος στην κατάκτηση της Πελοποννήσου μετά την άλωση της Κρήτης από τους Τούρκους, ο ένας καπετάνιος της ναυαρχίδας του Μοροζίνι, που κατά πάσα πιθανότητα θα έδωσε και το σύνθημα για τον βομβαρδισμό της Αθήνας και την ισοπέδωση του Παρθενώνα. Τι φοβερό παρελθόν! Θα ήθελε να μην έβρισκε ποτέ το όνομά του σε μια τέτοια αποτρόπαιη πτυχή της Ιστορίας. Ας μην είχε γίνει ποτέ αυτό το γεγονός, ή ας είχε άλλο αξίωμα ο άνθρωπος αυτός, περισσότερο σεμνό.
Οι άλλοι δύο ήταν διοικητές, πρεβεδούροι, όπως τους έλεγαν οι Βενετοί, στη Γαστούνη ο ένας, στο κάστρο Χλεμούτσι ο άλλος, θα έμειναν για χρόνια, ίσως, στην Ελλάδα, αγάπησαν τον τόπο, παρά την κατάκτησή του αργότερα από τους Τούρκους, και τους ανθρώπους του, προφανώς εξελληνίστηκαν πλήρως, βαπτίστηκαν ορθόδοξοι, δεν ξαναγύρισαν ποτέ πια στην πρώτη τους πατρίδα, τη Βενετία, παντρεύτηκαν Ελληνίδες και έκαναν παιδιά με Ελληνική συνείδηση κι όταν οι Τούρκοι ξανακατάκτησαν τη χώρα, παρέμειναν κι αυτοί εκεί, ενσωματώθηκαν πλήρως στον ντόπιο πληθυσμό, στην επανάσταση του 1821 μάλιστα η οικογένεια είχε τον πρώτο της νεκρό που έπεσε μαχόμενος ηρωικά στο μεγάλο αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία των Ελλήνων.
Ωραία ιστορία για να είναι αληθινή, σκέφτεται καθώς το τρένο καταπίνει τα χιλιόμετρα αγκομαχώντας, πλούσια σε συγκινήσεις και ιδεολογήματα. Υλικό πρώτης τάξεως για μυθιστόρημα, αν εμπλουτιστεί με τα κατάλληλα γεγονότα, όχι όμως και για ιστορικό δοκίμιο σαν αυτό που θέλει να γράψει ο ίδιος.
Τα βιβλία που διάβασε δεν λένε πολλά, δεν αναλίσκονται σε λεπτομέρειες και αναλυτικές περιγραφές, γενεαλογικά δέντρα ή οριζόντιες και κάθετες σχέσεις των προσώπων που αναφέρουν, μόνο ονόματα και ιδιότητες ή αξιώματα, τίποτα ατομικό, δεν αναφέρονται σε προσωπικά κίνητρα και αιτίες, συναισθήματα ή επιθυμίες, όλα αυτά που απασχολούν καθημερινά τον απλό άνθρωπο και αποτελούν την υλική βάση ενός επιτυχημένου μυθιστορήματος. ΄Έτσι, θα ήθελε να είχαν μείνει έτσι απλά στον τόπο αυτό γιατί τον αγάπησαν πραγματικά, ακόμα κι ο καταστροφέας του Παρθενώνα θα επιθυμούσε πολύ να είχε κάνει από άγνοια ή από ανάγκη ό,τι έκανε, αφού η Ακρόπολη αποτελούσε τότε το διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο της Οθωμανικής κυριαρχίας στην Αθήνα κι ύστερα, σαν καλός χριστιανός ή, καλύτερα, σαν καλός πατριώτης, έστω και εκ μετεγγραφής, να ζητούσε συγγνώμη από τον λαό και την Ιστορία.
Δεν πρέπει να εξελίχθηκαν όμως έτσι τα πράγματα, σκέφτεται, πώς ήταν δυνατόν άλλωστε, η έρευνα στα αρχεία της Γαληνότατης Δημοκρατίας της Αδριατικής, ίσως, να δείξει κάτι άλλο, ότι απλά δηλαδή μετά την πτώση από το αξίωμα του δόγη του γέρου Μοροζίνι ή και μετά τον θάνατό του, το κόμμα τους που κυβερνούσε τόσον καιρό θα παραμερίστηκε από την εξουσία, θα την έχασε και, όπως γίνεται συχνά στην Ιστορία, ανέβηκαν άλλες κλίκες κι άλλα άτομα σε κυβερνητικά ή άλλα αξιώματα κι αυτοί, φυγάδες πια, πρόσφυγες πολιτικοί, όπως συμβαίνει συχνά στα ολιγαρχικά καθεστώτα, ήλθαν σε γνώριμα εδάφη, σε ανθρώπους γνωστούς τους από το παρελθόν, όχι ως κατακτητές πια ούτε, βέβαια, ως περιηγητές, όπως θα γίνεται στο μέλλον, αλλά ως μόνιμοι κάτοικοι του τόπου, παντρεύτηκαν, απόκτησαν παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα, έμαθαν καλά τη γλώσσα σαν τη μητρική τους, άλλωστε στην πατρίδα τους ήταν συνηθισμένοι να ακούν Ελληνικά λόγω του μεγάλου αριθμού των Ελλήνων που ζούσαν εκεί, ασπάστηκαν το θρήσκευμα, εξελληνίστηκαν μ’ ένα λόγο, εντάχθηκαν απόλυτα στον ντόπιο πληθυσμό, πολέμησαν αργότερα με πάθος για τα δίκαια των νέων συμπατριωτών τους, των Ελλήνων δηλαδή, έδωσαν τον πρώτο τους νεκρό στον επικό αγώνα της ανεξαρτησίας κι οι απόγονοί τους σέρνουν ακόμα τα βήματά τους στα ίδια τούτα χώματα κρατώντας μέσα τους μια μακρινή μονάχα ανάμνηση της Βενετσιάνικης καταγωγής τους.
Αυτή η δεύτερη εκδοχή του φαίνεται πιο πιθανή, πιο σύμφωνη με τα δεδομένα της Ιστορίας και την συμπεριφορά των ανθρώπων που κρατούν για πολλά χρόνια αξιώματα στα χέρια τους, η πρώτη μοιάζει περισσότερο με απόπειρα συγγραφής ιστορικού μυθιστορήματος, τα ψυχολογικά της δεδομένα κυρίως και τα κίνητρα αποτελούν ισχυρότατο ερεθισμό για έναν ευαίσθητο συγγραφέα, πολύ το συναίσθημα που περιέχει, ο ίδιος θα ήθελε, φυσικά, να ισχύει η πρώτη, δεν του άρεσαν ποτέ και δεν τον συγκινούσαν καθόλου οι μηχανορραφίες και οι ίντριγκες κάθε μορφής, έχει ζήσει, άλλωστε, τόσες πολλές στην πολυάνθρωπη οικογένειά του, δεν θέλει να νιώθει τις ρίζες του τόσο βαθιά στην Ιστορία και το ένδοξο παρελθόν των προγόνων του, μια ήσυχη ζωή ήθελε πάντα, να είναι απλά ένας απλός άνθρωπος, τι μπορεί να κάνει όμως τώρα, σηκώνει τα χέρια του ψηλά, το παρελθόν είναι τελειωμένο, δεν ανατρέπεται κι ούτε ξαναγράφεται σύμφωνα με τις επιθυμίες των απογόνων, οφείλει να το δεχτεί όπως είναι, αδιαμαρτύρητα, ακόμα κι αν τον αποδιώχνει ή τον αηδιάζει, να το ερμηνεύσει μόνο μπορεί και, ίσως, αλλά δεν είναι τέτοιος τύπος, να το διαστρεβλώσει ή να το εξωραΐσει.
΄Ένα ακόμα γεγονός τον μπερδεύει κάπως, ίσως υπάρχει κι άλλη αντίληψη ή άλλη ροή των γεγονότων, ίσως έγιναν αλλιώς, για άλλους λόγους, τα πράγματα, διαβάζοντας πρόσφατα τα απομνημονεύματα του Καζανόβα, αυτού του μεγάλου λάτρη του έρωτα και του ανθρώπινου κορμιού, που ζούσε έντονα και καθημερινά σαν περιπέτεια την ερωτική πράξη, ξαναβρήκε πάλι τ’ όνομά του μπροστά στα μάτια του, στα μέσα του 18ου αιώνα στην Κέρκυρα, όπου ο μεγάλος ερωτικός σαγήνευσε μια όμορφη δεκαεφτάχρονη Βενετσάνα, της οποίας ο συνονόματός του σύζυγος ήταν διοικητής γαλέρας του στόλου της Βενετίας κι ο Καζανόβας υπασπιστής του, ίσως το πιο σωστό θα ήταν να έλεγε κανείς υπασπιστής της γυναίκας του κι όχι του ίδιου.
Το κείμενο του το είχε υποδείξει ένας φίλος του ποιητής από τον Πύργο. ΄Ένα είναι το γεγονός, του είπε γελώντας σαρκαστικά όταν του έδινε το βιβλίο για να το διαβάσει, ο Καζανόβας την καμάκωσε με ευκολία την κυρία και γευόταν τους καρπούς του έρωτά του για τρία ολόκληρα χρόνια στ’ αρχοντικό τους στην Κέρκυρα. ΄Ύστερα τράβηξε για άλλες περιπέτειες σε άλλους τόπους. Εσύ όμως, συνέχισε κοιτώντας τον με νόημα, μπορείς να πας στο νησί και να διεκδικήσεις πατρογονική κληρονομιά.
Μπερδεύτηκε πραγματικά. Λες να μην ήρθαν τότε, αν ήρθαν ποτέ, στην Πελοπόννησο οι πρόγονοί του, άρχισε να σκέφτεται πάλι μια άλλη εκδοχή, αλλά συνέχισαν να ζουν στη Βενετία; Κι αν έφυγαν για πάντα από κει από ντροπή για τα καμώματα της όμορφης κυρίας; Και τότε; Μήπως θα ήταν καλύτερα να πει κανείς ότι κάποιοι από την οικογένεια ήρθαν πραγματικά, κάποιοι άλλοι όχι, έμειναν στον τόπο τους ή μετανάστευσαν στην Κεφαλονιά όπου πρόσφατα ανακάλυψε άγνωστο παρακλάδι της; Φυσικά για τίποτα δεν μπορεί να εκφέρει σίγουρη γνώμη, αφού τίποτα δεν έχει ερευνήσει ακόμα εξαντλητικά. Στο άμεσο μέλλον αυτή θα πρέπει να είναι η πρώτη του δουλειά. Το ελπίζει.
Συζήτησε κάποια στιγμή το θέμα παλιότερα με την αδελφή του. Μην δίνεις βάση στο όνομα, του είπε, κι άλλοι έχουν ξενικά ονόματα αλλά δεν είναι ξένοι, στα παλιότερα χρόνια υπήρχε η συνήθεια ο δούλος, ο υπηρέτης, ο πάροικος να παίρνει το όνομα του αφέντη του σε ένδειξη τιμής και σεβασμού προς το πρόσωπό του και, φυσικά, και για καταξίωση δική του γιατί, πώς να το κάνουμε, ένα διάσημο όνομα έχει οπωσδήποτε, μεγαλύτερο βάρος στη συλλογική συνείδηση. Πιθανόν, λοιπόν, οι ένδοξοι πρόγονοί μας να μην ήταν παρά υπηρέτες της μεγάλης αυτής Βενετσιάνικης οικογένειας που κυριάρχησε στη Βορειοδυτική Πελοπόννησο στα τέλη του 17ου και στις αρχές του 18ου αιώνα και να πήραν τα’ όνομά τους απ’ αυτήν κατά την πάγια τακτική της εποχής. Και από τότε ονομαζόμαστε έτσι. ΄Η μπορεί πάλι, έχεις μήπως σκεφτεί κι αυτή την εκδοχή, ο πρώτος στη χρονολογική σειρά πρόγονός μας να ήταν νόθος γιος ενός από τα τρία αδέλφια που αναφέρει η ιστορία και να πήρε τ’ όνομά του, είτε τον αναγνώρισε είτε όχι. Μια οικογένεια νόθων, λοιπόν, με νόθες καταβολές και νόθα σκέψη.
Θαύμασε τον ρεαλισμό και ταυτόχρονα τον κυνισμό που διέκρινε τη σκέψη της αδελφής του. Πάντα τη θαύμαζε γιατί σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, όταν η σκέψη των άλλων βάλτωνε και πνίγονταν στα αβαθή τενάγη της αναποφασιστικότητας, αυτή πάντοτε θα έβρισκε τη λύση, γι’ αυτό κι ο ίδιος πάντα κατέφευγε σ’ αυτήν κι ας αποτελούσαν οι δυο τους δύο ανόμοιους μεταξύ τους χαρακτήρες.
Δεν το δέχομαι, της αποκρίθηκε, ήταν πολύ νωρίς άλλωστε ν’ αποδεχτεί μια τέτοια εκδοχή που δεν ταίριαζε καθόλου με την αρχοντιά της οικογένειας κατά τον 19ο και τον 20ο αιώνα, ο παππούς είχε τρεις χιλιάδες στρέμματα στην κατοχή του, πού τα βρήκε, τα πιο εύφορα χωράφια της περιοχής, τεράστια περιουσία με τα τότε δεδομένα, δεν είναι δυνατόν να είναι γόνος δούλων και υπηρετών ένας τόσο μεγάλος ιδιοκτήτης, μια τόσο μεγάλη οικογένεια σαν τη δική μας δεν μπορεί παρά να έχει αρχοντική καταγωγή. ΄Έστω και νόθα!



--------------------------



Τώρα μόνος στο τρένο τα φέρνει όλα στο μυαλό του και τα βασανίζει κι έτσι δεν παρακολουθεί κάθε στιγμή όλα, όσα γίνονται γύρω του. Σκέφτεται πως η αγάπη, ο πόθος καλύτερα ή το πάθος για την εξουσία και την κατάκτησή της είναι πολύ σοβαρός λόγος, κίνητρο ικανό και αναγκαίο για να κινήσει τα νήματα της Ιστορίας, να δραστηριοποιήσει θετικά ή αρνητικά το σύνολο αλλά και τα άτομα για να την διεκδικήσουν ανεξάρτητα από τις οποιεσδήποτε συνέπειες και μάλλον αυτό πιστεύει, θέλει να πιστεύει καλύτερα ότι πρέπει να συνέβη και με τους προγόνους του, όποιοι κι αν ήταν αυτοί.
Πολέμησαν, λοιπόν, με πάθος για την εξουσία, δεν ήταν φαίνεται πολύ καλοί και ικανοί μηχανορράφοι ή βρέθηκαν αντιμέτωποι με πολύ σοβαρότερους ανταπαιτητές της και καλύτερους γνώστες των λεπτομερειών της πολιτικής διεκδίκησης με παράδοση στις ίντριγκες και αποφασιστικότητα παραδειγματική, η Ιστορία της Βενετίας άλλωστε είναι γεμάτη από τέτοια γεγονότα, άριστοι μαθητές του Βυζαντίου το αρχοντολόι της, γι’ αυτό και από πόλη της αυτοκρατορίας μετέτρεψαν την ίδια σε αυτοκρατορία και κυριάρχησαν στο εμπόριο της Μεσογείου, απέτυχαν λοιπόν στον πόλεμό τους, τον έχασαν, ακολούθησαν στη συνέχεια τη μοίρα των ηττημένων ηγετών, αυτοεξορίστηκαν για να αποφύγουν κάποιες συνέπειες, τη φυλάκιση στα σκοτεινά μπουντρούμια της ή τη θανατική καταδίκη, ενδεχομένως, για πράξεις ή παραλείψεις της διοίκησής τους, κατέφυγαν σε τόπο που γνώριζαν καλά από το παρελθόν, όπου οι άνθρωποι και τα πράγματα, οι καταστάσεις τους ήταν οικεία, οι συμπεριφορές και οι ψυχολογίες και, παρά την πλήρη επικράτηση των Οθωμανών, εντάχθηκαν σιγά –σιγά στο γενικό σύνολο, παρέμεινε μες στους αιώνες το όνομα αλλά χάθηκε η εθνική συνείδηση, η γλώσσα, το θρήσκευμα, η προσωπική ιστορία και οι μνήμες, μετά την Τρίτη γενιά ξεχάστηκαν τα πάντα, το πάθος για την εξουσία μόνο και μια μακρινή ανάμνηση της καταγωγής παρέμεινε στο υποσυνείδητό τους που φτάνουν ως τις μέρες μας, εξελληνίστηκαν πλήρως, όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο, η επιθυμία της επιστροφής στο γενέθλιο τόπο ατόνησε με τον καιρό, η εκδίκηση ήταν πόθος διακαής της πρώτης γενιάς μόνο, ίσως λίγο και της δεύτερης, από την Τρίτη και μετά ο αγώνας για την απελευθέρωση των Ελλήνων κυριαρχεί οριστικά ως καταλύτης στις ψυχές τους, κάποτε πέφτει και η ίδια η Βενετία στα χέρια των Γάλλων, καταλύεται κι η αυτοκρατορία, τα παιδιά τους, εκτός κάποιων εξαιρέσεων που συνεχίζονται ως σήμερα λόγω παραδόσεως ή συνήθειας, παίρνουν πια Ελληνικά ονόματα, συμμετέχουν σε όλους τους πολέμους της νέας τους πατρίδας.
Δεν ξεχωρίζουν πια σε τίποτα από τον ντόπιο πληθυσμό, η μακρινή τους καταγωγή από μια επιφανή οικογένεια της Βενετίας είναι μια θολή ανάμνηση μονάχα, κρυμμένη με επιμέλεια στο οικογενειακό ασυνείδητο, ένας μύθος πια που συντηρείται, αν θέλετε, ακόμα και σήμερα, περισσότερο ως μια επιθυμία για ευγενική καταγωγή ώστε να δικαιολογούνται με επάρκεια κάποια προνόμια, άτυπα βέβαια, κάποιες απολαβές με φόντο την εξουσία, σε συνάρτηση πάντα με τη μεγάλη περιουσιακή κατάστασή τους, για στενές σχέσεις με πρίγκιπες και ευγενείς κάθε βαθμίδας και προέλευσης ή καταγωγής, για αγάπη απροσδιόριστη για την Ιταλία και κάθε τι το Ιταλικό, για τον πολιτισμό της και τη γλώσσα της και, ιδιαίτερα, για την ξεπεσμένη σήμερα γαλάζια πόλη των νερών και την Ιστορία της. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που όλα τα παιδιά σχεδόν μαθαίνουν τα Ιταλικά παράλληλα με τα Ελληνικά που αποτελούν σήμερα τη μητρική τους γλώσσα. Μάλιστα, παρατηρείται το περίεργο φαινόμενο να μη δυσκολεύονται καθόλου στην εκμάθηση αυτής της γλώσσας, σαν να την έχουν μέσα τους από παλιά κι απλά η διδασκαλία στα φροντιστήρια τους τη θυμίζει.
΄Όλα αυτά τα στοιχεία που σκέφτεται τούτη τη στιγμή βλέπει ότι επιβιώνουν ως σήμερα στους απογόνους τους του 20ου αιώνα και, κατά τα φαινόμενα, θα συνεχίσουν να επιβιώνουν και στο μέλλον, στον 21ο και στον αιώνα τον άπαντα. Βρίσκονται στο D.N.A. τους, συστατικό στοιχείο της ίδιας τους της ύπαρξης και της απρόσκοπτης επιβίωσής τους στο μέλλον, συλλογίζεται και χαμογελάει με ικανοποίηση.
΄Όλα τα μέλη της οικογένειάς τους μετρούν πάντα τα πράγματα καλά, τα πρόσωπα και τις καταστάσεις, υπολογίζουν από πριν με ακρίβεια τα αποτελέσματα, δεν ενεργούν ποτέ αν πρώτα δεν βεβαιωθούν οριστικά για τις εξελίξεις, γι’ αυτό και καθυστερούν πολλές φορές στις αποφάσεις τους, όμως δεν κάνουν εύκολα λάθη, ανακατεύονται ενεργά με την πολιτική, απ’ αυτούς έχουν εκλεγεί κατά καιρούς βουλευτές και υπουργοί, δήμαρχοι και σύμβουλοι, έχουν διορισθεί νομάρχες και διοικητές δημόσιων οργανισμών, πολιτικά πρόσωπα όλων σχεδόν των παρατάξεων, δεν τους διέκρινε ποτέ άλλωστε μια σταθερότητα γραμμής ή στάσης. Χαμογελάει, δεν ξέρει αν αυτό είναι πλεονέκτημα ή μειονέκτημα. Εξαρτάται μάλλον από τη γωνία από την οποία βλέπει κάποιος τα πράγματα. Κι ακόμη αυτό που βλέπει κανείς είναι η σύμπνοια που διέπει τα μέλη της οικογένειας ακόμα κι αν βρίσκονται σε αντίπαλες παρατάξεις, βοηθάει πάντα ο ένας τον άλλον, συνεργάζονται στενά μεταξύ τους παρά τις φαινομενικά ισχυρές αντιθέσεις που μπορεί να τους χωρίζουν, άλλοι στο παρασκήνιο κι άλλοι στο προσκήνιο, μάχιμοι στην πρώτη γραμμή της πολιτικής σκηνής, συνδεδεμένοι ταυτόχρονα μεταξύ τους και μαζί μ’ ένα ευρύ και ισχυρό πλέγμα πολιτικών υποστηρικτών και τοπικών παραγόντων, πολιτικών πελατών ή συνεργατών και πιστών οπαδών που δρουν για λογαριασμό τους πάντα, με τυφλή αμοιβαιότητα βέβαια ως προς τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις, ταυτισμένοι πλήρως με ολόκληρο το φάσμα της πολιτικής ζωής της χώρας κατά τον 19ο και τον 20ο αιώνα και συγχρόνως με όλες τις διακλαδώσεις της, τις σκοτεινές ή φωτεινές πτυχές της, μόνιμοι συντελεστές και δράστες κάθε καλού και κάθε κακού, μεγάλου ή μικρού, σ’ αυτή τη δύσκολη χώρα που τώρα πια είναι η πατρίδα τους.


Β΄


Αποφάσισε να φύγει για πάντα από την πόλη της, να μετοικήσει στην πρωτεύουσα, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι επαρχιώτες που έχουν πάντα κάτι να κρύψουν από τον συνάνθρωπο και συντοπίτη, ιδιαίτερα μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου κατά τις σημαδιακές δεκαετίες του 1950 και του 1960,
Ο δικός της εμφύλιος βέβαια δεν ήταν πολιτικός, δεν είχε φονικές μάχες πάνω στα ψηλά βουνά και κόκαλα ν’ ασπρίζουν στις χαράδρες, αν και από τη στιγμή που ο άνθρωπος συγκρότησε την πρώτη κοινωνία τα πάντα άρχισαν να αποκτούν πολιτική χροιά, οι συμπεριφορές, τα λόγια, οι κινήσεις, οι σκέψεις, ακόμα και τα συναισθήματα. Ο δικός της εμφύλιος βρίσκεται μέσα της, στο στενά οικογενειακό της περιβάλλον, στον στενό οικογενειακό της κύκλο, που τον απαρτίζουν μια αγεφύρωτη διάσταση της προσωπικότητάς της, των αντιλήψεων και των πεποιθήσεών της με τον έξω κόσμο και κυρίως με τον οικογενειακό της περίγυρο. Μια διαμάχη πολύπλοκη, που ανάγει την καταγωγή της στα βάθη των αιώνων και την ταξική και φυλετική διάρθρωση της πατριαρχικής κοινωνίας, που οδηγεί πάντα και αναπότρεπτα στην αγωνιώδη σύγκρουση του παλιού με το καινούριο, στο περίφημο χάσμα των γενεών αλλά και των φύλων.
Πώς να επικοινωνήσει και να συνεννοηθεί, λοιπόν, με τον πατέρα της και τη μάνα της ή, έστω, και με τον μεγαλύτερο αδελφό της, όταν βλέπουν το μαύρο ως άσπρο και το άσπρο μαύρο, ανάλογα με τις περιστάσεις και τα συμφέροντα από την εκποίηση του εμπορεύματος, αφού ως εμπόρευμα και μόνο την έβλεπαν που έπρεπε να διατεθεί στην αγορά στην ώρα του προτού χαλάσει. Πώς να έλθει σε υποτυπώδη, έστω, επαφή με μια κοινωνία που βλέπει τα πράγματα μονόπλευρα, με τον ίδιο απαίσιο τρόπο του κυρίαρχου, με τη ματιά του εξουσιαστή της, σαν μια φρικιαστική μεγέθυνση του οικογενειακού της περιβάλλοντος.
Πώς μπορεί να επιβιώσει άραγε μία γυναίκα, όταν κάθε της πράξη βρίσκεται υπό συνεχή και αυστηρότατο έλεγχο, όταν αόρατα και ορατά μάτια την παρακολουθούν καθημερινά σε κάθε της κίνηση, σε κάθε της έξοδο από την οικογενειακή εστία, έτοιμα να την κρίνουν, να την σχολιάσουν, να την καταδικάσουν για κάθε της απρέπεια ή παράπτωμα. Και σημειωτέον, καμία δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτά τα άγρυπνα βλέμματα, γιατί ο χώρος που θα πάει είναι καθορισμένος από πριν, από τα κοινωνικά θέσμια, η μοναδική δυνατότητα για έξοδο από το σπίτι βρίσκεται πάντα στο κέντρο της πόλης, στην κεντρική πλατεία της, με τα καταστήματα και τα καφενεία που την περικλείουν ολόγυρα, σαν σε ασφυκτικό κλοιό, όπως οι κυνηγοί το θήραμα, ώστε να μην μπορεί καμία να ξεφύγει, κυριολεκτικά και μεταφορικά, από το άγρυπνο βλέμμα της κοινωνικής επιτήρησης, κυρίως σε μια βόλτα που έχει ονομαστεί νυφοπάζαρο, η λέξη τα λέει όλα, και που είναι η μόνη σχεδόν νόμιμη κίνηση του ανύπαντρου γυναικείου πληθυσμού, ώστε να δουν οι αγοραστές με προσοχή και να εκτιμήσουν ανάλογα το περιφερόμενο προς πώληση εμπόρευμα.
Είναι πάρα πολύ σκληρή η ζωή στην επαρχία, όσο μεγάλη κι αν είναι η πόλη που κατοικείς, όταν έχεις άλλες βλέψεις κι άλλες επιδιώξεις, όταν η ψυχή σου αποβλέπει με λαχτάρα σε μεγάλα, μακρινά και υψηλά πετάγματα, όταν σκέφτεσαι διαφορετικά από το σύνολο που σε περιβάλλει και ενεργείς αυτόνομα, σύμφωνα με τη δική σου λογική και τις δικές σου επιθυμίες, σύμφωνα με τα όνειρα που σε κατακλύζουν καθημερινά και με τις προσδοκίες σου και όχι με τα άτεγκτα και ανυποχώρητα κελεύσματα της τοπικής κοινωνικής ηθικής και των κλειστών κοινωνικών συνόλων.
Ποια γυναίκα μπορεί να συμπεριφέρεται ανεξέλεγκτα, με πλήρη αδιαφορία για τον κοινωνικό της περίγυρο, χωρίς να αναλογίζεται τις συνέπειες που θα επιφέρουν κατ’ ανάγκην οι πράξεις της, προκαθορισμένες θα έλεγε κανείς και οι ίδιες πάντα για κάθε ίδια περίσταση.
Η τελευταία σύγκρουση με τους γονείς της έγινε γι’ αυτό το θέμα ακριβώς, όπως και οι προηγούμενες άλλωστε. Βγήκε μ’ ένα συνάδελφό της για φαγητό σε πολυσύχναστο κοσμικό κέντρο της παραλίας. ΄Έφαγαν, ήπιαν ένα ποτηράκι κόκκινο κρασί από εκλεκτή τοπική ποικιλία, κουβέντιασαν με την ψυχή τους, γέλασαν κι αυτό ήταν όλο. Αμέσως κινήθηκε ολόκληρο το τοπικό σύστημα ενημέρωσης και επικοινωνίας και, όταν γύρισε στο σπίτι, περασμένες δώδεκα, την περίμεναν με αγωνία και οι τρεις τους, σαν τις κακές της μοίρες, για να την κατακεραυνώσουν με τους κεραυνούς της κοντόθωρης ηθικής τους σ’ ένα με απόλυτη τάξη και ιεραρχία συγκροτημένο οικογενειακό συμβούλιο.
Αντέδρασε όσο μπορούσε στην αρχή, προσπάθησε να αμυνθεί με τη λογική και τις αρχές της, γρήγορα όμως αντιλήφθηκε το μάταιο της πράξης της και αποχώρησε εκνευρισμένη στο δωμάτιό της χτυπώντας με δύναμη την πόρτα πίσω της. Κάτι που δεν το είχε ξανακάνει. ΄Άσχημα τα πράγματα, αποφάνθηκαν οι δικοί της, ενώ η ίδια αναλύθηκε σε λυγμούς, γεμάτη από απελπισία και απογοήτευση. ΄Ήταν ολοφάνερο ότι δεν άντεχε άλλο την παράταση αυτής της κατάστασης, η υπομονή της και η ανοχή της είχαν εξαντληθεί.
Εκείνο το βράδυ, ξάγρυπνη μέχρι το πρωί, πήρε τη μεγάλη απόφαση, να φύγει για πάντα από την πατρίδα της, τον Πύργο, που υπεραγαπούσε και υπό άλλες συνθήκες δεν θα ήθελε ποτέ να εγκαταλείψει. Τώρα όμως δεν την κρατούσε τίποτα εδώ, τα πάντα ήταν εχθρικά, έτσι το ένιωθε, τα πάντα την απόδιωχναν, σε σημείο που να μην της έχει απομείνει ούτε μια ιδέα δύναμης ή επιθυμίας για αντίσταση, για αντίδραση έστω στην όποια πίεση του περιβάλλοντός της. Η πόλη και ο κόσμος της τη νίκησαν, δεν θα επέτρεπε ποτέ όμως και να την συντρίψουν.
Θα τακτοποιούσε, λοιπόν, πρώτα πρώτα τις δουλειές της, για να μην αφήσει καμία εκκρεμότητα σε άλλους, αυτό ήταν άλλωστε πάγιο στοιχείο του χαρακτήρα της, θα έβρισκε αντικαταστάτη για τη θέση της στην εταιρία και θα έφευγε για την πρωτεύουσα, όπως τόσες και τόσες της γενιάς της. Δεν πήγαινε άλλο, όλα ήταν αποφασισμένα πια. ΄Όμως έπρεπε να γίνουν όλα μυστικά, να μην το πάρει είδηση κανείς απ’ τους δικούς της, τουλάχιστον προτού ολοκληρώσει όλες τις ενέργειές που όφειλε να κάνει, να τους φέρει προ τετελεσμένων γεγονότων ώστε να μην προλάβουν ν’ αντιδράσουν και την εμποδίσουν.
Στην ανάγκη θα το σκάσει, αν χρειαστεί θα το κάνει, δεν θα διστάσει, αν η αντίδραση είναι μεγαλύτερη από την αναμενόμενη, βέβαια, έχει κάποιες οικονομίες στην άκρη, για ώρα ανάγκης, της έλεγαν, να λοιπόν που ήρθε η ώρα, μπορεί να τις χρησιμοποιήσει τον πρώτο καιρό, μέχρι να βρει δουλειά και να τακτοποιηθεί στη μεγάλη πόλη, όπου σ’ αυτόν τον τομέα τα πράγματα είναι καλύτερα, αφού μπορείς και ζεις και περιφέρεσαι άγνωστος ανάμεσα σε αγνώστους, χωρίς να σ’ ενοχλεί κανείς με την περιέργειά του, χωρίς την ανυπόφορη καθημερινή επιτήρηση της οικογένειας, χωρίς τον αδυσώπητο έλεγχο που υφίσταται κάθε στιγμή κάθε βήμα σου στη μικρή πόλη.
Τα τακτοποίησε όλα, λοιπόν, έτσι όπως το αποφάσισε, ήταν έτοιμη για όλα, ήλθε η πολυπόθητη στιγμή της ανακοίνωσης, όλοι περίμεναν τι θα τους πει, τους είπε τελικά, περίμενε την αντίδρασή τους κι όμως, κανείς τους δεν αντέδρασε αρνητικά, σα να περίμεναν από καιρό το γεγονός, σα να τους εξυπηρετούσε κιόλας, την εξέπληξε αρχικά το γεγονός αυτό, αλλιώς τα περίμενε τα πράγματα, δεν είπε τίποτ’ άλλο, τι νάλεγε άλλωστε, συμφώνησαν απόλυτα μαζί της και οι τρεις, ολόκληρη η οικογένεια δηλαδή, οπότε, φυσιολογικά, θα έπρεπε και ο υπόλοιπος περίγυρος να συμφωνήσει. Αυτό, βέβαια, ήταν κάτι που την απασχολούσε ελάχιστα.
Αργότερα, προσπαθώντας να εξηγήσει τα ανεξήγητα της συμπεριφοράς της οικογένειάς της, σκέφτηκε ότι μπορεί να ανακουφίστηκαν κιόλας με την απόφασή της, να τους έφυγε το βάρος από πάνω τους, στην Αθήνα, ενδεχομένως, να σκέφτηκαν κι αυτοί με την σειρά τους, ποιος τη γνωρίζει, δεν πάει να κάνει ό,τι θέλει εκεί, ποιος νοιάζεται, εδώ υπάρχει το πρόβλημα έντονο και βαρύ, εδώ πρέπει να είναι πάντα τύπος και υπογραμμός σε κάθε της κίνηση έξω από το σπίτι, να προσέχει μόνο, μεγάλη η πόλη, πολύς ο κόσμος, αμέτρητοι οι κίνδυνοι που καραδοκούν σε κάθε βήμα σου, ιδιαίτερα αν είσαι μια όμορφη, νέα γυναίκα απροστάτευτη.
Της τα είπαν, βέβαια, όλ’ αυτά και συμπλήρωσαν ότι εκεί μπορεί πιο εύκολα να βρει κάποιο καλό παιδί να παντρευτεί, φτάνει να έχει λίγη τύχη και εξυπνάδα, η επιλογή μόνο να προσέξει να είναι καλή, εδώ, με το μυαλό που έχεις, πού να βρεις γαμπρό, υπάρχει κίνδυνος να μείνεις για πάντα στο ράφι, της είπε η μητέρα της στο τέλος.
- Να προσέχεις, της μίλησε τελευταίος ο πατέρας της, ο κόσμος είναι κακός κι εκεί κυκλοφορεί καθημερινά κάθε καρυδιάς καρύδι.
΄Ετσι ακριβώς έγιναν όλα, απλά και ομαλά, με καλοσύνη κι ύστερα περίμενε με ανυπομονησία τη μέρα που είχε οριστεί για την αναχώρηση από την οικογένεια και την πόλη. Εν όψει μάλιστα αυτού του γεγονότος, της αναχώρησης δηλαδή, η κατάσταση στο σπίτι είχε βελτιωθεί σημαντικά και τις λίγες μέρες που είχαν μείνει τις πέρασε καλύτερα μαζί τους, αφού σταμάτησαν, άλλωστε, και οι καθημερινοί έλεγχοι και οι ανεπιθύμητες συγκρούσεις και οι ποίκιλες αντιθέσεις και όλα πήγαιναν μέλι γάλα.
΄Ηρθε η καθορισμένη ημέρα, παρέδωσε στον αντικαταστάτη της, έβγαλε το εισιτήριό της χωρίς επιστροφή και επιβιβάστηκε στο λεωφορείο της γραμμής Πύργου – Πατρών – Αθηνών. ΄Ηταν μια μέρα ηλιόλουστη. ΄Ετσι ένιωθε και η ίδια μέσα της, σαν να έλαμπε ένας ήλιος λαμπρός δηλαδή. Ξεκίνησε σχετικά χαρούμενη για τον τόπο της νέας διαμονής της, αποφασισμένη να ανοίξει ένα καινούριο κεφάλαιο στη ζωή της, ν’ αφήσει πίσω της το θλιβερό παρελθόν που την καταδυνάστευσε τόσον καιρό, ν’ ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο, λοιπόν, μοναχικό κι αυτό, βέβαια, δίπλα στον άντρα που αγαπούσε, του οποίου την ύπαρξη κανείς απ’ τους δικούς της δεν υποπτευόταν και που πάνω στη φούρια των ετοιμασιών της για την αναχώρηση είχε ξεχάσει να ειδοποιήσει ότι ταξίδευε προς την Αθήνα. Δεν πειράζει, θα τον κάνω να νιώσει τη μεγαλύτερη έκπληξη της ζωής του, αναλογίστηκε, χωρίς να ξέρει ότι την ίδια έκπληξη της ετοίμαζε κι αυτός ταξιδεύοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση.
- ΄Όπως κι αν μου έλθουν τα πράγματα στη ζωή μου από εδώ και πέρα, σκέφτηκε την ώρα που ο σταθμάρχης έδινε την εντολή στο λεωφορείο να ξεκινήσει, τον πρώτο λόγο θα τον έχω εγώ κι όχι οι γονείς μου και οι σαθρές κοινωνικές συμβάσεις, που τόσο με ταλαιπώρησαν, ως αυτή τη στιγμή τουλάχιστον.

-------------------------------------------

Σταμάτησε για λίγο το λεωφορείο στην Ανδραβίδα, παλιά αγαπημένη πόλη των Βιλλεαρδουίνων στα χρόνια της Φραγκοκρατίας, δυο επιβάτες επιβιβάστηκαν, το λεωφορείο ξεκίνησε πάλι για το πεντάωρο ταξίδι του, περνώντας μπροστά από το παλιό, επιβλητικό αρχοντικό του αγαπημένου της και κορνάροντας παρατεταμένα, σαν να ήθελε να υποβάλλει τα σέβη του σ’ έναν παλιό και σεβαστό άρχοντα.
- Θα μπορούσα να ζήσω μόνιμα εδώ, αναλογίστηκε, αν το ήθελε κι εκείνος, ο τόπος είναι πιο μικρός, βέβαια, οι κάτοικοι όμως άγνωστοι κι ο έλεγχος παρότι μεγαλύτερος, όμως δεν θα με αγγίζει άμεσα, δεν θα υπάρχουν αυτιά για ν’ ακούουν πειθήνια, όπως στην οικογένειά της, κάποτε βέβαια θα γνωριστώ με τον κόσμο, τα πράγματα ίσως ν’ αλλάξουν και τότε… τέλος πάντων… και δυσκολέψουν.
- Δε βαριέσαι, ξανασκέφτηκε, όπως και να το κάνουμε τελικά η κόλαση βρίσκεται πάντα εδώ κι όχι στον άλλο κόσμο, και είναι οι άλλοι που μας βασανίζουν. ΄Εχει δίκιο ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ να το υποστηρίζει αυτό στα έργα του μόνο που πρέπει να το συμπληρώσουμε με το «καμιά φορά μπορεί και να είμαστε εμείς οι ίδιοι».
Η σκέψη της πέταξε για λίγο στο παρελθόν. Είχαν γνωριστεί πριν από δυο χρόνια στο αναγνωστήριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης στην Αθήνα, έψαχνε να βρει στοιχεία τότε για να συντάξει μια εκτενή ιστορική μελέτη για την οικονομική και πολιτική κατάσταση της Βορειοδυτικής Πελοποννήσου στα χρόνια της Ενετοκρατίας, κάτι ανάλογο έκανε και η ίδια, ζήτησε κάποιο σχετικό βιβλίο ενός ΄Ελληνα Ιστορικού, το είχε πάρει εκείνος, της είπε η υπάλληλος, έπιασε κουβέντα μαζί του να δει πότε θα τελείωνε, είδε ότι είχαν κοινά ενδιαφέροντα, ως ένα σημείο, βέβαια, γνωρίστηκαν, έφυγαν μαζί απ’ τη βιβλιοθήκη, έφαγαν το μεσημέρι σ’ ένα αριστοκρατικό εστιατόριο του Κολωνακίου, κουβέντιασαν με τις ώρες, αντάλλαξαν απόψεις για τα θέματα που τους απασχολούσαν εκείνη την περίοδο, ήπιαν καφέ στη συνέχεια και βοήθησε ό ένας τον άλλον στην κατανόηση των προβλημάτων και των ερωτημάτων που τους βασάνιζαν. ΄Όλα τα υπόλοιπα ήρθαν από μόνα τους.
- Δεν έλυσε ακόμα το πρόβλημα της καταγωγής του, μονολόγησε, ποια σημασία μπορεί να έχει αυτό όμως σήμερα για τη ζωή του δεν το κατανοώ.
Συνειδητοποίησε ότι μιλούσε σχετικά μεγαλόφωνα, κάποιοι είχαν γυρίσει και την κοίταζαν περίεργα, θεέ μου, θα γίνω ρεζίλι σ’ όλο το λεωφορείο, σκέφτηκε και σιώπησε.
Αφού τα βρήκαν, λοιπόν, τότε, ξανασυναντήθηκαν τις επόμενες μέρες και μία και δύο και τρεις και περισσότερες φορές, έγινε καθημερινή συνήθεια ο ένας στον άλλον, έβρισκαν μεταξύ τους αυτό που δεν έβρισκαν σε άλλους ανθρώπους, η γλώσσα τους λυνόταν και συζητούσαν με τις ώρες για κάθε θέμα που τους απασχολούσε. ΄Ετσι σύντομα συνδέθηκαν στενά, η συμπάθεια και η έλξη μετατράπηκε σε έρωτα, δόθηκε ο ένας στον άλλον και περνούσαν μαζί το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους, αγαπήθηκαν εν τέλει, δεν θα έλεγα με πάθος βαθύ, αλλά απλά, μ’ ένα συγκρατημένο πάθος, ύστερα βρέθηκε η δουλειά στη γενέτειρά της, επέστρεψε εκεί με μισή καρδιά, η άλλη μισή βρισκόταν στην Αθήνα, στον αγαπημένο της, βλέπονταν πια κρυφά, που και που, κάποια Σαββατοκύριακα, μακριά από τα αδηφάγα βλέμματα των συμπολιτών της κι έτσι ο έρωτάς τους κρατούσε γερά, μόνο που δεν τον φανέρωσαν ακόμη σε κανέναν, πίστευαν ότι δεν είχαν ωριμάσει αρκετά τα πράγματα, θα ερχόταν, βέβαια, κάποτε η στιγμή και θα το ανακοίνωναν σε όλους.
- ΄Ισως, τώρα στην Αθήνα να γίνει κι αυτό, ξανάπιασε τον εαυτό της να σκέφτεται μεγαλόφωνα.
Τώρα περίμενε ότι θα τον συναντούσε το βράδυ στην Αθήνα, οι ασχολίες της τελευταίας στιγμής δεν της επέτρεψαν να επικοινωνήσει μαζί του, βέβαια ήξερε ότι κάποια στιγμή θα μετακόμιζε, δεν του είχε πει όμως τη μέρα, έτσι το βράδυ που θα του τηλεφωνούσε θα μέτραγε ακριβώς την έκπληξή του, όταν θα άκουγε τη φωνή της απ’ την άλλη γραμμή του σύρματος να του λέει ότι βρίσκεται στην Αθήνα, κοντά του, θα έβλεπε τη συγκίνησή του, την επιθυμία του να τη δει την ίδια κιόλας στιγμή. ΄Όλα αυτά, φυσικά, τα σκεφτόταν χωρίς να γνωρίζει ότι κι εκείνος ακολουθούσε την ίδια ώρα το αντίθετο δρομολόγιο με το τρένο της γραμμής για να την συναντήσει και να την εκπλήξει στον ίδιο ή σε μεγαλύτερο βαθμό.
΄Ετσι αφήνει τη σκέψη της να περιπλανηθεί και πάλι, στο μέλλον αυτή τη φορά, στις μέρες που θα έλθουν, στη μόνιμη πια εγκατάστασή της στην πρωτεύουσα, στο σπίτι που της είχαν αγοράσει οι δικοί της από παλιά, όπως ακριβώς και οι περισσότερες οικογένειες της επαρχίας, στη δουλειά που πρέπει ν’ αρχίσει να αναζητάει από την επόμενη κιόλας της άφιξής της στην πρωτεύουσα.
Θα του ζητήσει να έρθει να μείνουν μαζί, το έχει αποφασίσει, να συζήσουν σαν ανδρόγυνο, να μετρήσουν τις δυνάμεις και τις αντοχές τους, χωρίς καμία δέσμευση δική του ή δική της, ό,τι είναι νάρθει, ας έρθει, δεν είναι πια παιδιά, μπορούν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία κάθε αντιξοότητα και κάθε αναποδιά ή ιδιοτροπία που θα παρουσιαστεί στη ζωή τους οποιαδήποτε στιγμή, να δοκιμάσουν δηλαδή πως θα είναι τα πράγματα με τη συμβίωση κι αργότερα, αν δουν ότι όλα κυλούν ομαλά, όπως οι δείκτες του ρολογιού, τότε θ’ αποφασίσουν από κοινού κι εξετάζοντας όλα τα δεδομένα της κοινής ζωής τους για το μέλλον.
- Απλά πράγματα και καθαρές εξηγήσεις, σκέφτεται και η συγκίνηση, έντονη όσο ποτέ καταλαμβάνει κάθε σημείο του κορμιού της. Η ζωή είναι πολύ λίγη για να την αφήνουμε να φεύγει ανεκμετάλλευτη, όπως το νερό μέσα από τα δάχτυλά μας.
Αναλογίζεται πάλι την έκπληξή του, όταν θα του μιλήσει ξαφνικά για να του πει πως είναι δίπλα του, τη συγκίνησή του μόλις την αντικρίσει, την αντίδρασή του μόλις του ανακοινώσει τις αποφάσεις που ήδη έχει πάρει και χαμογελάει με τρυφερότητα.
- Θα του έρθει ο ουρανός σφοντύλι, όπως λένε, μονολογεί κι ελπίζει να επιθυμεί κι αυτός το ίδιο να ζήσει μαζί της, όσο το επιθυμεί κι αυτή τουλάχιστον κι όλα να πάνε από τώρα και στο εξής καλά.
Το λεωφορείο έχει φτάσει ήδη στην Πάτρα, σταματάει για λίγο στο σταθμό των υπεραστικών, παίρνει δυο τρεις επιβάτες ακόμη, είναι πια γεμάτο, και συνεχίζει απτόητο τον δρόμο του.

--------------------------------------

Το τρένο περνάει αγκομαχώντας από την περιοχή που ονομάζεται Κακιά Σκάλα. ΄Ενας τόπος που ο μύθος τον έχει φορτίσει με νόημα ήδη από την αρχαιότητα, όταν τοποθέτησε εδώ, σ’ αυτή τη διαδρομή, να πραγματοποιεί το αντίθετο από τον ήρωά μας ταξίδι, το περιώνυμο βασιλόπουλο της Τροιζήνας, τον Θησέα, τον σπουδαίο ήρωα και θεμελιωτή του κράτους των Αθηνών με τον συνοικισμό, που μας κυβερνάει από τότε, που καθάρισε τον τόπο από τους ληστές και τους πειρατές και χάρισε ασφάλεια στις μετακινήσεις των ταξιδιωτών, γι’ αυτό και οι ΄Ελληνες τον λάτρεψαν, ενώ οι Αθηναίοι, όταν τους απάλλαξε ολοκληρωτικά και από τον βαρύ φόρο αίματος που πλήρωναν κάθε χρόνο στο Μινώταυρο, τον ανακήρυξαν βασιλιά τους μετά τον άδοξο όσο και αδόκητο θάνατο του πατέρα του, του Αιγέα, στα γαλανά νερά του Αιγαίου, μετά τον θάνατο του ίδιου δε, σε ναυμαχία κατά των πειρατών στη Σκύρο, του έχτισαν ναό.
Αγριάνθρωποι, όπως, ενδεχομένως, θα θυμούνται όλοι από τα μαθητικά τους χρόνια, είχαν πιάσει τα πιο καίρια σημεία της διαδρομής αυτής και λήστευαν, βασάνιζαν και σκότωναν τους περαστικούς, ο καθένας τους μ’ έναν ιδιαίτερο, προσωπικό τρόπο. ΄Ετσι το ταξίδι από την Πελοπόννησο προς την Αθήνα και αντίστροφα είχε καταντήσει τόσο επικίνδυνο που κανείς δεν το αποτολμούσε να το κάνει. Ο Θησέας τους σκότωσε όλους παλεύοντας μαζί τους με όλους τους κανόνες της αρχαίας Ελληνικής πάλης, όπως καθιερώθηκαν αργότερα στους Ολυμπιακούς αγώνες και ισχύουν αναλλοίωτοι σχεδόν μέχρι σήμερα. ΄Ηταν στην πραγματικότητα η προπόνησή του πριν από το μεγάλο αγώνα του με τους συμπολίτες του κι αργότερα με τον Μινώταυρο, το τέρας που γεννήθηκε από την αφύσικη όσο και αταίριαστη συνεύρεση ενός θεϊκού ταύρου, δώρου του Ποσειδώνα προς τον Μίνωα, και της πανέμορφης βασίλισσας της Κρήτης, της Πασιφάης και που για να τραφεί, κλεισμένο μέσα στον σκοτεινό και δαιδαλώδη λαβύρινθό του από τον βασιλιά, για να μην τον βλέπουν, ίσως, οι υπήκοοι του και θυμούνται διαρκώς και του θυμίζουν τη ντροπή του, ανίκανο το ίδιο να βρει μια άκρη στον σκοτεινό λαβύρινθο της σκέψης του, άνθρωπος και ζώο μαζί, απαιτούσε τρυφερή αθηναϊκή σάρκα.
΄Ετσι, ο τόπος και η διαδρομή αποχτούν ένα άλλο νόημα. Ο αγώνας κατά των ληστών και των τεράτων δεν είναι παρά ο αγώνας κατά του ίδιου μας του εαυτού, αφού όλ’ αυτά δεν βρίσκονται αλλού αλλά τα κουβαλάμε μέσα μας, στο λαβύρινθο των σκέψεων, των επιθυμιών, των πόθων και των παθών μας, της συμπεριφοράς, των αποφάσεων που παίρνουμε καθημερινά, οι Λαιστρυγόνες και οι Κύκλωπες δεν υπάρχουν, για να θυμηθούμε έναν ποιητή του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, αν εμείς οι ίδιοι δεν επιθυμούμε να υπάρχουν, να ζουν αυτόνομα και κυριαρχικά στον μέσα κόσμο μας και να μας ταλαιπωρούν κάθε στιγμή και να μας βασανίζουν αθεράπευτα και ανεμπόδιστα, εκεί πρέπει, λοιπόν, να τους εντοπίσουμε και να τους συντρίψουμε, πριν κατακλύσουν το είναι μας, αν θέλουμε πραγματικά να ζήσουμε καλύτεροι, ακέραιοι και ωραίοι.
Αυτό ακριβώς δεν έκανε άλλωστε και ο Θησέας και ο Ηρακλής και οι άλλοι διάσημοι και διαπρεπείς τερατομάχοι και ληστομάχοι της αρχαιότητας ή οι Ακρίτες και οι απελάτες της Βυζαντινής μυθολογίας και λευτερώθηκαν μια και καλή ελευθερώνοντας ταυτόχρονα με τον αγώνα τους και τον κόσμο που τους περιέβαλλε; Η ανειρήνευτη και ατελεύτητη πάλη, ο συνεχής αγώνας με τον εαυτό σου, με τα τέρατα που κατοικούν μέσα σου και σε διαφεντεύουν πολλές φορές, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά η μάχη για τον εαυτό σου αλλά και για τον άλλον και η αγωνία για το αποτέλεσμα μεγάλη.
Αυτή ακριβώς η σκέψη τον κάνει να χαμογελάει από ευχαρίστηση, «ήρθε η ώρα να πολεμήσω κι εγώ τον κόσμο μου», σκέφτεται, «έστω κι αν αυτό στο τέλος μπορεί να αποδειχτεί μάταιο ή να αποφέρει παράπλευρες απώλειες».
΄Ένα μωρό αρχίζει να στριγκλίζει εκείνη τη στιγμή κι η μάνα του πασχίζει να το ηρεμήσει βάζοντάς του στο στόμα το βυζί της. «Αυτό μας έλειπε τώρα», σκέφτεται και στρέφει το βλέμμα του αλλού.
΄Εχουν περάσει πια την Κακιά Σκάλα, κατηφορίζουν προς τα Μέγαρα, σε λίγο θα φανεί, αν όλα πάνε καλά, η Πελοπόννησος, ο Ισθμός και η πρώτη μεγάλη πόλη της, η Κόρινθος.
Κλείνει για λίγο τα μάτια του, μήπως και κοιμηθεί. Μάταια, βέβαια. Εδώ δεν κοιμάται τον καλό καιρό και θα κοιμηθεί τώρα με τόση φασαρία; Ο μέσα κόσμος του, όπως ακριβώς και ο έξω, δεν λέει να ησυχάσει.

----------------------------

Σε λίγο φαίνεται η Σικυώνα. Το όνομα του ΄Αρατου, του στρατηγού και ηγέτη της Αχαϊκής Συμπολιτείας του έρχεται στο νου. Η μορφή του ηγέτη μιας ενοποιημένης, κατά το δυνατόν, Ελλάδας, που τελικά απέτυχε οικτρά στην προσπάθειά της και απομονωμένη απ’ τους υπόλοιπους ΄Έλληνες, υποτάχτηκε με τη σειρά της στους Ρωμαίους.
Τα αρχαία μίση των Ελλήνων για μιαν ακόμα φορά στο προσκήνιο. Το πάθος για την εξουσία, για την επιβολή του ενός πάνω στον άλλον, που έφερε τους ξένους δυνάστες ξανά στη χώρα παρά τα κηρύγματα περί ενότητας του μεγάλου ΄Ελληνα, του Αγέλαου του Ναυπάκτιου για τα εξ εσπερίας νέφη. Τη Ρώμη δηλαδή, σύμφωνα με την εξιστόρηση των γεγονότων από τον Πολύβιο τον Μεγαλοπολίτη.
Το ίδιο πρόβλημα υπάρχει και στην οικογένειά του, όπως και σε όλες τις μεγάλες οικογένειες άλλωστε. Μεγάλη οικογένεια, λοιπόν, κι αυτή, χωρισμένη σε παρατάξεις. Λες και είναι εκλογικό σώμα. Δεν βρέθηκε ακόμη η ισχυρή προσωπικότητα που απαιτείται για να ενωθούν τα διασπασμένα μέλη. Ο καθένας τραβάει το δρόμο του, αδιαφορώντας για τον άλλον. Δρόμοι ολισθηροί που οδηγούν στην ηθική και πολιτική κατάπτωση. Και στον προσωπικό ξεπεσμό. Εκμεταλλεύονται τις τοπικές αντιθέσεις και επιβιώνουν. Και κυριαρχούν. Με τον μικρόκοσμό τους και με τις ταπεινές φιλοδοξίες τους. Δήμαρχοι, βουλευτές, υπουργοί. Καθένας και με άλλο κόμμα. Καθένας κι ένα αξίωμα, όπως το πουλί μες στο κλουβί του, για να θυμηθούμε και τον ποιητή.
Σκέφτεται τον ξάδελφό του τον Μίμη. Αριστούχος μαθητής στο γυμνάσιο, πέρασε πρώτος στις εξετάσεις της Ανωτάτης Γεωπονικής Σχολής Αθηνών. Αρνήθηκαν να τον δεχτούν ως φοιτητή για λόγους καθαρά πολιτικούς. Ανέβηκε γρήγορα αντάρτης στο βουνό, υπεύθυνος της νεολαίας της Πελοποννήσου του ΕΛΑΣ. Τον συλλάβανε κάποια στιγμή με προδοσία. Τον εκτέλεσαν εν ψυχρώ, την ώρα που έπινε αμέριμνος νερό από μια πηγή κάπου στην περιοχή των Καλαβρύτων. Ποιος τον σκότωσε και πού ακριβώς δεν διευκρινίστηκε ποτέ. Ούτε και το «γιατί», αφού η εντολή από το αρχηγείο ήταν να τον προστατέψουν και να τον μεταφέρουν με ασφάλεια στην Τρίπολη για να ανακριθεί.
Η φήμη, που δεν επαληθεύτηκε ποτέ όμως, έλεγε ότι κάποιος δικός τους, από ένα μακρινό παρακλάδι της οικογένειας, ήταν αυτός που τράβηξε την σκανδάλη του όπλου που τον σκότωσε. Επισήμως, δεν έμαθε ποτέ τίποτα η οικογένειά του κι ούτε τους έγινε ποτέ γνωστό πού θάφτηκε, αν θάφτηκε βέβαια, το κορμί του και δεν έμεινε βορά των σκυλιών και των κοράκων.
Θα ήθελε πολύ να τον είχε γνωρίσει. Να τον είχε προλάβει στη ζωή. Δυστυχώς, όμως, δολοφονήθηκε προτού ο ίδιος γεννηθεί. Από διηγήσεις τρίτων έμαθε όσα μπόρεσε να μάθει, γιατί ένα πέπλο μυστικοπάθειας είχε καλύψει για πολλά χρόνια τα πάντα. Θα έλεγε κανείς ότι το όνομά του αποτελούσε ταμπού αξεπέραστο και απαραβίαστο. Σχεδόν ποτέ κανείς και για κανέναν λόγο δεν μιλούσε ελεύθερα γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Σαν να τους είχε υπαγορευτεί από αόρατες δυνάμεις οποιαδήποτε αναφορά σ’ αυτόν.
Δύσκολα χρόνια, πολιτικής και κοινωνικής καταπίεσης. Ακατανόητα για τους μεταγενέστερους. ΄Όλοι προσπαθούσαν μάταια να αποκρύψουν το παρελθόν, αφού δεν γινόταν να το λησμονήσουν. Το παρελθόν όμως δεν κρύβεται κι αν κάποτε φαίνεται ότι ξεχνιέται υπάρχουν πάντα τα πρόσωπα και οι φάκελοι για να θυμίζουν στο διηνεκές ό,τι πρέπει, δήθεν, να ξεχαστεί, για να εκβιάζουν και να απειλούν οι επιτήδειοι, να γίνονται τα πράγματα στο τέλος έτσι, όπως έχει προαποφασιστεί να γίνουν, χωρίς παρεκκλίσεις και λοξοκοιτάγματα που απομακρύνουν κάποια στιγμή τον άνθρωπο από την επίσημη γραμμή.
Τώρα υπάρχει δικτατορία στη χώρα, σκληρή και άτεγκτη. Με ελάχιστη γνώση και περισσή ηλιθιότητα. ΄Ένστολα ανθρωποειδή κυβερνούν τον τόπο με το έτσι θέλω, η ζωή ακόμα και για τους διεφθαρμένους πολιτικούς του παρελθόντος είναι δύσκολη, πολύ περισσότερο για τον φτωχό κι αδύναμο λαό, για τον απλό πολίτη που δεν βρίσκει το στήριγμά του πουθενά. Η καταπίεση είναι μεγάλη, ο χωροφύλακας είναι αυτός που καθορίζει παντού και πάντοτε τις συμπεριφορές. Ιδιαίτερα στα μικρά μέρη, όπου ο ένας γνωρίζει τον άλλον με το μικρό του όνομα, γι’ αυτό και τα μίση εκεί είναι πιο ισχυρά.
Το τρένο κόβει κάπως την ταχύτητά του, μπαίνει μεγαλόπρεπα στο Αίγιο, το παλιό κέντρο της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Πόσο γρήγορα κυλούν οι δείκτες του ρολογιού, όταν ο νους του ανθρώπου ταξιδεύει! Πόσο γρήγορα οι αιώνες, όταν τα γεγονότα απανωτά διαδέχονται το ένα το άλλο δίχως να σ’ αφήσουν χρόνο να στοχαστείς σαν άνθρωπος!

--------------------------


Το λεωφορείο στρίβει με κατεύθυνση το Αίγιο, έχει κάποιους επιβάτες που πρέπει να αφήσει εκεί. Αφήνει πίσω του την καινούργια εθνική οδό και μπαίνει κορνάροντας παρατεταμένα στην παλιά.
Ο δρόμος είναι στενός, δίπλα στη θάλασσα ακριβώς. Μόλις και μετά βίας χωράει δύο αυτοκίνητα, το ένα δίπλα στο άλλο. Δεξιά, πάνω σε λόφο, βρίσκεται η εκκλησία της Παναγιάς της Τρυπητής, αριστερά η θάλασσα, στη μέση οι γραμμές του τρένου που το λεωφορείο ετοιμάζεται να τις περάσει.
΄Ενας θόρυβος εκκωφαντικός ακούγεται κι ένα τράνταγμα ισχυρό. Σύγκρουση με το τρένο της γραμμής Αθηνών – Πατρών – Πύργου. Τα φρένα σφυρίζουν δαιμονισμένα, όπως τα πιέζει ο οδηγός με όλη τη δύναμή του. Τζάμια σπάζουν και τα συντρίμμια τους γεμίζουν τον τόπο. Το λεωφορείο ανατρέπεται τελικά και το τρένο το παρασύρει σε μικρή σχετικά απόσταση.
Νιώθει να πονάει σ’ ολόκληρο το κορμί της. Ευτυχώς, είναι ζωντανή. Καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια και βγαίνει σε λίγα λεπτά από το διαλυμένο παράθυρο του λεωφορείου. ΄Ένα χέρι, μάλλον σπασμένο. Μώλωπες παντού. Νιώθει έναν πόνο χαμηλά στο πόδι, σαν να τη σφάζει. Κορμιά πεταμένα δεξιά κι αριστερά. Το τρένο εκτροχιασμένο, κάποια βαγόνια του ξαπλωμένα στο έδαφος. Νεκροί.
Προσπαθεί ν’ απομακρυνθεί λίγο, να καθίσει στην άκρη του δρόμου να ξεκουραστεί. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή το βλέμμα της πέφτει πάνω του. Ταράζεται. Βρίσκεται εκεί, ξαπλωμένος στη μέση του δρόμου, αιμόφυρτος. Είναι φανερό ότι υποφέρει πολύ.
Σέρνεται προς το μέρος του. Σε λίγο βρίσκεται κοντά του. Το πόδι της την πονά υπερβολικά. Δεν μπορεί να το στηρίξει. Ο πόνος την διαπερνάει παντού. Ανελέητα. Δεν ξέρει αν είναι μόνο σωματικός ή και ψυχικός.
- Εσύ εδώ; Μα πώς;
Ο άντρας στρέφει με κόπο τη ματιά του επάνω της. Την βλέπει. Ξαφνιάζεται για μια στιγμή και της χαμογελάει πικρά.
- Είσαι καλά;
Κουνάει ανεπαίσθητα σχεδόν το κεφάλι. Ο πόνος, προφανώς, τον εμποδίζει.
- ΄Ησουνα μέσα στο τρένο;
Φτάνει επί τέλους κοντά του. Προσπαθεί να τον αγκαλιάσει, να του ανασηκώσει το κεφάλι. Ο πόνος που νιώθουν και οι δύο δεν την αφήνει. Βλέπει ότι υποφέρει, ότι βρίσκεται σε άθλια κατάσταση.
- Ω θεέ μου, είσαι πολύ χτυπημένος!
Εκείνος δεν μιλάει καθόλου, μόνο την κοιτάει. Της δίνει το χέρι καταβάλλοντας τεράστια προσπάθεια. Το παίρνει με λαχτάρα στο δικό της. Το κρατάει σφιχτά, σαν κάτι πολύτιμο.
Νοσοκομειακά τρέχουν δεξιά κι αριστερά, μεταφέροντας τραυματίες και νεκρούς. ΄Άνθρωποι φωνάζουν υστερικά, ζητάνε βοήθεια απεγνωσμένα. ΄Αλλοι τρέχουν να βοηθήσουν. Φορεία. Κανονικά και αυτοσχέδια. Οι τραυματίες μεταφέρονται σιγά – σιγά στα νοσοκομεία. Οι νεκροί φαίνεται ότι είναι αρκετοί. ΄Ερχονται να την πάρουν.
- Πώς νιώθεις;
Δεν αποκρίνεται. Χαμογελάει μόνο πικρά. Το ξέρει αυτό το χαμόγελο. Αφήνει το χέρι του χαλαρωμένο μέσα στο δικό της.
- Ως εδώ ήταν, λοιπόν!
Μόλις που ακούγεται τώρα η φωνή του, αίμα παντού, σ’ ολόκληρο σχεδόν το κορμί του, ένα μικρό κόκκινο ποτάμι αρχίζει να βγαίνει από το στόμα του, ένας σπασμός ακολουθεί, ύστερα δεύτερος. Το κεφάλι του πέφτει βαρύ στην αγκαλιά της, ο πόνος διαπερνά πια την ψυχή της.
Είναι νεκρός, στην άκρη του δρόμου κι αυτή μόνη, μέσα στο πλήθος, ενώ την μεταφέρουν στο νοσοκομείο, ξεσπάει σ’ ένα βουβό, σπαρακτικό κλάμα που μόνο αυτή ακούει.