Σάββατο 7 Μαρτίου 2009

Θεία και ανθρώπινη δίκη

του Ανδρέα Φουσκαρίνη


΄Ήταν νύχτα, περασμένα μεσάνυχτα, όταν ξάπλωσα να κοιμηθώ, τυλιγμένος με μια παλιά κουβέρτα, στο δάπεδο της εκκλησίας του Αγίου Διονυσίου στη Ζάκυνθο.
Η εκκλησία ήταν γεμάτη από πιστούς, κυρίως γυναίκες. Θα έλεγα εξ ολοκλήρου από γυναίκες. Γύρω μου βρισκόταν σχεδόν ολόκληρη η οικογένειά μου, τα γυναικεία της μέλη δηλαδή. Εγώ ήμουν ο μόνος αρσενικός γιατί η ηλικία μου, ήμουνα δεν ήμουνα πέντε χρόνων, επέβαλλε την παρουσία μου εκεί και όχι στο σπίτι. Ποιος θα με πρόσεχε τις δυο μέρες που θα έλειπαν οι γυναίκες απ’ το σπίτι;
Κόντευαν να κλείσουν τα μάτια μου, όταν άκουσα μια γριά λίγο πιο πέρα να λέει στις διπλανές της και να σταυροκοπιέται ταυτόχρονα, ότι ο ΄Αγιος, τον προηγούμενο χρόνο, τέτοια μέρα σαν αυτή, παραμονή της γιορτής του δηλαδή, είχε κάνει δύο θαύματα που τα είδαν τόσοι και τόσοι. «Εγώ δεν ήμουν», είπε η γριά, «μου το είπε όμως μια γειτόνισσά μου που τα είδε με τα ίδια της τα μάτια», συμπλήρωσε. Δεν άκουσα τίποτ’ άλλο γι’ αυτά τα θαύματα ούτε τι έκανε ή πώς το έκανε ο ΄Αγιος γιατί η κούραση από το ολοήμερο παιχνίδι που συμπληρώθηκε και με το δίωρο θαλασσινό ταξίδι με ανάγκασε να βυθιστώ σ’ έναν βαθύτατο ύπνο.
Δεν μπορώ να υπολογίσω με ακρίβεια πόση ώρα είχε περάσει, τα μάτια μου όμως ήταν ανοιχτά, όπως θυμάμαι τώρα, τόσα χρόνια μετά, στο τέλος πια της ζωής μου, ή, τουλάχιστον, είχα αυτήν ακριβώς την αίσθηση και κοίταζα τις εικόνες του τέμπλου με μια δόση θαυμασμού αλλά και ανεξήγητου φόβου συγχρόνως. ΄Ένα παράξενο φως, υπόλευκο, μυστηριακό, υπερκόσμιο, που δεν είχε καμία απολύτως σχέση με το μελιχρό φως των κεριών, είχε χυθεί ολόγυρα, σαν κάποιο ουράνιο σέλας να φώτιζε απλόχερα την μισοσκότεινη εκκλησία.
Το θαύμα, όμως, είχε και συνέχεια. Απ’ την αριστερή πόρτα του ιερού βγήκε ένας γέρος κοντός, ξερακιανός, μικροκαμωμένος, με κύφωση στους ώμους και τις πλάτες, με τη μορφή του αγίου που βρισκόταν μέσα στη λάρνακα και με μικρά, κοφτά και προσεκτικά βήματα κατέβηκε τα σκαλοπάτια του ιερού, πέρασε μπροστά από την λάρνακα και με το ροζιασμένο χέρι του άρχισε να κάνει το σημείο του σταυρού, όπως ακριβώς το κάνουν οι επίσκοποι, στο κεφάλι ενός παιδιού λίγο μεγαλύτερου από μένα, που βρισκόταν λίγα βήματα πιο πέρα σωριασμένο στο έδαφος.
΄Όπως έμαθα τα ξημερώματα, το είχαν φέρει από το μεσημέρι και το απόθεσαν κατάχαμα, στα πλακάκια της εκκλησίας, οι δικοί του με ελπίδα και πίστη για την θεραπεία του. ΄Ένα ανθρώπινο κουβάρι έβλεπες κατάχαμα παρά ένα ανθρώπινο ον. ΄Ήταν παράλυτο, έλεγαν, κάποια αρρώστια σκληρή κι αθεράπευτη το βασάνιζε εκ γενετής, που η ηλικία δεν μου επέτρεψε να συγκρατήσω τ’ όνομά της. ΄Ήμουν τόσο μικρός, άλλωστε! Το περίεργο, όμως, ήταν ότι συγκράτησα για πάντα τ’ όνομά του: Θανάσης Αλυκιώτης. Δεν ξέρω πώς, ίσως η σχέση του με τις αλυκές, κοντά στις οποίες μεγάλωνα τότε, έκανε να γραφτεί με ανεξίτηλα γράμματα στη μνήμη μου.
Δεν θυμάμαι τίποτ’ άλλο από εκείνη τη νύχτα, ούτε, βέβαια, και σήμερα, που γράφω αυτές εδώ τις γραμμές, είμαι απόλυτα σίγουρος ότι τα γεγονότα έγιναν έτσι , όπως ακριβώς τα περιγράφω. Δεν μπορώ να είμαι απόλυτα σίγουρος, αν όλα που σας διηγήθηκα ήταν εικόνες πραγματικές, που τις είδα με τα ίδια μου τα μάτια, ή, τελικά, τις ονειρεύτηκα.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι το πρωί, που ξύπνησα και σηκώθηκα για να ξεπιαστώ, είδα το παιδί αυτό, για το οποίο σας μιλάω, όρθιο, να περπατάει φυσιολογικά και να τρέχει με χαρά μέσα στην εκκλησία χωρίς να στέκεται ούτε δευτερόλεπτο ακίνητο και όλοι γύρω να μιλούν για θαύμα. Μια λέξη που τότε δεν καταλάβαινα τι σήμαινε, ίσως κάτι σπουδαίο που θα το μάθαινα, όπως πραγματικά και έγινε, όταν θα μεγάλωνα. Μια φράση όμως που άκουγα να μεταδίδεται από στόμα σε στόμα μου έκανε τρομερή εντύπωση και καρφώθηκε για πάντα στο μυαλό μου: «όταν θα μεγαλώσει, ή άγιος θα γίνει ή σατανάς». Δεν μπόρεσα, βέβαια, να την εξηγήσω. ΄Ίσως γι’ αυτό δεν μίλησα ποτέ σε κανέναν για όσα σήμερα σας αφηγούμαι. Και ευτυχώς, δηλαδή, γιατί για σκεφτείτε τι θα γινόταν τότε αν έλεγα σε κανέναν για τον γέρο και το σημείο του σταυρού!

--------------------

Πέρασαν χρόνια πολλά από τότε, μεσολάβησαν πολλά γεγονότα στην Ελληνική Ιστορία, αποστασία, βασιλικά πραξικοπήματα, δικτατορία. Το πρώτο καλοκαίρι, μετά την πτώση της δικτατορίας, αποφάσισα να κάνω τις διακοπές μου στη Ζάκυνθο, μαζί με την οικογένειά μου, φυσικά.
Μετά από ένα περιπετειώδες, λόγω τρικυμίας, ταξίδι, κατέβαινα μισοζαλισμένος τα σκαλοπάτια του πορθμείου. Κόσμος πολύς ήταν συγκεντρωμένος σ’ ένα σημείο της προβλήτας του λιμανιού. Αστυνομία, νοσοκομειακά, φωνές, τρεξίματα, φασαρία. ΄Ήταν αδύνατον να περάσεις από εκεί και να μην γυρίσεις να κοιτάξεις. ΄Ένας άνθρωπος ήταν πεσμένος καταγής, με το πρόσωπο οικτρά παραμορφωμένο, σαν κάτι βαρύ να τον χτύπησε. ΄Ήταν νεκρός.
Δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία. Δεν είχα άλλωστε κανέναν γνωστό εκείνη την εποχή στο νησί. Προχώρησα προς το ξενοδοχείο, όπου θα διαμέναμε. Το είχαμε κλείσει τηλεφωνικώς από την προηγούμενη ημέρα.
Στους δρόμους και τις πλατείες της πόλης το γεγονός είχε γίνει ήδη το θέμα της ημέρας σε έντονες συζητήσεις αυτοσχέδιων μικρών συναθροίσεων. ΄Έτσι, χωρίς να το επιδιώξουμε, πληροφορηθήκαμε κι εμείς τα καθέκαστα. ΄Ένα φορτηγό του έκλεισε τον δρόμο και τον συνέθλιψε, κατά λάθος, έλεγαν, καθώς προσπαθούσε να στρίψει για να πάρει την κατάλληλη θέση ώστε να μπει με ευχέρεια στο πορθμείο. Τον κόλλησε κυριολεκτικά πάνω σ’ ένα άλλο όχημα. ΄Ήταν γνωστός στην πόλη και το νησί και τ’ όνομά του κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα: Θανάσης Αλυκιώτης.
Ξαφνιάστηκα μόλις το άκουσα. Οι μνήμες άρχισαν να ανακαλούνται στη στιγμή. Να ήταν, άραγε, το ίδιο πρόσωπο με κείνο το κουβαράκι των παιδικών μου χρόνων; Ποιος μπορούσε, άραγε, να με πληροφορήσει; Ο ξενοδόχος, φυσικά, όμως εκείνη τη νύχτα δεν τον συνάντησα καθόλου κι ο υπάλληλος της ρεσεψιόν δεν ήταν ντόπιος.
Εκείνη τη νύχτα δυσκολεύτηκα πολύ να κοιμηθώ. Τα μάτια μου δεν έκλειναν με τίποτα. Το όνομα κι ολόκληρη αυτή η παλιά ιστορία στην εκκλησία του Αγίου ερχόταν και ξαναερχόταν στη σκέψη μου και με βασάνιζε, σαν να ήταν κάτι που με αφορούσε άμεσα. Ομολογουμένως, ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που μου συνέβαινε κάτι τέτοιο.
Το πρωί σηκώθηκα πρώτος από το κρεβάτι με το πρώτο φως της ημέρας και χωρίς να πάρω πρωινό βγήκα να περπατήσω στην πόλη. Αγόρασα μια τοπική εφημερίδα και κάθισα στο πρώτο καφενείο που βρήκα για να την διαβάσω, πίνοντας ταυτόχρονα τον καφέ μου.
΄Ήταν, πράγματι, αυτός. Μάλιστα η εφημερίδα αναφερόταν διεξοδικά στο περιστατικό που σας αφηγήθηκα κι εγώ λίγο πιο πριν. ΄Έγραφε χαρακτηριστικά ότι, όταν ήταν παιδί, έπασχε από μια σπάνια μορφή παραλυσίας που δεν γιατρευόταν με τίποτα κι ότι οι δικοί του υποστήριζαν ότι ο ΄Άγιος τον είχε γιατρέψει ξημερώνοντας η γιορτή του.
Αργότερα, συνέχιζε η εφημερίδα, σπούδασε δάσκαλος αλλά τελικά προτίμησε να παραμείνει μόνιμος υπαξιωματικός στο στρατό και να υπηρετήσει στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, ως ειδικός ανακριτής. ΄Όταν έπεσε η δικτατορία κατηγορήθηκε από δημοκρατικούς πολίτες και στρατιωτικούς για βασανιστήρια ψυχών και σωμάτων, για υπέρμετρη σκληρότητα στις ανακριτικές μεθόδους που χρησιμοποιούσε, για υπερβάλλοντα ζήλο, για έλλειψη ανθρωπιάς και καλοσύνης. ΄Ήταν ένας πραγματικός σατανάς, κατέληγε το άρθρο και η Θεία Δίκη τον τιμώρησε όπως του άξιζε, χρησιμοποιώντας ως άβουλο όργανό της τον άτυχο οδηγό, του οποίου το όχημα τον συνέθλιψε κυριολεκτικά.
Εκεί ακριβώς σταματούσε και το κείμενο. Δεν είχε, άλλωστε, τίποτ’ άλλο να προσθέσει η γλαφυρή γραφίδα του αυτοδίδακτου δημοσιογράφου. Το όνομα του οδηγού, όμως, μου τράβηξε αμέσως την προσοχή. Μου ήταν κι αυτό γνωστό. Επρόκειτο για κάποιο παλιό συμφοιτητή μου από το πανεπιστήμιο της Αθήνας, που, όμως, δεν μπόρεσε ποτέ να ολοκληρώσει τις σπουδές του γιατί ανακατεύτηκε αμέσως με την πολιτική και τον συνέλαβαν στα πρώτα κιόλας χρόνια της δικτατορίας, το φυλάκισαν, τον βασάνισαν και τον εξόρισαν. ΄Ήταν από τους τελευταίους που γύρισαν από τους τόπους της εξορίας.
΄Ένα διάστημα πέρασε και από το ΕΑΤ-ΕΣΑ. ΄Έτσι είχα πληροφορηθεί από κάποιους κοινούς γνωστούς. Εκεί, προφανώς, φαντάζομαι, θα είχε γνωρίσει σε βάθος και τις ανθρωπιστικές μεθόδους του νεκρού πια βασανιστή, τον γνώριζε, λοιπόν, καλά, η εφημερίδα δεν έγραφε όμως τίποτα γι’ αυτό κι ούτε έγινε ποτέ ευρύτερα γνωστό αυτό το γεγονός ή η υπόθεση της γνωριμίας τους, για να μην συσχετιστεί, ίσως, με το ατύχημα και καμιά εφημερίδα δεν έγραψε ποτέ τίποτα στο μέλλον, σαν να είχαν συνεννοηθεί όλες μαζί να μην τον ενοχοποιήσουν περισσότερο, αφού ούτε και σ’ αυτήν ακόμα τη δίκη δεν αναφέρθηκε τίποτα σχετικό, ούτε μια απλή νύξη. ΄Έτσι, όπως ήταν φυσικό, αφού δεν υπήρξε καμία υπόνοια φόνου εκ προμελέτης, στο τέλος αθωώθηκε παμψηφεί και ξαναβρέθηκε ελεύθερος στο σπίτι του.
Τη δίκη την παρακολούθησα κι εγώ. Σ’ ένα διάλειμμα της βρήκα την ευκαιρία και πλησίασα τον κατηγορούμενο. Τον χαιρέτησα. Χάρηκε που με είδε.
- Η Θεία ή η Ανθρώπινη Δίκη έδρασε; τον ρώτησα.
Με κοίταξε κάπως ξαφνιασμένος. ΄Ύστερα χαμογέλασε, μ’ ένα χαμόγελο που έβλεπα για πρώτη φορά στη ζωή μου.
- ΄Όπως θέλεις πάρτο, μου αποκρίθηκε.
Σε λίγο βγήκε η απόφαση: ομόφωνα αθώος.
- Τελικά; Τον ξαναρωτάω.
- ΄Άστο, μου λέει, μην το ψάχνεις. Κάποτε μπορεί να σου πω.
Δεν τον ξανάδα από τότε. Σήμερα, τα θυμήθηκα όλα αυτά γιατί για μια ακόμα φορά πάτησα το πόδι μου στο νησί και περπάτησα μονάχος στους ίδιους δρόμους που περπάτησα και τότε: τη χρονιά του ατυχήματος δηλαδή. Η διαφορά βρίσκεται στην ηλικία και στον τρόπο που βλέπω τα πράγματα. Τώρα ζω πια με τις αναμνήσεις κι όλο στο παρελθόν γυρνάει ο νους μου. Τότε το μέλλον ήταν αυτό που με απασχολούσε και καθόριζε ολοκληρωτικά τις κινήσεις μου. ¨Οσο για τη Θεία ή την Ανθρώπινη Δίκη… καλά κρασιά, μια και βρισκόμαστε στο μήνα του τρύγου. Ποιος νοιάζεται, άλλωστε, μετά από τόσα χρόνια!
-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου