Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2009

Ποιος ήταν ο φονιάς του δοσίλογου;

Του Ανδρέα Φουσκαρίνη

- Δεν σου έχω πει χιλιάδες φορές μέχρι τώρα να μη μιλάς μπροστά σε άλλους για τέτοια πράγματα, άρχισε πάλι η γιαγιά να μαλώνει τον πατέρα μου, ορίστε τώρα, συνέχισε το ίδιο επιτιμητικά, τα είπες χύμα και σταράτα μπροστά σ’ αυτό το τέρας κι όπου νάναι θάρθουν οι χωροφύλακες να σε συλλάβουν. Αχ, άμυαλα νιάτα! Αναστέναξε.
- Σιώπα, ρε μάνα, προσπάθησε να δικαιολογηθεί ο πατέρας μου, γιατί να με πιάσουν οι χωροφύλακες; Τι έκανα; Τη γνώμη μου είπα μονάχα, πως δεν μπορεί να έχουμε επανάσταση χωρίς την ανατρεπτική και κοχλάζουσα παρουσία του εξεγερμένου λαού κι ό,τι άλλο αποκαλούν μ’ αυτή τη λέξη δεν είναι επανάσταση αλλά πραξικόπημα των στρατιωτικών.
- Τι λες μωρέ βλάκα, ούρλιαξε η γιαγιά που νόμιζε πάντα πως το παιδί της εξακολουθούσε να είναι μικρό και γι’ αυτό έπρεπε να το νταντεύει ακόμα σ’ αυτή την ηλικία, δεν είπες απολύτως τίποτα! Τρομάρα σου!
Ο τόνος της φωνής της έγινε ελαφρά ειρωνικός. Και μετά από μια μικρή σιωπή:
- Πραξικόπημα, ξεπραξικόπημα, συνέχισε ακάθεκτη, εγώ δεν ξέρω τι θέλεις να πεις ακριβώς αλλά τούτο το τομάρι το ξέρω καλά, σε λίγο θα το δεις κι ο ίδιος που θάρθουν οι χωροφύλακες να σε συλλάβουν. Οι άνθρωποι αυτού του είδους έχουν γεννηθεί για να κάνουν μόνο το κακό. Δεν ξέρουν τίποτ’ άλλο, συνέχισε το λόγο της η γιαγιά, εσύ ήσουνα μικρός ακόμη, δεν θυμάσαι, αν ζούσε ο μακαρίτης ο αδελφός σου θα σου έλεγε σήμερα σημεία και τέρατα για τον άνθρωπο αυτό, τόσα είχε κάνει τότε στα χρόνια της Κατοχής. Το ίδιο κι οικογένειά του. Αλλά ποιος ξέρει σε ποιος βουνοκορφές ασπρογαλιάζουν σήμερα τα κόκαλα του λεβέντη μου, μελαγχόλησε η γιαγιά στη θύμηση του μεγαλύτερου γιου της που δεν τον είχε ξεχάσει βέβαια ποτέ. Ούτε μια μέρα δεν πέρασε ποτέ που να μην τον θυμηθεί! Αλλά εσύ, συνέχισε, είσαι πολύ διαφορετικός από τον αδελφό σου, επιπόλαιος και αφελής, στο μόνο που του μοιάζεις είναι ότι και συ δεν κλείνεις το στόμα σου ποτέ όταν πρέπει. Εξάλλου, εσύ έφυγες νωρίς, πήγες στην Αμερική, δεν γνώρισες την κατάσταση εδώ! Ας είναι όμως!
- Τι συμβαίνει ρε μάννα, ρώτησε πάλι ο πατέρας μου, ποιες παλιές ιστορίες θυμήθηκες πάλι και δεν μπορείς να ησυχάσεις;
- Θες να μάθεις, λοιπόν, ρώτησε το γιο της επιτακτικά, κάθισε κάτω ν’ ακούσεις, κοιτάζοντας με νόημα προς το μέρος μας.
- ΄Ασε τα παιδιά ν’ ακούσουν, είπε ο πατέρας μου καταλαβαίνοντας τι ήθελε να του πει η μάννα του, είναι αρκετά μεγάλα για να μάθουν. Και είχε δίκιο βέβαια γιατί εγώ ήμουν ήδη δευτεροετής της Φιλοσοφικής, στο τμήμα της Ιστορίας.
- Καλά, συμφώνησε κι η γιαγιά με τη σειρά της κι άρχισε την αφήγηση της ιστορίας που θ’ ακούσετε και σεις τώρα.

---------
- ΄Ηταν το 1943 στην Αθήνα. Τρομερή χρονιά. Η πείνα που είχε πέσει πάνω στον πληθυσμό είχε πάρει τεράστιες διαστάσεις. Οι άνθρωποι πέθαιναν σαν τα κοτόπουλα μέσα στους δρόμους και τους μάζευαν με τα κάρα οι σκουπιδιάρηδες για να τους θάψουν. Εσείς, ευτυχώς, δε τις ζήσατε αυτές τις στιγμές.
Πολλοί Αθηναίοι πήραν τους δρόμους για τα χωριά για να γλυτώσουν. Το ίδιο κάναμε κι εμείς. ΄Ηρθαμε στο χωριό, τον τόπο της καταγωγής μας, για να ξεφύγουμε από τον άθλιο θάνατο που καραδοκούσε στους δρόμους της Αθήνας για να μας αρπάξει.
Κατεβήκαμε λοιπόν στην Πελοπόννησο, στην Ανδραβίδα, το χωριό της μακαρίτισσας της γιαγιάς σου της Ελπινίκης κι έτσι γλυτώσαμε τα δύσκολα γιατί όλο και κάτι βρίσκαμε για να ζήσουμε στον κήπο και το χωράφι που καλλιεργούσε σχεδόν μοναχή της.
Μαζί με μας ή μάλλον λίγο πριν από εμάς κατέβηκε και μια άλλη γνωστή οικογένεια, για τους ίδιους βέβαια λόγους, πατέρας μάννα κι ένας γιος δυο μέτρα παλικάρι που τον ερωτεύτηκαν αμέσως όλα τα κορίτσια του χωριού. Τόσο όμορφος και δυνατός ήταν, μια ευγενική ψυχή σε λάθος τόπο στη λάθος στιγμή! Τάκη τον έλεγαν και πρόφεραν όλες τα’ όνομά του αναστενάζοντας.
Ο νεαρός, που λέτε, ήταν ένα πολύ ήσυχο παιδί. Τα χρόνια εκείνα τα δύσκολα που άλλοι έπαιρναν τα βουνά και άλλοι πλησίαζαν τους κατακτητές για να επιβιώσουν, ο Τάκης έκατσε στην άκρη του και δεν ανακατεύτηκε σε τίποτα, δεν πήρε ούτε τον ένα ούτε τον άλλο δρόμο, όχι γιατί φοβόταν τους κινδύνους, τις ταλαιπωρίες ή τον θάνατο, όχι, το έλεγε στ’ αλήθεια η καρδιά του, ήταν πραγματικό παλικάρι και το απόδειξε με τις πράξεις του όποτε χρειάστηκε να το κάνει, δεν ανακατεύτηκε λοιπόν παρά για ένα μονάχα λόγο: είχε τον πατέρα του άρρωστο βαριά, ανήμπορο σχεδόν που κόντευε να τον τελειώσει η παλιαρρώστια κι η μάννα του ίσα που έσερνε τα πόδια της και δεν της ήταν εύκολο να φροντίσει την οικογένειά της. ΄Ολα τα είχε αναλάβει ο Τάκης!
Ο λεγάμενος λοιπόν ζούσε την ίδια εποχή κι αυτός στην Ανδραβίδα. Παλικάρι, δεν λέω, πάνω στην ακμή του αλλά άλλης κοψιάς άνθρωπος. Μίζερος, θρασύδειλος και λειψός στο μυαλό, υπηρετούσε με καμάρι τους Ιταλούς κάνοντάς τους το διερμηνέα. ΄Ηξερε τη γλώσσα καλά, η μάννα του άλλωστε η Λουκία ήταν Ιταλίδα και απ’ αυτή είχε μάθει τα Ιταλικά. Στην πραγματικότητα δεν ήταν υπηρέτης αλλά συνεργάτης των Ιταλών, ρουφιάνος του κερατά που κάρφωνε μ’ ευχαρίστηση στους κατά το ήμισυ συμπατριώτες του κάθε τι που υπέπιπτε στην αντίληψή του και ήξερε ότι τους ενδιέφερε ιδιαίτερα.΄Ετσι έκαψε κόσμο και κοσμάκη!
Ο παλιάνθρωπος αυτός που λέτε, που ακόμη και σήμερα δεν θέλω να πω ή ν’ ακούσω τ’ όνομά του, τόσο πολύ τον σιχαίνομαι, είχε βάλει στο μάτι μια όμορφη κοπέλα, να την πιεις στο ποτήρι, τόσο όμορφη ήταν, τη Διαμάντω, ξέρεις, του κυρ-Αργύρη, πρέπει να τον θυμάσαι τον πατέρα της, σε χόρευε στην αγκαλιά του, όταν ήσουνα μικρός και συ του τραβούσες τα μουστάκια και ξεκαρδιζόσουνα στα γέλια, τόσο αστείο σου φαινόταν! Κι εμείς βέβαια γελάγαμε με τη σειρά μας γιατί ήσουνα αστείος πραγματικά.
Ο προδότης την πίεζε φορτικά τη Διαμάντω, χρησιμοποιώντας και τη δύναμη των γνωριμιών του αλλά εκείνη πού να του δώσει σημασία, ήταν ερωτευμένη με τον Τάκη κι όπως μαθεύτηκε αργότερα κι εκείνος την αγαπούσε και την πρόσεχε περισσότερο κι από τον εαυτό του. ΄Ηταν εξάλλου γείτονες και μπορούσαν να μιλάνε χωρίς να τους παρεξηγεί κανείς.
Αυτό το έμαθε κάποια στιγμή ο ρουφιάνος, κανείς δεν ξέρει πώς, και για να τον βγάλει από τη μέση για πάντα είπε ψέματα στους Ιταλούς, πως ο Τάκης δηλαδή ήταν στην αντίσταση και ετοίμαζε κάτι σπουδαίο εναντίον τους με τους ομοϊδεάτες του, τους κομουνιστές και θάπρεπε να κάνουν κάτι για να μη βρεθούν προ απροόπτου. Και στο χωριό, τους είπε, είχε έρθει γι’ αυτό ακριβώς το σκοπό, για να μαζέψει πληροφορίες ώστε την κατάλληλη στιγμή να είναι έτοιμος να τις χρησιμοποιήσει και να τους χτυπήσει. ΄Αλλωστε, τους είπε, γιατί ήρθε εδώ, σ’ αυτό το χωριό που δεν έχει κανέναν συγγενή;
Το τελευταίο επιχείρημα τους φάνηκε πειστικό και χωρίς να καλοεξετάσουν τα πράγματα οι Ιταλοί τον έπιασαν αμέσως και τον εκτέλεσαν μαζί με δυο άλλους πατριώτες που είχαν συλλάβει εκείνη την εποχή σε ενέδρα.
΄Ετσι χάθηκε το παλικάρι, έτσι χάθηκε για λίγο ο κόσμος απ’ τα μάτια μας και το κλάμα δεν έλεγε να σταματήσει για μέρες στο χωριό.
΄Επρεπε να έβλεπες τη λεβεντιά του την ώρα του θανάτου του για να καταλάβεις τι άνθρωπος ήταν! ΄Ανοιξε προκλητικά το πουκάμισό του, γύμνωσε περήφανα το στήθος του και φώναξε με όλη τη δύναμη της ψυχής του και δίχως να φοβηθεί τίποτα και κανέναν: «χτυπάτε, άνανδροι κοκορόφτεροι αντρίκια Ελληνικά κορμιά και συ γελοίε προδότη πού θα κρυφτείς για να γλυτώσεις όταν τελειώσει ο πόλεμος;» Η ομοβροντία τον ξάπλωσε κάτω στο χώμα μαζί με τους δύο άλλους πατριώτες που ήταν μαζί του αλλά ο δολοφόνος, όπως σας είναι πια γνωστό, δεν έπαθε τίποτα μέχρι τώρα γιατί τα πράγματα ήρθαν αλλιώς όταν έφυγαν για πάντα οι κατακτητές.
- Ναι, γιαγιά, τη διέκοψα, μπορεί να ήρθε τώρα η ώρα που προφήτεψε ο Τάκης.
Η γριά με κοίταξε περίεργα, σαν κάτι να περίμενε ν’ ακούσει, εγώ δεν είπα τίποτα όμως κι έτσι συνέχισε σε λίγο την αφήγησή της για τα παιδικά χρόνια του πατέρα μου.
- Η Διαμάντω δεν άντεξε τον πόνο, συνέχισε η γιαγιά, το χτύπημα ήταν βαρύ, πήρε τους δρόμους γυμνή και απροστάτευτη, τρελάθηκε και πέθανε πριν από λίγα χρόνια. Πάει, ησύχασε η καημένη, πήγε να βρει και πάλι το μεγάλο έρωτά της. Ο πατέρας της είχε πάει λίγο πιο πριν από το μεγάλο μαράζι, δε μπορούσε ν’ αντέξει την κατάντια του μονάκριβου παιδιού του.
Αυτές είναι λοιπόν οι παλιές ιστορίες που θυμήθηκα και σ’ ενόχλησαν τόσο, είπε η γιαγιά, έτσι έφυγε ο κυρ-Αργύρης, έτσι έφυγαν τόσοι και τόσοι, έτσι έφυγε κι ο πατέρας του Τάκη και η μάννα του, πώς ν’ αντέξουν τόσο πόνο και τόση δυστυχία κι αυτά βέβαια είναι λίγα από τα πολλά κακά που προκάλεσε ο παλιάνθρωπος αυτός. Πού να σας εξιστορήσω και πόσα άλλα έκανε και κάνει ακόμη, αφού οι όμοιοί του ήταν μέχρι τώρα στην εξουσία και δεν τιμώρησαν ποτέ κανέναν για τα εγκλήματά του. Εγκληματίες είναι όλοι τους.
Αυτή η ιστορία μας έκανε τρομερή εντύπωση και μετανιώσαμε πικρά για όσα είχαμε κάνει της Διαμάντως στο παρελθόν από άγνοια και παιδική κακία, όταν ερχόμαστε στο χωριό για διακοπές. Τώρα καταλαβαίναμε και το νόημα ενός σπαρακτικού τραγουδιού που την ακούγαμε να το τραγουδάει κάποιες νύχτες με φεγγαρόφωτο και την περιγελούσαμε κι έτσι καταλάβαμε γιατί οι συγχωριανοί της την σέβονταν τόσο και μας μάλωναν όταν την πειράζαμε.
- Καλά ρε μάννα, ρώτησε ο πατέρας μου, πώς και δεν τιμωρήθηκε ποτέ ο άνθρωπος αυτός, αφού όλα είναι γνωστά και τίποτα κρυφό;
Η γιαγιά μου γέλασε σαρκαστικά και με μια ελαφριά δόση κακίας, θα έλεγα.
- Ποιος να τον τιμωρήσει παιδάκι μου, είπε, εσύ έλειψες πολλά χρόνια στο εξωτερικό και δεν τα γνώρισες τα πράγματα αυτά. Κοίτα να τα μπαλώσεις τώρα με τη βλακεία που έκανες γιατί δεν σε βλέπω να γλυτώνεις με τίποτα, οι άνθρωποι αυτοί δεν ξεχνούν ποτέ, τόσο μνησίκακοι είναι!
Πραγματικά, μετά από λίγα λεπτά της ώρας χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας κι η μικρή μου αδελφή έτρεξε κι άνοιξε αμέσως την πόρτα χωρίς να προλάβει κανείς να πει τίποτα. Στο άνοιγμά της φάνηκαν οι σκοτεινές σιλουέτες δύο άγνωστων αντρών που ερευνούσαν αδιάκριτα το χώρο. Μαζί τους ήταν κι ένας γνωστός μας χωροφύλακας.
- Είναι ο κύριος Γιώργος εδώ, ρώτησε το γνωστό μας όργανο διστακτικά, ο κύριος διοικητής λέει ότι πρέπει να τον πάμε αμέσως στο τμήμα για υπόθεσή του.
Ο πατέρας μου είχε παγώσει από το φόβο του και κοιτούσε με απόγνωση τη γιαγιά μου σα να ήθελε να πάρει τη γνώμη της για το τι έπρεπε να κάνει.
- Τα βλέπεις, του είπε απτόητη αυτή και με μια μικρή δόση χαιρεκακίας. Στάλεγα, δεν στάλεγα; Πήγαινε τώρα, μη φοβάσαι. Δε μπορείς να κάνεις τίποτα άλλωστε τούτη τη στιγμή. Και σεις, γύρισε απότομα σ’ εμάς λες και είμαστε εμείς υπεύθυνοι για την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί και σαν να έπαιρνε από μόνη της την ηγεσία της οικογένειας από εδώ και πέρα, τσιμουδιά μέχρι να γυρίσει πίσω ο πατέρας σας. Δεν είδατε και δεν ακούσατε τίποτα!
Ο πατέρας φυσικά δεν γύρισε αμέσως στο σπίτι του αλλά ταλαιπωρήθηκε αρκετά, όσο δεν είχε ταλαιπωρηθεί ποτέ μέχρι τότε στη ζωή του. ΄Εμεινε για κάμποσο στη φυλακή, μετά στην εξορία σ’ ένα γνωστό ξερονήσι, κάποτε γύρισε και σ’ εμάς, αγνώριστος από όσα είχε τραβήξει. ΄Ηταν αμίλητος και σκοτεινός, ένας άλλος άνθρωπος.
΄Ένα μήνα μετά τη σύλληψη του πατέρα μου ο λεγάμενος βρέθηκε νεκρός, με το κεφάλι του θρύψαλα από το χτύπημα μιας μεγάλης πέτρας που βρέθηκε στο πλευρό του. Κανείς δεν έμαθε ποτέ ποιος ήταν ο φονιάς παρόλο που η αστυνομία λύσσαξε απ’ το κακό της που δε μπορούσε να τον βρει.
Ακούστηκαν πολλά τότε μα τίποτα με σιγουριά. Κάτι είπαν για τον αδελφό ενός εκτελεσμένου στα χρόνια της Κατοχής που έλλειπε χρόνια στο εξωτερικό και είχε επιστρέψει πρόσφατα στην πατρίδα. Τον κάλεσε κι αυτόν η αστυνομία, όπως και πολλούς άλλους, τον ανέκρινε με επιμονή, δεν βρήκε όμως τίποτα επιλήψιμο στη συμπεριφορά του. ΄Αλλωστε, ήταν σα να έψαχνες ψύλλο στ’ άχυρα, όπως είπε προσφυώς κάποιος, αφού όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του χωριού και πολλοί των γειτονικών είχαν κάποιο λόγο σοβαρό για να τον δολοφονήσουν.
- ΄Οποιος και να τον σκότωσε καλά έκανε, είπε η γιαγιά μόλις το έμαθε, γιατί δεν πρόκειται ο τρισκατάρατος να ταλαιπωρήσει κανέναν άλλο ανθρωπάκο, όπως έκανε πάντα. Εμείς όμως πες μου τι κάνουμε μέχρι να βγει ο πατέρας σου από τη φυλακή.
Ο πατέρας μου δεν βγήκε βέβαια από τη φυλακή αλλά δυο τρία χρόνια ακόμη τράβηξε των παθών του τον τάραχο. Η γιαγιά όμως ήταν μια δυναμική γυναίκα που τα πήρε όλα πάνω της και μας έδινε και σ’ εμάς το κουράγιο που χρειαζόταν για να τα βγάλουμε πέρα με τις δύσκολες καταστάσεις που ακολούθησαν μια και η μάνα μας δε μπορούσε να παίξει αυτό το ρόλο εκείνο τον καιρό έτσι αδύναμη που ήταν. Η υγεία της εξάλλου είχε επιδεινωθεί μετά τη σύλληψη του πατέρα και δεν άντεξε στο τέλος, μετά από λίγο καιρό μας άφησε για πάντα.
Εγώ όμως ήμουν εκεί, ο πιο ψύχραιμος από ολόκληρη την οικογένεια κι ο πιο σκληρός μετά τη γιαγιά. ΄Ισως γιατί ήξερα κάτι που δεν ήξερε κανένας άλλος και δεν θα το μάθει ποτέ κανείς! Ούτε κι η γιαγιά! Στην πραγματικότητα ήμουν ο μόνος που γνώριζε το δολοφόνο του δοσίλογου κι αυτό γιατί με την πέτρα τον χτύπησα εγώ θανάσιμα στο κεφάλι και κανένας άλλος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου