Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2009

Ο καπνός

Του Ανδρέα Φουσκαρίνη



΄Έξι Αυγούστου 1945. Η μέρα που γεννήθηκα σημαδεύτηκε από ένα εξαιρετικό γεγονός που επέδρασε τα μέγιστα στην παγκόσμια πολιτική σκηνή και ιστορία: στην άλλη άκρη της Ασίας και συγκεκριμένα στην Ιαπωνία φύτρωσε ένα τεράστιο μανιτάρι καπνού που σε κλάσματα δευτερολέπτου μεγάλωσε τόσο που η οσμή του γέμισε ολόκληρη τη Γη με ένα μόνιμο και ορατό ανά πάσα στιγμή φόβο. Το φόβο ενός μελλοντικού παγκόσμιου πολέμου που θα σάρωνε τα πάντα στο πέρασμά του. Τη στιγμή ακριβώς αυτή μου έκοβε τον ομφάλιο λώρο και τον έδενε με προσοχή χαρακτηριστική στην κοιλιακή μου χώρα η πραχτική μαμή που ξεγέννησε με επιτυχία την πρόωρα γερασμένη από τις κακουχίες και τις συχνές επισκέψεις του Χάρου μάνα μου.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι επιστημονικά δεν είναι απόλυτα βεβαιωμένο ότι την πρώτη κιόλας μέρα της ζωής μου ένιωσα κι εγώ πραγματικά τη μυρωδιά ή τη γεύση του καπνού με τις ατελείς αισθήσεις μου. ΄Όμως είναι γεγονός ότι η μυρωδιά αυτή με ακολούθησε κατά πόδας σε ολόκληρη τη μετέπειτα ζωή μου σαν αναπόσπαστο από αυτή στοιχείο της κι απ’ όσα βλέπω και σήμερα είμαι βέβαιος ότι δεν πρόκειται να με εγκαταλείψει ποτέ τουλάχιστον ως τον θάνατό μου. Και θα σας πω το γιατί για να μη νομίσει κανείς ότι υπερβάλλω για λογοτεχνικούς λόγους.
Τρία χρόνια λοιπόν μετά τη γέννησή μου ένιωσα και πάλι όχι μόνο την οσμή ή τη γεύση του καπνού αλλά και την αφή και την όψη του κι αυτό αποτέλεσε μια μοναδική εμπειρία που ζυμώθηκε για πάντα με ολόκληρη την ύπαρξή μου. ΄Ήταν ένας καπνός, μια μαυρίλα που υψώθηκε ως τον ουρανό και σκέπασε τα πάντα γύρω μου για κάποιο διάστημα και δεν είχε φυσικά καμία σχέση με την υπέροχη τσίκνα που διαχεόταν στην ατμόσφαιρα και γαργαλούσε μαυλιστικά τις μύτες των πιστών στις θυσίες με τις οποίες τιμούσαν τους αρχαίους θεούς ή ακόμη και με τη λεπτή γραμμή που αφήνει πίσω του το κάψιμο του μαλακού κεριού στις μισοσκότεινες και άκρως υποβλητικές χριστιανικές εκκλησίες.
Την ημέρα αυτή τη θυμάμαι πάρα πολύ καλά κι ας ήμουν μόνο τριών χρόνων και με αδιαμόρφωτη ακόμη μνήμη κι ας λένε πολλοί πως τάχα από τις πολλές φορές που άκουσα να διηγούνται τα γεγονότα εντυπώθηκαν τόσο βαθιά μέσα μου που πήραν τη μόνιμη θέση ισχυρότατου βιώματος. Εξάλλου δεν είναι μόνο ο καπνός, υπήρξαν κι άλλα πράγματα που θυμάμαι, κάτι άγριες μορφές αδίστακτων δολοφόνων, ξερακιανές και ρουφηγμένες από την ταλαιπωρία και το μίσος που ζωγραφιζόταν στα πρόσωπά τους, που έφερναν, παρόλο που τους χώριζαν τόσα, στα πρόσωπα των αγίων που βλέπουμε ζωγραφισμένα στους τοίχους των εκκλησιών με την αυστηρή και αλύγιστη έκφραση που η Παλαιολόγεια αναγέννηση του 14ου και του 15ου αιώνα δεν μπόρεσε ή δεν πρόλαβε να απαλύνει γιατί άλλοι αγριότεροι λαοί επικράτησαν στη Βαλκανική χερσόνησο, θυμάμαι ακόμη τις φωνές τους λοιπόν, ό,τι κι αν μου πείτε, άγριες και αυταρχικές, που σκορπούσαν από μόνες τους τον τρόμο, που δεν επιδέχονταν αντίρρηση ή παράκληση, αυτά τους εξαγρίωναν περισσότερο και μάλιστα αναρωτιόμουνα τότε πώς μπορούσαν να το κάνουν αυτό, πού βρισκόταν τόση δύναμη και τέτοια αγριάδα σε τόσο αδύναμα κορμιά, από πού αντλούσαν τέλος πάντων τέτοια υπεροχή, θυμάμαι, λες και ήταν χθες, τις απειλές και τις φοβέρες που εξαπέλυαν κατά του πατέρα μου που εκείνη την ημέρα, ευτυχώς γι’ αυτόν αλλά και για την οικογένειά μου, έλειπε στο μικρό του χωράφι όπου έσπερνε λίγο στάρι για το λιγοστό ψωμάκι της χρονιάς τη στιγμή ακριβώς που το σπίτι μας, παλιό αλλά γερό φτάνει να είχε τη φροντίδα μας, το σπίτι μας καιγόταν σαν λαμπάδα κι εγώ, ανήμπορος και αδαής, είχα ζαρώσει μόνος μου σε μια γωνιά, με τα μάτια διάπλατα ανοιγμένα από τον φόβο και κόκκινα από την πύρα της φωτιάς, με το τσούξιμο από τη δράση του καπνού να μη μ’ αφήνει να ησυχάσω, με το βουβό μου κλάμα να μου κατατρώει τα σωθικά και τέλος θυμάμαι ακόμη το φοβερό τριζοβόλημα των ξύλων, τον εκκωφαντικό θόρυβο των τζατουμάδων που σωριάζονταν καταγής και τις απεγνωσμένες, τις γεμάτες απελπισία κραυγές της μάνας μου και ύστερα, όταν όλοι είχαν φύγει και τα πάντα είχαν ηρεμήσει όπως μετά από καταιγίδα, την ηρωική της εγκαρτέρηση και το σιγανό, διακριτικό και γεμάτο αξιοπρέπεια κλάμα της.
Αυτό που είχε ιδιαίτερη σημασία για μένα και εξακολουθεί να είναι κυρίαρχο στη σκέψη μου ακόμη και σήμερα, σαράντα χρόνια μετά, είναι το γεγονός ότι δεν ξεστόμισε ούτε ένα κακό λόγο για τους εμπρηστές κι ας είχε όλα τα δίκαια δικά της για να το κάνει, τη στιγμή που εγώ μάλιστα τους έβριζα και τους απειλούσα εκ του ασφαλούς όταν είχαν φύγει πλέον μακριά παριστάνοντας το παλικάρι, ούτε μια φορά δεν καταράστηκε κανέναν τους, όπως οι αγράμματες γυναίκες της τάξης της κι ούτε πάλι είπε έστω και μια άσχημη κουβέντα για τον πρώτο μου ξάδελφο, τον Τέλη, που είχε φύγει αντάρτης στα βουνά εντελώς ξαφνικά και χωρίς να ρωτήσει κανέναν μεγαλύτερό του και που στο μεταξύ είχε αναδειχθεί σε ηγέτη πρώτου μεγέθους σχεδόν και γι’ αυτό, ίσως, για να τον εκδικηθούν δηλαδή έκαψαν το σπίτι μας κατά πάγια τακτική και συνήθεια της εποχής μαζί με το σπίτι του πρόωρα γερασμένου πατέρα του που μέτραγε μέρες πια απ’ τη ζωή του που σε λίγες μέρες θα την έχανε, όταν θα του μιλούσαν χωρίς υπεκφυγές για το θάνατο του γιου του στα βουνά των Καλαβρύτων.
Αντίθετα, και εδώ βρίσκεται ακριβώς το πραγματικό της μεγαλείο , υπόμεινε τα πάντα με θάρρος και εγκαρτέρηση που κατέπληξαν τους φοβισμένους συγχωριανούς της και, όταν ο πατέρας μου γύρισε από το χωράφι στο τέλος αυτής της ημέρας και είδε με τα ίδια του τα μάτια τα έρμα αποκαΐδια του σπιτιού του και άρχιζε να βυθίζεται σιγά σιγά στη μαύρη απελπισία που κάποτε τον οδήγησε στο θάνατο, ήταν εκείνη που προσπάθησε να του δώσει αμέσως θάρρος και κουράγιο και δύναμη για να ξεπεράσει με επιτυχία την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί λέγοντάς του την κοινότοπη αλλά σοφή κουβέντα ότι δεν κάνουν τα σπίτια τους ανθρώπους αλλά οι άνθρωποι τα σπίτια και γι’ αυτό θα πρέπει να σταθεί όρθιος γιατί έχει μεγάλη οικογένεια και παιδιά που πρέπει να ζήσουν ό,τι κι αν συμβεί στο μέλλον. Στο τέλος, ύστερα από πολλές προσπάθειες, κατάφερε να τον παρηγορήσει, να μαλακώσει λίγο τον πόνο του και να του ελαφρώσει κάπως την καρδιά ενώ μέσα της, είμαι απολύτως βέβαιος γι’ αυτό γιατί σιγά σιγά μεγαλώνοντας την έμαθα καλά, σπάραζε η ίδια από το δικό της πόνο, την απόγνωση και την αγωνία που τη βασάνιζε καθημερινά και της έτρωγε τα σωθικά για το άγνωστο που μας περίμενε.
Ομολογώ ( και δεν το κρύβω καθόλου βέβαια ) ότι από τότε και μέχρι σήμερα που δεν ζει πια τη θαύμαζα και εξακολουθώ να την θαυμάζω όσο κανέναν άλλο από τους ανθρώπους που γνώρισα ως τώρα στη ζωή μου και θα εξακολουθήσω να την θαυμάζω στον αιώνα τον άπαντα για την υπέροχη εκείνη δύναμη που έκρυβε μέσα της ώστε να μπορεί να αποκρύπτει από όλους με αληθοφάνεια πειστική κάθε δυσάρεστη ή σκληρή σκέψη, εικόνα ή πράξη ώστε να μην απογοητευόμαστε από τις δυσκολίες που συναντούσαμε καθημερινά τη σκληρή αυτή εποχή μετά τον εμφύλιο πόλεμο και τους αλληλοσκοτωμούς και να συνεχίσουμε να ζούμε υποφερτά τα χρόνια που ακολούθησαν. Ακόμα και την ύστατη ώρα, όταν ο θάνατος που ερχόταν ακάθεκτος της πάγωνε σιγά σιγά τα μέλη, μας χαμογελούσε γλυκά, με μεγάλη βέβαια προσπάθεια, είναι γεγονός αναμφισβήτητο, όμως μας χαμογελούσε μέχρι την τελευταία της στιγμή για να μας ενισχύσει ψυχικά, να μας δώσει κουράγιο ενώ εκείνη το είχε μεγαλύτερη ανάγκη. Και τελικά έφυγε με περηφάνια αφήνοντάς μας ως ιερή παρακαταθήκη το ελπιδοφόρο της χαμόγελο και μάλιστα την ώρα του πόνου και του σπαραγμού όταν σκεπτόταν πως δεν μπόρεσε να δει, έστω και για τελευταία φορά στη ζωή της τα τρία παιδιά της και τα πολυάριθμα εγγόνια της που έλειπαν χρόνια στην ξενιτιά και που κανένα τους δεν κατάφερε ποτέ να επιστρέψει στην πατρίδα παρά τον διακαή τους πόθο για το νόστο που τους έτρωγε την ψυχή καθημερινά και δεν τους άφηνε ποτέ να ηρεμήσουν
κι έμειναν τελικά στην ξένη Γη για πάντα, ταλαίπωροι και δυστυχείς σε ολόκληρη τη ζωή τους.
Το σκηνικό της φωτιάς και του καπνού δεν είχε τελειώσει όμως εντελώς για μένα, επρόκειτο να στηθεί για μια ακόμα φορά, και ελπίζω να είναι η τελευταία γιατί απόκαμα πια και δεν αντέχω άλλο, επρόκειτο να στηθεί λοιπόν στο μαγαζάκι που με χίλιες στερήσεις και σκληρούς αγώνες και αγωνίες είχε κατορθώσει να φτιάξει ο πατέρας μου. Η μάνα μου δεν ζούσε όταν συνέβη το γεγονός! Πήρε φωτιά, όχι από μόνο του βέβαια, ήταν ολοφάνερο ότι επρόκειτο για εμπρησμό, η αστυνομία είπαν κάποιοι για χάρη του τουρισμού, ποιος ξέρει, έβαλαν κάποιον να το κάνει. Δεν αποκαλύφτηκε βέβαια ποτέ η αλήθεια όμως όλοι έλεγαν το όνομα ενός μακρινού συγγενή μας που μεθυσμένος κάποτε πνίγηκε σε μια κουταλιά νερό στο δρόμο, όπως έπεσε μπρούμυτα στη λακκούβα που είχε σχηματίσει η βροχή κι αδύναμος από το μεθύσι δεν μπόρεσε να αντιδράσει πάει. Τον τιμώρησε η Θεία Δίκη, είπε μια θεία μου, αδελφή του πατέρα μου, το μαγαζί όμως έγινε στάχτη και μαζί του έγινε παρανάλωμα του πυρός και ο πατέρας μου στην απελπισμένη του προσπάθειά να περισώσει κάποια πολύτιμα γι’ αυτόν έγγραφα και ό,τι άλλο του χρειαζόταν που κάηκαν κι αυτά μαζί του.
Θα μου πείτε πώς έγινε και τα θυμήθηκα όλα αυτά σήμερα. Μήπως ξέρω κι εγώ για να σας το πω με βεβαιότητα; Φαίνεται ότι η διαρκής παρουσία του καπνού στη ζωή μου μου άφησε ζωντανές όλες αυτές τις μνήμες μέσα μου, η μυρωδιά που αφήνουν πίσω τους τα αποκαΐδια μιας ολόκληρης ζωής, όταν σκορπίζουν με το πρώτο φύσημα του αέρα και κατακλύζουν την ατμόσφαιρα και την κάνουν δύσοσμη και αποπνικτική, ανυπόφορη για σένα και για τους άλλους, και δεν σου επιτρέπει να ξεχάσεις τίποτα και ποτέ.
Τα αποκαΐδια μιας ζωής λοιπόν διαλυμένης, σκορπισμένης στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, μιας ζωής που τώρα βαδίζει προς το τέλος της, ευτυχώς, θεληματικά και αβίαστα και αγγίζει για τελευταία ίσως φορά τα σύννεφα του καπνού που την σκεπάζουν ολοκληρωτικά, που τώρα νιώθει το κενό που την περιτριγυρίζει και θέλει να αποχωρήσει, και που είναι ταυτόχρονα τα πραγματικά αποκαΐδια της εποχής και του κόσμου μας!
Τούτη τη γεύση του καπνού την έβρισκα πάντα μπροστά μου, ό,τι κι αν έκανα στη ζωή μου, σε κάθε μου βήμα να μου φράζει το δρόμο, όπως τον έφραζε την ίδια στιγμή και σε χιλιάδες άλλους ανθρώπους της γενιάς μου που σέρναμε τα βήματά μας κάτω από το αυστηρό βλέμμα του ίδιου παγωμένου ήλιου, της ίδιας σκοτεινής σελήνης. Βέβαια για ό,τι μου συνέβη ή πρόκειται να μου συμβεί για όσο θα ζω ακόμη έχω ακέραια την ευθύνη και κτήμα μου εσαεί τη γεύση του καπνού στα χείλη, αρχή και τέλος μιας ζωής που δεν έζησα κατά πως θα ήθελα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου