Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

Απρόβλεπτη συνεύρεση


 

Του Ανδρέα Φουσκαρίνη

 

   Οι περιγραφές του  παιδικού του φίλου, του Γαβρίλη, του είχαν κεντρίσει το ενδιαφέρον. Του είχαν διεγείρει, θα έλεγα χωρίς καμία επιφύλαξη, τα εγκεφαλικά του κύτταρα στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Ήταν έτοιμος να υποκύψει αμέσως στην πιο δελεαστική, ερωτική πρόταση που θα του έκανε.

   - Δεν μπορείς να φανταστείς τι έζησα μ’ αυτό το κορίτσι! Του είπε στο τέλος κι έτρεμε σύγκορμος από αγαλλίαση στη θύμηση των στιγμών που πέρασε μαζί της. ΄Ηταν καταπληκτική! Σου κάνει τα πάντα, συνέχισε με το ίδιο πάθος, ό,τι της ζητήσεις κι όποτε της το ζητήσεις. Δεν έχει κανέναν απολύτως ενδοιασμό. Φτάνει το τίμημα να είναι ικανοποιητικό.

   Σταμάτησε για λίγο να μιλάει, για να αναπολήσει, ίσως, μερικές από τις στιγμές εκείνες τις γεμάτες από απόλαυση και ηδονή και συνέχισε αμέσως μετά.

   _ Μου τη σύστησε ένας φίλος, όταν έμαθε ότι θα διανυχτέρευα στην Πάτρα. «Θα σου μείνει αξέχαστη η εμπειρία», μου είπε. Και δεν είχε άδικο, βέβαια! Σκέφτομαι μάλιστα να κάνω μία στάση αύριο κιόλας που θα ταξιδεύω για την Αθήνα.

   Ο Πέτρος τον κοίταγε με θαυμασμό και ζήλεια και περίμενε  με αδημονία τη συνέχεια. Είχαν χρόνια να ιδωθούν, οι δρόμοι τους είχαν χωρίσει από τότε που αποφοίτησαν από το Λύκειο της πόλης τους, ο ένας έζησε για χρόνια στο εξωτερικό, στη Γενεύη κι είχε γυρίσει τον τελευταίο καιρό στην πατρίδα, ως στέλεχος μιας πολυεθνικής που άνοιξε παράρτημα στην Ελλάδα και ζούσε από τότε στην Αθήνα κι ο άλλος παρέμεινε όλο τον καιρό στη γενέτειρα πόλη, όπου είχε δημιουργήσει οικογένεια και περιουσία αξιοσέβαστη.

   - Λοιπόν; Δεν θα μου πεις τίποτ’ άλλο; Ρώτησε τον φίλο του.

   - Τι άλλο θες να μάθεις; Τον ρώτησε εκείνος. Σου είπα ότι κάνει τα πάντα, ό,τι της ζητήσεις. Τι άλλο θέλεις; Και μετά από μια μικρή διακοπή, είναι μόλις είκοσι χρόνων, φοιτήτρια της αρχιτεκτονικής, μορφωμένη γυναίκα, που ξέρει να κάνει σχέδια, του είπε.

   Την τελευταία φράση την τόνισε κάπως ιδιαίτερα, σαν να ήθελε να της δώσει κάποιο ξεχωριστό νόημα.

   «Στην ηλικία της κόρης μου», σκέφτηκε στη στιγμή ο Πέτρος, «και μάλιστα φοιτήτρια κι αυτή της αρχιτεκτονικής. Θα γνωρίζονται ίσως». Απόδιωξε αμέσως τη σκέψη από το μυαλό του, γιατί του ήταν ιδιαίτερα ενοχλητική.

   - Θα σου δώσω το τηλέφωνο, συνέχισε απτόητος ο άλλος που δεν είχε καταλάβει τίποτα από τις σκέψεις που διαπερνούσαν το μυαλό του παλιού του φίλου και συμμαθητή, με το οποίο θα έρθεις ο ίδιος σε επαφή για να κανονίσεις τα πάντα σύμφωνα με τις επιθυμίες σου.

   ΄Ετσι κι έγινε και χωρίστηκαν, με την υπόσχεση να τον γνωρίσει με την οικογένειά του, τη γυναίκα του και τη μοναχοκόρη του, την επόμενη φορά που θα συναντιόνταν.

 

************

   Μετά από λίγες ημέρες τηλεφώνησε, όλος χαρά, στον αριθμό που του είχε δώσει ο Γαβρίλης. Του αποκρίθηκε μια αντρική φωνή, όλο ευγένεια και νάζι. Κανόνισαν μαζί τα πάντα, όλες τις λεπτομέρειες, όπως τις ζήτησε ο Πέτρος.

   - Θέλω να με περιμένει γυμνή, ολόγυμνη, του είπε, στο κρεβάτι, με μία μάσκα στο πρόσωπο κι εγώ να μπω, μασκοφορεμένος επίσης, από τη μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου και να γδυθώ, χωρίς να χρειαστεί να χτυπάω κουδούνια και τέτοια. Τα υπόλοιπα θα τα συζητήσω με την ίδια.

   Βρέθηκαν σύμφωνοι σε όλα, για το ποσόν της αμοιβής, τον τρόπο της πληρωμής, τη μέρα και την ώρα και φυσικά το ξενοδοχείο και τον αριθμό του δωματίου.

   - Δωμάτιο 302, του είπε η άγνωστη φωνή, μην το ξεχάσετε κι έκλεισε αμέσως το τηλέφωνο.

 

**********

   Τις επόμενες ημέρες, μέχρι να έρθει η στιγμή που είχε κανονίσει, ζούσε, όπως μέσα σ’ ένα όνειρο. Στην πραγματικότητα ζούσε μόνο για την ημέρα, την ώρα και τη στιγμή για την οποία άκουσε τόσα από τον παλιό του φίλο. Όλα τα υπόλοιπα του ήταν αδιάφορα, ακόμη και η δουλειά του.

   Πλύθηκε, ξυρίστηκε, αρωματίστηκε, στολίστηκε και ξεκίνησε για τη μεγάλη στιγμή. ΄Εφτασε στο ξενοδοχείο, μπήκε στο ασανσέρ και ανέβηκε στον τρίτο όροφο. Βγήκε σ’ ένα μακρύ διάδρομο. Δεξιά και αριστερά τα δωμάτια κλειστά. Στο τέλος του διαδρόμου μόνο, από τη δεξιά πλευρά, υπήρχε ένα που η πόρτα του ήταν μισάνοιχτη. «Αυτό θα είναι», σκέφτηκε και κατευθύνθηκε προς τα εκεί. ΄Ηταν όντως το 302, ο προορισμός του.

   Σταμάτησε, να πάρει μια ανάσα. Η καρδιά του πετάριζε, όπως τότε που μικρό παιδί διάβηκε για πρώτη φορά στη ζωή του την πόρτα του πορνείου της γειτονιάς του. «Χριστός και Παναγία!», μονολόγησε, «Τι έπαθα στα καλά καθούμενα»;

   ΄Εσπρωξε μαλακά την πόρτα για να τον χωρέσει, ήταν περισσότερο από όσο έπρεπε χοντρός, και φόρεσε αμέσως τη μάσκα του. Μια μαύρη μάσκα Ζορό. Πέταξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε τα ρούχα του και κοίταξε με λαχτάρα το μεγάλο κρεβάτι. Μια νεαρή γυναίκα ήταν ξαπλωμένη εκεί, γυμνή, όπως τη γέννησε η μάνα της με το αιδοίο όμως ξυρισμένο σε σχήμα καρδιάς. «Θα είναι η καινούργια μόδα», σκέφτηκε, «η προσφορά του καταστήματος», και όρμησε αμέσως κατά πάνω της, «ευκαιρία να μπω και στην καρδιά της».

   ΄Εχυσε προτού προλάβει να μπει καλά-καλά μέσα της. Φοβήθηκε μήπως την απογοήτευσε.

   - Θα το κάνουμε και πάλι, της είπε τρυφερά για να την καθησυχάσει.

   Μετά από λίγο την ξαναπήρε. Με μεγαλύτερη ηρεμία τώρα και με συγκρατημένο, ελεγχόμενο  πάθος. ΄Ενιωσε καλύτερα από όσο την πρώτη φορά.

   - Τι απόλαυση, Θεέ μου, συλλογίστηκε, ενώ η ηδονή που του προξενούσε η αντίσταση που συναντούσε το πέος του, καθώς παλινδρομούσε, στον κόλπο της γυναίκας κόντευαν να τον τρελάνουν. «Σχεδόν παρθένα», συλλογίστηκε αλλά δεν μίλησε για να μην χαλάσει την ατμόσφαιρα που νόμιζε ότι είχε δημιουργηθεί.

   Δεν θυμόταν να είχε νιώσει άλλη φορά στο παρελθόν τέτοια ηδονή. Σε αυτό είχε συντελέσει βέβαια και η προσπάθεια της γυναίκας που κατόρθωσε να ανταποκριθεί αμέσως χωρίς να χρειαστεί να προσποιηθεί πάλι οργασμό, όπως την πρώτη φορά. ΄Εχυσαν ταυτόχρονα και οι δύο.

   - Και τώρα, κάτω οι μάσκες, φώναξε ο άντρας έτσι, όπως θα φώναζε ο κατακτητής ενός απόρθητου κάστρου την ώρα της παράδοσής του, κατάκοπος και εξαντλημένος από τη συνεχόμενη προσπάθεια.

   ΄Εβγαλαν και οι δυο τις μάσκες. Σχεδόν την ίδια στιγμή. Ευχαριστημένοι ο ένας από τον άλλο. Και τότε πάγωσαν και οι δυο, βλέποντας ο ένας τη μονάκριβη κόρη του και η άλλη τον πολυαγαπημένο της πατέρα σε ολόκληρο το γυμνό τους μεγαλείο.

   - Ηρώ!

   - Μπαμπά!

   Δεν είπαν τίποτ’ άλλο. Τι να πουν άλλωστε; Ντύθηκαν στα γρήγορα και με το κεφάλι σκυφτό κατευθύνθηκαν στην έξοδο του ξενοδοχείου και στο οικογενειακό αυτοκίνητο για να πάνε, αμίλητοι, περίλυποι και δυστυχισμένοι, στο σπίτι τους. Απελπισμένοι έως θανάτου.

   Κάποια στιγμή γύρισε ο πατέρας της, καθώς το βαρύ αυτοκίνητο κατάπινε ξεκούραστα τα χιλιόμετρα, και την κοίταξε στα μάτια.

  - Από πότε τόχεις ξυρισμένο το μουνί σου, τη ρώτησε, χωρίς να ξέρει και ο ίδιος γιατί, η μάνα σου το ξέρει; Δεν μου είπε τίποτα ποτέ!

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου