Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2009

Ο νεαρός υδραυλικός ή οι θαυματουργές ιδιότητες του έρωτα

Πολλές φορές συμβαίνει να ακούς μια ιστορία που να σου κεντρίζει ιδιαίτερα το ενδιαφέρον και να θες να την αφηγηθείς στη συνέχεια με τον δικό σου τρόπο αλλά κάτι σε κρατάει και σε εμποδίζει να το κάνεις. Νομίζεις ότι την έχεις ξαναπεί εσύ ο ίδιος ή κάποιος άλλος αλλά, δυστυχώς, δεν θυμάσαι τίποτε απολύτως και, φυσικά, δεν θέλεις να γίνεις η ηχώ ενός άλλου ή και του εαυτού σου ακόμη, γιατί δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα στη συγγραφή από την αλόγιστη επανάληψη της ίδιας πάντα ιστορίας παρόλο που επικρατεί βέβαια η αντίληψη ότι οι παλαιότεροι και μάλιστα οι Αρχαίοι Έλληνες έχουν πει τα πάντα. Οπότε τι θέλει ο νεότερος;
Εδώ θα μπορούσε να μου προτάξει κάποιος το φαινόμενο των αρχαίων Ελλήνων ή των Λατίνων συγγραφέων ή, ακόμη, και του Σαίξπηρ που, παίρνοντας με περισυλλογή τις υποθέσεις των έργων τους από τους πανάρχαιους μύθους του λαού τους ή των προγενεστέρων συγγραφέων διαμορφώνουν το κείμενό τους με τις δικές τους δυνατότητες και τα δεδομένα της εποχής και του τόπου τους. Εγώ, βέβαια, δεν ανήκω στη χορεία αυτών των σημαντικών όσο και σπουδαίων αφηγητών, εγώ κάποιες απλές ιστορίες λέω που και που, όπως τις ακούω από άλλους γιατί ο ίδιος στερούμε παντελώς δημιουργικής φαντασίας κι έτσι αδυνατώ να πλάσω εκ του μηδενός ένα καταδικό μου αφήγημα.
΄Έτσι και τώρα, λοιπόν, παρά τον φόβο μου αυτόν, θα σας αφηγηθώ μια ιστορία, όπως ακριβώς μου την αφηγήθηκε ένας τρίτος, για αυτό, ίσως, θα δείτε ότι υπάρχει σημαντική διαφορά ύφους ανάμεσα σ΄αυτή την εισαγωγή και στην ίδια την ιστορία. Θα σας τα πω όλα με το νι και με το σίγμα, παρά το γεγονός ότι δεν μου αρέσει καθόλου ο τρόπος και η γλώσσα που χρησιμοποιεί για να περιγράψει τα πράγματα και τα γεγονότα, γιατί μοιάζει πολύ με τον τρόπο των παλιών συγγραφέων του ψυχρού ρεαλισμού που φόρτωναν τα κείμενά τους με περισσή ποσότητα ιδεολογίας για να γίνεται πιο φανερή η παρακμή των αστών και του κόσμου τους. Στην πραγματικότητα δεν θα είμαι εγώ ο αφηγητής αλλά ο περί ου ο λόγος τρίτος. Ακούστε τον. Και μάλιστα, όπως θα δείτε στη συνέχεια είναι μία αφήγηση της αφήγησης!

-------------------------------------

« Βαθειά η πίκρα, σαράκι αδηφάγο που καθημερινά κατάτρωγε ανελέητα τα σωθικά τους χωρίς να τους δίνει τουλάχιστον την παραμικρή ελπίδα για τη στιγμή που τόσο ποθούσαν και οι δυο τους. Δέκα χρόνια παντρεμένοι και παιδί δεν φαινόταν πουθενά στον ορίζοντα, παρά τις συνεχείς και αναρίθμητες προσπάθειες που κατέβαλαν καθημερινά ολόκληρο αυτό το διάστημα. Ο γιατρός μάλιστα το είχε αποκλείσει ρητά και κατηγορηματικά τώρα τελευταία. ΄Έτσι, το γνώριζε πλέον καλά, δεν θα κατόρθωνε ποτέ να την κάνει να νιώσει, έστω και μια φορά στη ζωή της, την άφατη, καθώς λένε, χαρά της μητρότητας, το σπέρμα του, νεκρό και ανήμπορο, εναποθηκευόταν ανώφελα στις διψασμένες ωοθήκες της, χωρίς να προκαλεί ποτέ τις αναγκαίες για τεκνοποίηση διεργασίες στη μήτρα της.
Πάσχιζε νύχτα μέρα με τον νου του να βρει επί τέλους μια λύση, ανώδυνη βέβαια και για τους δύο και απόλυτα αποδεκτή από το κοινωνικό σύνολο. Τόφερνε από δω, τόφερνε από κει, τίποτα σχετικό δεν μπορούσε να συλλάβει το ταραγμένο πια από την αδιάκοπη περίσκεψη μυαλό του. Δεν έβλεπε πώς μπορούσε να λυθεί πραγματικά το πρόβλημα χωρίς ν’ αλλάξει τίποτα στις σχέσεις τους. Βαθιές ρυτίδες είχαν αρχίσει ήδη να αυλακώνουν το μέτωπό του. Και ήταν μονάχα σαράντα χρόνων! Τι θάκανε στο μέλλον;
Τον τελευταίο καιρό κάτι τον είχε πιάσει κι όλο σκεφτόταν το παρελθόν. Ο νους του ξαναγύριζε συνεχώς στις πρώτες ημέρες της γνωριμίας τους, στο γάμο τους ύστερα που πάνω τους είχαν στηρίξει με πίστη τόσες ελπίδες για ένα ευτυχισμένο μέλλον, χωρίς επί πλέον σκοτούρες και βάσανα. Αλίμονο, όμως! Τους πρώτους ευτυχισμένους, κατά το δυνατόν, μήνες της κοινής τους ζωής τους διαδέχτηκαν σιγά – σιγά τα μαύρα χρόνια της διάψευσης των ελπίδων και της συνακόλουθης δυστυχίας που τους κατακυρίευε μέρα με τη μέρα, μήνα με τον μήνα, χρόνο με τον χρόνο.
Τη χαριστική βολή τη δέχτηκε όταν βεβαιώθηκε οριστικά ότι ο ίδιος ήταν ο κύριος υπεύθυνος της συμφοράς του. Τότε άρχιζαν να τον βασανίζουν οι μαύρες τύψεις για το κακό που αισθανόταν ότι της είχε κάνει στα χρόνια της συμβίωσής τους με την προφανή αδυναμία του, που τώρα άρχιζε να επεκτείνεται και στο σεξουαλικό πεδίο, ίσως, λόγω της κακής του ψυχικής κατάστασης. ΄Έτσι είχαν τα πράγματα ως την ημέρα που συνέβησαν τα γεγονότα, τα οποία θα σας αφηγηθώ στη συνέχεια, όπως ακριβώς μου τα εξιστόρησαν και μένα, χωρίς να αλλάξω τίποτα από την ουσία του περιεχομένου τους, απαλείφοντας μονάχα την σκληρότητα των λέξεων ή των εκφράσεων, όπου αυτό θεωρήθηκε αναγκαίο, ώστε να μπορεί ο καθένας με ευκολία να διαβάσει και να κατανοήσει το κείμενο. Αν κάπου σας φανεί κάπως υπερβολικό ή ψεύτικο, πιστέψτε με, ειλικρινά σας το δηλώνω, αυτή και μόνο αυτή είναι η αλήθεια των πραγμάτων.
-----------------------------------

Κάποια μέρα χάλασε η βρύση της τουαλέτας του σπιτιού του. Φώναξε έναν υδραυλικό από μια μακρινή περιοχή σε σχέση με την κατοικία του γιατί ο γείτονάς του που καλούσε πάντα έλειπε σε πολυήμερο ταξίδι στον τόπο της καταγωγής του. ΄Ήταν ένας νεαρός, όμορφος και καταδεκτικός και, όπως έλεγαν διάφοροι, πάντα με μεγάλες επιτυχίες στις γυναίκες.
΄Όση ώρα, λοιπόν, ο νεαρός δούλευε σκυμμένος πάνω στη χαλασμένη βρύση, ο κυρ-Αντώνης τον κοίταγε επίμονα και ερευνητικά. Τον έβλεπε, έτσι, πισώπλατα, γεροδεμένο, γεμάτο από ζωντάνια και δύναμη που περίσσευε και το μυαλό του άρχισε στη στιγμή να παίρνει απίστευτες στροφές, να κάνει γρήγορους υπολογισμούς, να τρέχει μ’ έναν ξέφρενο καλπασμό σε πεδία που δεν είχε σκεφτεί ποτέ του πριν, δίχως όρια.
-Λες; Αναλογίστηκε απορημένος κι ο ίδιος με την ίδια του τη σκέψη. Λες; ΄Έτσι, ξαφνιάστηκε, όταν τον άκουσε να του λέει αδιάφορα πως τέλειωσε η δουλειά του, αφού η βλάβη είχε επισκευαστεί. Για την ακρίβεια είχε αλλάξει την χαλασμένη βρύση και στη θέση της είχε τοποθετήσει μία άλλη σε πολύ μοντέρνα γραμμή. Δεν ήταν σίγουρος ότι ταίριαζε, αλλά τέτοια ώρα, τέτοια λόγια.
Αρχικά μπέρδεψε τα λόγια του, γρήγορα, όμως, κατόρθωσε να συνέλθει και να πληρώσει ψύχραιμα τον τεχνίτη, κοιτάζοντάς τον κατάματα σαν να προσπαθούσε να μπει, με κάποιον αδιάκριτο, ίσως, τρόπο στα βάθη της σκέψης του.
Μέρες και νύχτες ολόκληρες σχεδόν δεν έλεγε να φύγει από τον νου του η εικόνα του γεροδεμένου υδραυλικού, λες και τον είχε στοιχειώσει. Μια επίμονη και τολμηρή σκέψη τον βασάνιζε συνέχεια. Στην αρχή πάσχιζε να την αποδιώξει, ύστερα να την συνηθίζει κάπως, στο τέλος έψαχνε να βρει τρόπους για να την θέσει σε εφαρμογή
-------------------------------------------

Η γυναίκα του είχε πέσει πια στο κρεβάτι, ίσκιος του παλιού της εαυτού παρά αυτή η ίδια κι ανήμπορη για ο,τιδήποτε. Η κατάστασή της του έθλιβε την ψυχή, ένας πόνος βαθύς κι απροσδιόριστος θρονιάστηκε μέσα του απρόσκλητος και κυβερνούσε τη διάθεσή του καθημερινά.
Κάλεσε τον γιατρό για τη γυναίκα, όχι για τον ίδιο. Την εξέτασε με προσοχή, διέταξε και τα σχετικά, ούρα, αίμα κ.τ.λ. Δεν της βρήκε τίποτα οργανικό, κανένα πραγματικό σύμπτωμα κάποιας γνωστής του αρρώστιας. Κάτι σαν ατονία, σαν μελαγχολία, δεν ήξερε κι ο ίδιος τι. Πρότεινε εξέταση από ψυχίατρο ή ψυχαναλυτή, προθυμοποιήθηκε από μόνος του να τους συστήσει κάποιον επιφανή. «Καλά, καλά», μονολόγησε ο κυρ-Αντώνης
που είχε καταλάβει πια. Είχε κάνει καλύτερη διάγνωση απ’ τον γιατρό, δεν χρειαζόταν άλλες αποδείξεις, την έβλεπε, άλλωστε, καθημερινά ν’ αδυνατίζει σε σημείο που να μην μπορεί να σταθεί στα πόδια της, χωρίς φανερή αιτία.
΄Έτσι, συνέχιζαν να περνούν οι μέρες, η μία πίσω από την άλλη. Κάποιο σαράκι την κατάτρωγε αλύπητα, ήταν προφανές, της ατεκνίας και του ανεκπλήρωτου έρωτα, τι άλλες αποδείξεις να χρειαστεί ο έρημος. Η καρδιά του σπάραζε από τον πόνο και την απογοήτευση, κράταγε όμως την ψυχραιμία του, όσο του ήταν μπορετό, τουλάχιστον μπροστά της. Τίποτα όμως δεν γινόταν, καμία αλλαγή προς το καλύτερο, καμία βελτίωση της κατάστασης. Κάποιες φορές την έπιανε να τον κοιτάει με βλέμμα αγριεμένο, σκληρό, φαρμακερό. Το ένιωθε πια κι ο ίδιος, δεν τον έβλεπε όπως πριν, το μίσος της περίσσευε, δεν υπήρχε χώρος για αγάπη, τον θεωρούσε ως την κύρια αιτία της κατάντιας της.
Τώρα τελευταία μάλιστα άρχισε να δείχνει πιο έντονα την απέχθειά της. ΄Ένα βράδυ τον έδιωξε από το σπίτι, του ζήτησε επιτακτικά να μη βρίσκεται κάθε λίγο και λιγάκι μπροστά στα μάτια της. Δεν του έμενε πια καμιά αμφιβολία, κάτι έπρεπε να κάνει. Εκείνο το βράδυ περιπλανήθηκε κάμποσες ώρες μέσα στην παγωνιά, σχεδόν μέχρι τα ξημερώματα. Στο τέλος πήρε την απόφασή του. Ο ίδιος θα έκανε ό,τι μπορούσε για να προετοιμάσει τα πράγματα, τα υπόλοιπα θα έρχονταν από μόνα τους σιγά-σιγά.
Την άλλη μέρα το πρωί δεν πήγε στη δουλειά του. ΄Ένα παράξενο χαμόγελο είχε θρονιαστεί στο πρόσωπό του, μια ηρεμία αλλόκοτη τον είχε κυριεύσει. Κατά τις δέκα σχημάτισε στο τηλέφωνο τον αριθμό του υδραυλικού. Με φωνή ψυχρή και ανέκφραστη του είπε πως η βρύση είχε ξαναχαλάσει και για αυτό θάπρεπε να πεταχτεί για λίγο από το σπίτι να την επισκευάσει, το πράγμα δεν έπαιρνε αναβολή γιατί είχαν γιορτή την άλλη μέρα κι έπρεπε όλα να είναι τέλεια. ΄Έκλεισε το τηλέφωνο χαμογελώντας παράξενα, ύστερα, ήρεμα και υπομονετικά, κάθισε σε μια καρέκλα όσο πιο αναπαυτικά γινόταν και περίμενε καπνίζοντας ένα από τα τσιγάρα του.
-----------------------------------------------
Σ’ ένα μισάωρο περίπου χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Με βήμα αργό, σταθερό, χωρίς κανένα ίχνος φανερής νευρικότητας ή ανησυχίας στο πρόσωπό του, κατευθύνθηκε προς την πόρτα και, καθυστερώντας για λίγο σκόπιμα στο διάδρομο, την άνοιξε διάπλατα στον επισκέπτη του, που δεν ήταν άλλος από τον γνωστό του υδραυλικό που αμήχανος στεκόταν εκεί κρατώντας στα στιβαρά του μπράτσα μια τσάντα με τα εργαλεία της δουλειάς του.
- ΄Έλα μέσα, του είπε όσο πιο ευγενικά μπορούσε, παραμερίζοντας συνάμα για να περάσει ανενόχλητος.
Ο νεαρός, γνωρίζοντας καλά τα κατατόπια από την προηγούμενη επίσκεψή του στο διαμέρισμα μπήκε μέσα και κατευθύνθηκε με κλειστά μάτια προς την τουαλέτα. Ακούμπησε τα εργαλεία του στο δάπεδο, ανασήκωσε λίγο τα μανίκια του πουκαμίσου του για να μη βραχούν και με μια γρήγορη κίνηση άνοιξε τη βρύση. Την άφησε να τρέξει για δυο τρία λεπτά της ώρας, κοιτάζοντάς την με απορία. Δεν φαινόταν να υπάρχει κάποιο πρόβλημα, κάποια βλάβη που χρειαζόταν επειγόντως επισκευή, όπως του είχε πει νωρίτερα στο τηλέφωνο. Ο κυρ- Αντώνης είχε πλησιάσει κι αυτός με την σειρά του και βρισκόταν ακριβώς πίσω του.
- Δεν βλέπω τίποτα, θαρρώ πως είν’ εντάξει, είπε ο υδραυλικός κι ετοιμάστηκε να μαζέψει τα πράγματά του από το δάπεδο.
- Ναι, μπορεί, ίσως, μπέρδεψε κάπως τα λόγια του ο κυρ-Αντώνης, βλέποντας ότι όλα κινδύνευαν να ανατραπούν. Γρήγορα όμως ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία του και με ύφος αδιάφορο συμπλήρωσε: Το είχα ξεχάσει εντελώς, δεν είναι αυτή η βρύση. Εκείνη της κουζίνας πρέπει να είναι. Δεν κατάλαβα καλά τι μου έλεγε η γυναίκα μου.
Τράβηξαν γρήγορα για την κουζίνα. Ο νεαρός άνοιξε αμέσως και τις δυο βρύσες που βρίσκονταν εκεί. Το νερό έπεφτε με δύναμη πάνω στο μάρμαρο του νεροχύτη. ΄Ήταν φανερό πως ούτε εδώ υπήρχε κάποιο πρόβλημα. Ολόκληρη η υδραυλική εγκατάσταση του σπιτιού λειτουργούσε κανονικά, χωρίς να δημιουργεί κάποιο εμπόδιο στην απρόσκοπτη ροή του νερού. Τον κοίταξε και πάλι απορημένος, περιμένοντας, ίσως, κάποια πιο αληθοφανή εξήγηση.
- Μπα, δεν κατάλαβα καλά, μουρμούρισε ο άντρας, η γυναίκα μου όμως πρέπει να ξέρει τι συμβαίνει. Σίγουρα. Πάμε να την ρωτήσουμε. Και μετά από μια μικρή διακοπή γεμάτη σημασία, είναι στο δωμάτιό της, ξαπλωμένη, είπε. Δεν σηκώθηκε καθόλου σήμερα το πρωί.
Σταμάτησε να πάρει μια ανάσα. ΄Όλα του φαίνονταν πιο εύκολα τώρα, ήταν πιο ψύχραιμος, πιο αποφασιστικός.
- Αν θες, θέλω να πω αν δεν σε πειράζει, μπορούμε να την ρωτήσουμε την ίδια. Αυτή θα ξέρει σίγουρα.
Αυτό ήταν, πάει, τελείωσε. Ο κυρ-Αντώνης ένιωσε μια βαθιά ανακούφιση, σαν να έφυγε κάποιο ασήκωτο βάρος από πάνω του και λευτερώθηκε για πάντα. Ο υδραυλικός δεν έφερε αντίρρηση, ήταν όμως φανερό πως δεν είχε καταλάβει ακόμη το βαθύτερο νόημα της πρότασης του νοικοκύρη του σπιτιού!
-------------------------------------
Μπήκαν στην κρεβατοκάμαρα. ΄Ένα μικρό δωμάτιο στην πραγματικότητα με το διπλό κρεβάτι στη μέση, μισοσκότεινο γιατί οι κάπως βαριές κουρτίνες που κρέμονταν στο μοναδικό του παράθυρο εμπόδιζαν το φως της ημέρας να εισχωρήσει στα ενδότερα. Τα λιγοστά έπιπλα που πλαισίωναν το κρεβάτι –μια ντουλάπα, ένα μικρό κομοδίνο μ’ ένα πορτατίφ αναμμένο, δυο τρεις καρέκλες κι ένα μικρό παιδικό κρεβατάκι στη γωνία, στρωμένο προσεκτικά για το μωρό που δεν έλεγε να έρθει- έδιναν έναν απειροελάχιστο τόνο ζεστασιάς στο κατά τα άλλα ψυχρό υπνοδωμάτιο του κυρ- Αντώνη και της άρρωστης γυναίκας του.
Η γυναίκα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, ολόγυμνη, μ’ ένα λευκό σεντόνι ριγμένο αφρόντιστα πάνω στο κορμί της. Τα μάτια της, στυλωμένα σε κάποιο σταθερό σημείο της οροφής, δεν έβλεπαν σχεδόν τίποτα, για αυτό και δεν γύρισαν να τους κοιτάξουν. Από μια μικρότατη όμως, σχεδόν ανεπαίσθητη κίνηση που έκανε κατάλαβαν ότι τους ένιωσε που εισχώρησαν απρόσκλητοι στο μικρόκοσμό της. Παρ’ όλ’ αυτά όμως, δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να καλύψει ένα μικρό έστω μέρος της γύμνιας της, να τηρήσει κάπως τα προσχήματα και την κοινωνική δεοντολογία, σημάδι αδιάψευστο πως δεν την ενδιέφερε τίποτα πλέον στη ζωή, όπως και το κάθε τι μέσα στο δωμάτιο. ΄Έδειχνε εντελώς φυσικά ότι ακόμα και η ανδρική παρουσία την άφηνε παγερά αδιάφορη. Ο κυρ-Αντώνης ήταν κατακόκκινος απ’ τη ντροπή του, αλλά εκεί που είχαν φτάσει πια τα πράγματα, το ένιωθε κι ο ίδιος, δεν υπήρχε οδός επιστροφής. Παραμερίζοντας, λοιπόν, κάθε ίχνος ντροπής, επιστράτευσε όσες δυνάμεις διέθετε σε εγρήγορση εκείνη τη στιγμή και της μίλησε με ύφος προσποιητά αδιάφορο κεκεδίζοντας ελαφρά για πρώτη φορά στη ζωή του.
-Αγάπη μου, της είπε, ο νεαρός από δω ήρθε για να φτιάσει τη βρύση που δεν λειτουργεί. Τι λες και συ, καλά δεν έκανα και τον κάλεσα;
Τον κοίταξε αδιάφορα αλλά συγχρόνως και με μια ελαφριά δόση μίσους και απέχθειας. ΄Ένιωσε μια μαχαιριά στο στομάχι. Τέτοια περιφρόνηση, τόσο μίσος δεν τα άξιζε πραγματικά. ΄Ήταν κάτι παραπάνω απ’ αυτό που μπορούσε ν’ αντέξει. Κι αυτός που της τα παρείχε όλα.; ΄Ήταν πολύ, όμως συγκρατήθηκε και με τον πιο φυσικό τρόπο «θα σου είμαι ιδιαίτερα υποχρεωμένος» του είπε «αν χωρίς καμία επιβάρυνση…»
Η φωνή του του κόπηκε στη στιγμή. Τα λόγια ήταν πλέον περιττά. Ο νεαρός είχε μπει για τα καλά στο νόημα της πρωινής του πρόσκλησης και με αργές, σίγουρες και σταθερές κινήσεις είχε αρχίσει να βγάζει ένα-ένα τα ρούχα του. Το γεροδεμένο του κορμί φάνταζε γεμάτο υποσχέσεις στο μισοσκόταδο του δωματίου.
- Ναι, αυτό… κάτι πήγε να πει ο κυρ-Αντώνης αλλά τέλειωσε αμέσως την κουβέντα του προτού καν την αρχίσει. Ο νεαρός, ολόγυμνος πια, είχε ρίξει με ορμή το κορμί του πάνω στη γυναίκα που τον αγκάλιασε βίαια, ύστερα από μια μικρή στιγμή απορίας και περίσκεψης ή, ίσως, έμφυτου δισταγμού. Χμ! έκανε ο κυρ-Αντώνης, αυτό βέβαια θα πρέπει να μείνει μεταξύ μας.
΄Ήταν ψύχραιμος πια και γι’ αυτό οι λέξεις του έδειχναν μια ιδιαίτερη βαρύτητα έτσι όπως έβγαιναν αργά και μελετημένα από το στόμα του. Ζούμε σε μια κοινωνία, βλέπεις, που το μόνο που ξέρει είναι να βρίσκει τα κουσούρια ή τις αδυναμίες του άλλου, να τα σχολιάζει με ευχαρίστηση και να τον περιγελάει.
Ο νεαρός δεν του έδωσε καμία σημασία, δεν ήταν, άλλωστε, ώρα για συζήτηση ή για διαφωνίες. Εξάλλου είχαν αρχίσει οι πρώτοι ερωτικοί σπασμοί της γυναίκας κι όλη η προσοχή του στράφηκε εκεί όπου κάποια καινούρια πνοή φαινόταν ότι εισχωρούσε με βιαιότητα στα νεκρωμένα κύτταρά της και τα αναζωογονούσε, σημάδι αδιάψευστο ότι η ζωή ξανάρχιζε γι’ αυτήν.
Ο κυρ-Αντώνης βγήκε έξω από το δωμάτιο με σκυμμένο το κεφάλι, κλείνοντας μαλακά την πόρτα πίσω του. Δεν είχε άλλωστε κανένα νόημα η παρουσία του άλλο εκεί, ό,τι ήταν να κάνει το έκανε και τώρα έβλεπε καθαρά τα αποτελέσματα, θα γινόταν εκείνο που ποθούσαν τόσο πολύ και οι δύο, θα αποχτούσαν ένα παιδί, φτάνει, φυσικά, ο υδραυλικός να έδειχνε την ίδια κατανόηση μέχρι το τέλος και να ήταν καρπερός.
Ξάπλωσε πάλι στην ίδια πολυθρόνα, όπως και πριν που περίμενε τον νεαρό, τώρα όμως ήταν ήρεμος, χωρίς αγωνία. ΄Άναψε ένα τσιγάρο και, τραβώντας βαθιές ρουφηξιές, άφησε να ζωγραφιστεί στο πρόσωπό του ένα πλατύ χαμόγελο που σιγά σιγά μεγάλωνε, τόσο που σε λίγο το σκέπασε ολόκληρο. Επί τέλους, μπορούσε πια να ξαποστάσει και να κάνει να ηρεμήσουν τα ταραγμένα νεύρα του!
Αυτή είναι η ιστορία που άκουσα από το στόμα κάποιου άλλου και σας την αφηγούμαι με τη σειρά μου γιατί τη βρήκα ενδιαφέρουσα. Τώρα, αν αυτός ο κυρ-Αντώνης έχει κάποια σχέση με τον Αντώνη ενός άλλου διηγήματος αυτής της συλλογής με τον τίτλο « Η βρύση » δεν το γνωρίζω κι ούτε μου είπε ποτέ κανείς τίποτα. Αν όμως πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο, ε τότε το πράγμα έχει μεγάλο ενδιαφέρον.
Ανδρέας Φουσκαρίνης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου